Καλή
χρονιά Χρόνε μου
Τις τελευταίες μέρες χιόνιζε χωρίς σταματημό. Όταν δούλευε το χαιρόταν όμως δεν είχε χρόνο για να το ζήσει. Από τότε που έμεινε άνεργη οι εποχές προχωρούσαν χωρίς αυτήν. Την προηγούμενη μέρα είχε τελειώσει και το ψωμί. Το πρωί της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τήν εγκατέλειψε και ο σκύλος της, για ένα κόκκαλο φαρμακωμένο που ξέθαψε στο δρόμο. Τον έκλαψε· σύντροφος ο Χρόνος. Ήταν η βιταμίνη της ψυχής της, ζέσταινε τις νύχτες της. Τον βρήκε κουτάβι να τρέμει στην πόρτα της και γέρασαν μαζί.
Έγραψε ένα γράμμα στον άγιο Πέτρο των σκύλων και το κρέμασε στο λαιμό του Χρόνου, μ' ένα κορδελάκι κόκκινο –το αγαπούσε το κόκκινο ο Χρόνος– να το διαβάσει ο άγιος και να τον βάλει μαζί με τους ανθρώπους, γιατί ήταν καλό σκυλί και πιστό. Ύστερα, περίμενε να νυχτώσει για να τον θάψει.
Μόλις σκοτείνιασε για τα καλά τον τύλιξε με την κουβερτούλα του, τον πήρε αγκαλιά και ξεκίνησαν. Το χιόνι και το φορτίο της τη δυσκόλεψαν να φτάσει στο κοιμητήριο. Βρήκε την καγκελόπορτα κλειδωμένη.
«Τι τα θέλουν τα κάγκελα, αφού οι νεκροί δεν δραπετεύουν;», φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε κι απάντηση δεν πήρε.
Τα καντήλια τρεμόσβηναν απ' τον αέρα και τα δάκρυα. Έδεσε τις τέσσερις άκρες της κουβέρτας μαζί, κρέμασε τον Χρόνο στην πλάτη της και σκαρφάλωσε στα κάγκελα.
Τον έθαψε στην άκρη του κοιμητηρίου, κοντά στον μαντρότοιχο. Έσκαψε ένα λάκκο κάτω από το χιόνι, με τα νύχια της, και τον ακούμπησε απαλά, σαν νεογέννητο στην αγκαλιά της πρωτόγεννης μάνας του. Του ψιθύρισε στ' αφτί καλό ταξίδι και τον σκέπασε με χώμα, για πάντα. Ύστερα μετακίνησε πάνω του μια μεγάλη πέτρα, μη τυχόν και τον πάρει είδηση μάτι περαστικό, μέχρι το χορτάρι της άνοιξης να σβήσει τα ίχνη της ταφής του.
Ξάπλωσε δίπλα του, αγκάλιασε την πέτρα, σαν να ήταν το κορμί του, κι έκλεισε τα μάτια της.
«Καλή χρονιά Χρόνε μου», είπε.
Τις τελευταίες μέρες χιόνιζε χωρίς σταματημό. Όταν δούλευε το χαιρόταν όμως δεν είχε χρόνο για να το ζήσει. Από τότε που έμεινε άνεργη οι εποχές προχωρούσαν χωρίς αυτήν. Την προηγούμενη μέρα είχε τελειώσει και το ψωμί. Το πρωί της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τήν εγκατέλειψε και ο σκύλος της, για ένα κόκκαλο φαρμακωμένο που ξέθαψε στο δρόμο. Τον έκλαψε· σύντροφος ο Χρόνος. Ήταν η βιταμίνη της ψυχής της, ζέσταινε τις νύχτες της. Τον βρήκε κουτάβι να τρέμει στην πόρτα της και γέρασαν μαζί.
Έγραψε ένα γράμμα στον άγιο Πέτρο των σκύλων και το κρέμασε στο λαιμό του Χρόνου, μ' ένα κορδελάκι κόκκινο –το αγαπούσε το κόκκινο ο Χρόνος– να το διαβάσει ο άγιος και να τον βάλει μαζί με τους ανθρώπους, γιατί ήταν καλό σκυλί και πιστό. Ύστερα, περίμενε να νυχτώσει για να τον θάψει.
Μόλις σκοτείνιασε για τα καλά τον τύλιξε με την κουβερτούλα του, τον πήρε αγκαλιά και ξεκίνησαν. Το χιόνι και το φορτίο της τη δυσκόλεψαν να φτάσει στο κοιμητήριο. Βρήκε την καγκελόπορτα κλειδωμένη.
«Τι τα θέλουν τα κάγκελα, αφού οι νεκροί δεν δραπετεύουν;», φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε κι απάντηση δεν πήρε.
Τα καντήλια τρεμόσβηναν απ' τον αέρα και τα δάκρυα. Έδεσε τις τέσσερις άκρες της κουβέρτας μαζί, κρέμασε τον Χρόνο στην πλάτη της και σκαρφάλωσε στα κάγκελα.
Τον έθαψε στην άκρη του κοιμητηρίου, κοντά στον μαντρότοιχο. Έσκαψε ένα λάκκο κάτω από το χιόνι, με τα νύχια της, και τον ακούμπησε απαλά, σαν νεογέννητο στην αγκαλιά της πρωτόγεννης μάνας του. Του ψιθύρισε στ' αφτί καλό ταξίδι και τον σκέπασε με χώμα, για πάντα. Ύστερα μετακίνησε πάνω του μια μεγάλη πέτρα, μη τυχόν και τον πάρει είδηση μάτι περαστικό, μέχρι το χορτάρι της άνοιξης να σβήσει τα ίχνη της ταφής του.
Ξάπλωσε δίπλα του, αγκάλιασε την πέτρα, σαν να ήταν το κορμί του, κι έκλεισε τα μάτια της.
«Καλή χρονιά Χρόνε μου», είπε.