Με φωνάζουν "Νατίν"
Σ' αυτόν τον τόπο με φωνάζουν "Νατίν". Δεν ξέρω τι σημαίνει η λέξη αυτή. Ο ήχος της είναι σκληρός, είναι κι αυτό το δάχτυλο που με δείχνει· φοβάμαι να ρωτήσω. Στον τόπο μου τα ονόματα των κοριτσιών ακούγονται σαν κελαϊδίσματα πουλιών, είναι βγαλμένα από λουλούδια κι όμορφες στιγμές.
Έρχομαι από μακριά, από πολύ μακριά, μέρες, νύχτες, θάλασσες, πολλές θάλασσες μακριά. Είχα μια όμορφη πατρίδα, δεν ήθελα να την αφήσω. Αναγκάστηκα. Μάζεψα ό,τι πολύτιμο μπορούσα να κουβαλήσω στους ώμους μου κι έφυγα κρυφά, για να επιζήσω από τους βομβαρδισμούς. Εκείνη η φυγή είχε μέσα της ελπίδα. Ύστερα, ήρθε το ναυάγιο και η ελπίδα βούλιαξε μαζί με τ' όνομά μου. Δεν βαριέσαι, είπα, ας μην έχω όνομα αρκεί που σώθηκα.
Ξέρω από πού έρχομαι, αλλά δεν γνωρίζω που θα φτάσω. Δεν καταλαβαίνω γιατί βρίσκομαι ακόμα εδώ· δεν το διάλεξα. Αν είχα επιλογή θ' αποφάσιζα νωρίς σε ποιόν τόπο θα ήθελα να ζήσω. Αυτή η χώρα ούτε με διώχνει ούτε με κρατάει. Ζητάω να φύγω και δεν μου επιτρέπεται. Μόνο να στέκομαι απέναντι από σύνορα και να περιμένω επιτρέπεται. Αν προσπαθήσω να τα περάσω θα με γυρίσουν πίσω. Άμα γυρέψω γη για να στεριώσω θα μου πουν πως είμαι προσωρινή. Πάλιωσα άπραγη σ' αυτή την εξορία κι ακόμα προσωρινή είμαι. Δεν ορίζω ούτε το χώμα που ακουμπούν οι σόλες των παπουτσιών μου. Στον πρώτο τόπο που θα με δεχτεί, θα βγάλω τα σκισμένα παπούτσια μου και θα περπατήσω ξυπόλυτη στο χώμα του, να τον αισθανθώ και να με καταλάβει.
Μέχρι τότε, θα κλείνω τα μάτια και θ' ανασαίνω μέσα από τα συρματοπλέγματα, σαν να μην υπάρχουν. Σαν να μην υπάρχω κι εγώ μέσα σ' αυτά. Γύρω μου φωνές εκνευρισμού, κραυγές αγωνίας, βρισιές, κατάρες· σιγά-σιγά μαθαίνω να μην τις ακούω για να μπορέσει το όνειρο να με τραβήξει πίσω. Σκέφτομαι πως ο τόπος μου δεν θα είναι πια ο ίδιος, γι' αυτό μαζεύω γύρω μου τη σιωπή μήπως καταφέρω και τον ονειρευτώ όπως ήταν πριν την καταστροφή. Ξαναγίνομαι παιδί, βρίσκω τους γονείς και τους συγγενείς μου ζωντανούς, τρέχω με τους φίλους μου μέσα σε φυλλωσιές και σε πολύχρωμα χωράφια. Αφήνομαι σ' αυτόν τον γυρισμό και παίρνω κουράγιο για να συνεχίσω την πορεία προς την Εδέμ. Κι εκεί που καταφέρνω να χαμογελάσω κάποιος φωνάζει "Νατίν". Τα βλέφαρά μου ανοίγουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων και ένα δάχτυλο με δείχνει.
Δεν συγχωράω αυτό το ξύπνημα όμως το χαμόγελό μου γίνεται μαγικό και το δάχτυλο χάνεται. Η λέξη "Νατίν" με κάνει υπαρκτή. Θα μπορούσε να σημαίνει "έθνος" και να με χρήζει αυτόματα πολίτη του κόσμου. Όταν τα σκέφτομαι αυτά παύω να είμαι δύσπιστη· φαντάζομαι πως είμαι σημαντική και υπόσχομαι να κρατήσω αυτό το όνομα για πάντα. Μέσα μου το "Νατίν" σημαίνει "υπάρχω εδώ". Άλλωστε, δεν έχω που αλλού να πάω.