Με καλεί ο αβυσσαλέος λυγμός των πουλιών που πεινάνε.
Τ ακούω να ζητιανεύουν τον άρτο, που η ποιήτρια ζυμώνει με αρτεσιανό νερό.
Θολώνουν τα μάτια μου από το κατακόκκινο όχι της Μήδειας.
Τί όνομα να σταυρώσω στην πέτρα για το θεριό που γεννάει αυτόχειρες;
Στοιχίζω τις λέξεις, που σβήνουν το εμβατήριο της νύχτας,
κι, όσο προβάλει η αυγή ροδόχρωμη,
ανασαίνω το πρώτο κλάμα ενός παιδιού που γεννιέται.