Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα
Κο-Βιτ-ομολογίες 14
Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.
Τα μάτια μου έχουν γίνει τετράγωνα από το τάμπλετ. Η τηλεκπαίδευση διαρκεί πολλές ώρες κάθε μέρα. Σχολείο, φροντιστήριο, ξένες γλώσσες, βάλε και κάποια χαζολογήματα όλα διαδικτυακά, μαζεύονται πολλά για την αντοχή μου αλλά λίγα για να ξεχάσω όσα αγαπώ και στερήθηκα. Στο σχολείο συναντούσα τους συμμαθητές μου, στο γήπεδο του μπάσκετ έπαιζα με τους φίλους μου ή μιλούσα με τα κορίτσια που με βοηθούσαν να καταλάβω τη συμπεριφορά της αδελφής μου. Τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε με τους γονείς μου κάποιες φορές σε συγγενείς και φίλους κι άλλες στο θέατρο ή στον κινηματογράφο. Σέρνομαι μέσα στο σπίτι αλλά το βρίσκω ανόητο να περιφέρομαι χωρίς λόγο στους δρόμους. Έφτασα να παρακαλάω να ξαναγυρίσουμε στα θρανία, εγώ που άρπαζα κάθε ευκαιρία για κοπάνα. Όλο αυτό που περνάω εδώ κι ένα χρόνο δεν είναι διακοπές· το σχολείο μού λείπει και η κοπάνα δεν έχει πλέον κανένα ενδιαφέρον.
Δεν ξέρω τι θα κάνετε αλλά θέλω να
εξαφανιστείτε μπας και ξαναβρούμε το ρυθμό μας, όπως παρακαλάει και η μάνα μου.
Ίσως καταφέρουμε να ξαναμπούμε στην όμορφη ρουτίνα που είχαμε πριν από σας,
όπως επαναλαμβάνει και η γιαγιά μου πίνοντας τον καφέ της. Τα διαλείμματα που γίνονται
ανάμεσα στα διαδικτυακά μαθήματα είναι μικρά και όσες φορές κι αν πάω με το Νο
6 το δωμάτιο της αδελφής μου δεν θα βρω κάτι ενδιαφέρον. Έχω και τη γιαγιά μου,
που με παίρνει στο κατόπι από βαρεμάρα και φοβάμαι μην τη χτυπήσω με τα
πατίνια. Γκρινιάζω στη μάνα μου, να της πει να με αφήσει ήσυχο, αλλά δεν
μεσολαβεί· λέει πως είναι μεγάλη γυναίκα και δεν καταλαβαίνει, εγώ όμως νομίζω
πως θέλει να την ξεφορτωθεί. Βρε, και τι δεν της λέει ο πατέρας μου για τις τόσες
γιαγιάδες, που ζουν μόνες τους χωρίς παιδιά και εγγόνια, ή για τους παππούδες, που
έχουν χάσει την αίσθηση του χρόνου εφόσον δεν αλλάζουν κουβέντα με κανέναν όλη
μέρα, τίποτα δεν καταφέρνει.
Παρόλα αυτά, σήμερα είμαι λιγάκι χαρούμενος. Ήρθε η αδερφή μου στο σπίτι μετά από πολύ καιρό. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν ίδια όπως όταν έφυγε. Σαν να άλλαξε μου φάνηκε, σαν να μεγάλωσε πολύ. Κοίταζε το σπίτι λες και δεν το γνώριζε, χάιδευε τα πράγματα σαν να μη τα θυμόταν. Νόμιζα πως μας είχε ξεχάσει και δεν θα ερχόταν ξανά. Στην αρχή ήμουν συγκρατημένος, όμως άλλαξα γνώμη όταν την είδα στην κουζίνα να μιλάει χαμηλόφωνα με τη μάνα μας και να της χαϊδεύει τα μαλλιά. «Να τα βάψεις» της έλεγε κι εκείνη της απαντούσε «Μην το σκέφτεσαι, να γυρίσεις όποτε θες». Κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά καθώς τα λόγια τους δεν ταίριαζαν αλλά δεν είχα καμία όρεξη να μάθω περισσότερα γιατί στο σπίτι μας κάθε φορά που ένα μυστικό γίνεται γνωστό μας βγαίνει σε κακό. Στην αρχή τη λυπήθηκα που ήταν στεναχωρημένη. Μετά σκέφτηκα, καλά να πάθει που σηκώθηκε και έφυγε έτσι ξαφνικά, αλλά αμέσως το μετάνιωσα. «Η σκέψη του ανθρώπου είναι ένα αίνιγμα, πόσο μάλλον των γυναικών που δεν έχει όρια» όπως λέει και ο πατέρας μου.
Όταν έφυγε η αδελφή μου, η μάνα μου τράβηξε με τρόπο τον πατέρα μου στην κουζίνα. Είπε πως χρειαζόταν βοήθεια, αλλά είμαι σίγουρος πως ήθελε να του μεταφέρει όσα λέγανε τόση ώρα. Την άκουσα να μιλάει για μια «ειδική γονική συνθήκη που είμαστε όλοι συνομήλικοι» αλλά δεν ξέρω τι εννοούσε. Νομίζω πως και ο πατέρας μου δεν πρέπει να καταλάβαινε τι του έλεγε, γιατί όση ώρα εκείνη μιλούσε αυτός συνέχιζε να καπνίζει κάτω από τον απορροφητήρα χωρίς να μιλάει. Και να μίλαγε πάλι δεν θα τον άκουγα· τα λόγια του θα έφευγαν μαζί με τον καπνό μέσα στο σωλήνα εξαερισμού.
Αυτά γίνονταν μέχρι που η μάνα μου, με μια απότομη κίνηση, έκλεισε τον απορροφητήρα και εκείνος, συνεχίζοντας να καπνίζει, πήγε κοντά στο παράθυρο. Τότε ήταν που τον άκουσα να της λέει να μην τον φορτώνει με περισσότερες έγνοιες και ότι του έφταναν τα προβλήματα που είχε με τη δουλειά· γιατί ήταν τόσα πολλά τα θέματα που έπρεπε να τακτοποιήσει και δεν μπορούσε καθώς τον είχε τσακίσει αυτή η αδράνεια. Αυτό ήταν. Η μάνα μου τα πήρε στο κρανίο, όπως συνήθιζε να λέει η αδελφή μου, και άρχισε να του τα χώνει –κι αυτό η αδελφή μου το λέει– πως δεν ήταν ο μόνος άνθρωπος στη γη που ζοριζόταν και πως η κατάσταση την είχε εγκλωβίσει κι εκείνη, ώστε να χάσει τις ισορροπίες της. Γι’ αυτό και δεν μπορούσε να τα κάνει όλα μόνη της μιας κι εκείνον τον ενδιέφερε η ησυχία του και δεν ανησυχούσε ούτε για τα αυτονόητα. Αυτά είπε.
Τώρα εξηγείται γιατί όποτε έκανα κάτι που δεν της άρεσε φώναζε: «Βγάλε τον αυτονόητο από μέσα σου». Κοίτα να δεις πως οι μεγάλοι αλλάζουν τα πράγματα όπως τους βολεύει, σκέφτηκα και συγχύστηκα. Για να ηρεμίσω πήρα τα πατίνια μου και άρχισα τις βόλτες σε όλο το σπίτι, χωρίς το χαρτί με το Νο 6. Πίσω μου έτρεχε η μάνα μου για να προλάβει τις ζημιές και τα πρόστιμα, παραπίσω ο παππούς φωνάζοντας συνθήματα και τελευταία η γιαγιά, που μας παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον σαν να έβλεπε αγώνες μοτοσυκλέτας στην τηλεόραση.
Ευτυχώς που έχω αυτούς τους δύο και αποκτά η ζωή μου ενδιαφέρον. Συμφωνώ με τον πατέρα μου όταν λέει ότι ο παππούς και η γιαγιά είναι προστατευόμενο είδος και δεν με νοιάζει που βρίζει τον ρατσισμό σας, κύριε Κο Βιτ. Σας αξίζει όλο το μίσος του κόσμου, αφού έχετε πετάξει στα αζήτητα τους ηλικιωμένους και τους κοροϊδεύετε ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να τσιτώνουν τα μούτρα τους και να βάφουν τα μαλλιά τους για να φαίνονται νεότεροι. Σας αντιπαθώ που τους αναγκάζετε να σαπίζουν μπροστά στην τηλεόραση μαθαίνοντας απέξω όλα τα σήριαλ αντί να χαίρονται τη ζωή που τους απομένει. Κι επειδή σήμερα δεν έχω καμία όρεξη να παριστάνω τον καλό, συμφωνώ και με τον παππού μου ότι σας χρειάζεται εκείνο το ιστορικό μπερντάκι για να δούμε μετά αν θα επιμένετε να μας κυνηγάτε.
Κύριε Κο Βιτ, δεν φοβάμαι μήπως μ’
εκδικηθείτε. Καλύτερα να με μισείτε παρά να με λυπάστε και να μου το δείχνετε.
Συνεχίζεται…