Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014



Καλή Πρωτοχρονιά.

Αφήσαμε τα Χριστούγεννα πίσω μας και κρατήσαμε την ελπίδα ν’ ανασαίνει πως δεν τελείωσε, ακόμα, αυτός ο χρόνος.  Κι ας θέλαμε να φύγει. Λόγια. Κάθε τι που διώχνουμε, ξεκολλάει από πάνω μας σαν λέπι ζωντανό. Αφήνει γούβα, που δεν γεμίζει με τα χρόνια, όσο κι αν μαραζώσει το δέρμα γύρω του.  
Κάθε φορά, στο παραπέντε της αλλαγής του χρόνου, μετράμε τις κόκκινες προειδοποιήσεις της ζωής μας και τις πατάμε πίσω, ξορκίζοντάς τες, μην περάσουνε στο μέλλον. Τα ίδια κάθε χρόνο. Και φέτος τι είναι πάλι τούτο;  Ένας αέρας, που σαρώνει.  Πέρσι δεν είχαμε χιονιά. Θυμάσαι εκείνη τη φορά, που η μέρα της Πρωτοχρονιάς ήταν ζεστή;  Πότε να ήταν; Πόσα χρόνια πριν;  Αλλόκοτη ή απότομη αλλαγή.  Στο ένα δευτερόλεπτο το πριν και στο επόμενο το μετά.  Τι να προλάβεις από τη στιγμή;  Πόσο κρατάει ο χρόνος ανάμεσα σε δύο δευτερόλεπτα;  Σαστίζεις μόνο.  Η χαρά και ο πόνος ίδιοι είναι.  Με μια κλωστή δεμένα παρελθόν και μέλλον χτίζουν τη συνέχεια της ζωής μας.  Και εμείς τη σέρνουμε από δω, τη σπρώχνουμε από κει, ζαλίζοντας τη μοίρα που μας ψάχνει.  
Μακάρι τα κακά που ζήσαμε να μην μας ξαναβρούν.  Να μαζευτούνε τα καλά και να τα πνίξουν στη χαρά.  Κι αν κάποιος παραπονεθεί, μην τον ακούτε.  Τυφλός θα είναι ή αλλοπρόσαλλος, σαν και την τύχη του, που αφήνει να τον σέρνει.
Καλή Χρονιά!


                                                                            κα. πα.  

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014



Χριστούγεννα

Θλιβερά τραγουδάκια στο ραδιόφωνο.
Αραδιασμένες  μοναξιές στα μπαρ των ξενοδοχείων.
Ξεχασμένες σχολικές γιορτές.
Κλειστά μαγαζιά.
Μίζερες λαϊκές αγορές.
Κρύες καμινάδες.
Γλιστερές αυλές.
Άδειες φάτνες.

Απέλπιδες ειδήσεις καναλιών.
Πολυτελή συντρίμμια στις εθνικές οδούς.
Διαμελισμένα κορμιά στα ναρκοπέδια.
Δολοφονικές ηγεσίες κατ’ εξακολούθηση.
Νεκρές πόλεις.

Ναυαγισμένες βάρκες λαθρομεταναστών.
Εγκλωβισμένοι υποτελείς πολιτικοί.
Αναίσχυντοι ποιμένες.
Ρημαγμένες εκκλησιές.
Αδιάφοροι βολεμένοι.



Στις ουρές των ανέργων που περιμένουν τα συσσίτια,
στα παιδιά τα ξυπόλητα,
στους άστεγους έξω από τους φούρνους,
στους συνταξιούχους που ορφάνεψαν,
στα νοσοκομεία που ασφυκτιούν,
στα τζάνκια που χάθηκαν στις δίνες της πόλης,
στα σβηστά καντήλια των νεκροταφείων,
στους απελπισμένους λαούς με τις χωρίς ίχνη πατημασιές,
και σε όσους δεν επαναπαύονται με μια βολική μετάφραση,

Καλά Χριστούγεννα.


                                                                          κα. πα.


Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014




                                        ΤΟ ΠΑΝΙ

Ένα κομμάτι πανί ήταν. Κι όντας λευκό, σε σεντόνι παρέπεμπε. Από ‘κείνα που τα κόβουν πατσαβούρια οι νοικοκυρές όταν λιώνουν. Πόσα κορμιά το πότισαν δεν μέτραγε. Προίκα, νυφιάτικο. Είχε πνίξει πολλούς στεναγμούς. Πρώτη φορά που στρώθηκε ποτίστηκε με αίμα. Κι όχι της παρθενιάς. Του μίσους ήταν. Τέσσερις χαρακιές, οι δυο στο στήθος κι οι άλλες δύο στα γλουτιά το πότισαν.
«Σε σημαδεύω», της είπε το πρώτο βράδυ τους «από δω και πέρα μ’ άλλον να μην πας».  
Δεν του άνοιξε τα σκέλια δεύτερη φορά. Εννέα μήνες είχε φύλακα το λεκιασμένο πάνω της, μέχρι που έκανε το σερνικό. Ίσα που βγήκε η φύση του κι είδε στα μάτια του ανδρός της τη χαρά, ξέρασε γέλιο άγριο.
«'Δω σε κρατώ», του φώναξε «από το γιο μου θα το βρεις». Κι ούτε του ξαναμίλησε.
Πήρε κοντά της το παιδί, το σκούπισε, το τύλιξε με το αιματοβαμμένο κι ήταν σαν να το πότιζε το αίμα της διπλά .
«Να εκδικηθείς» το ορμήνεψε. Κι εκείνο λες κατάλαβε, γέλασε μες στα σπάργανα.
Κι όσο αυτό μεγάλωνε, γαντζωνόταν επάνω της κι απόκτημα δικό της γινότανε. Εκείνος ούτε βλέφαρο δεν του ΄ριχνε σαν να μην ένοιωθε γονιός. Τι κι αν αγόρι ήτανε. 
Πήρε ο γιος τη μυρουδιά απ’ της μάνας του το αίμα και αγρίεψε. Και τα καλά του κύρη του ακόμα πιο στραβά τα μέτραγε. Κι όσο περνούσε ο καιρός κι αντρείευε τόσο και η καρδιά του σκλήραινε. Ώσπου, στο τέλος τον πατέρα πατριό τον έβλεπε.  
Τη μέρα εκείνη του κακού ήλιο δεν είχε απ’ το πρωί . Βαρύς σηκώθηκε ο γονιός και πρόσταξε καφέ, να σβήσει το μεθύσι του απ’ τη νύχτα. Τα μάτια του ήταν θολά και η ψυχή του μαύρη απ’ τη μοναξιά.  Μάνα και γιος κοιτάχτηκαν βουβοί.
«Να μαζευτείς», είπε ο γιος στον κύρη του.
«Να βγάλεις το σκασμό», μούγκρισε εκείνος.
Λόγο στο λόγο θέριεψε ο καυγάς. Γιος και πατέρας ‘στελναν απειλές. Ώσπου, ο πατέρας μούλο φώναξε το γιο, τον όπλισε κουράγιο να του ορμήσει.  Δυο χαρακιές πατόκορφες σβήσανε την ντροπή. Σαν τα σημάδια που έβλεπε στη μάνα του όταν βύζαινε. Τον τύλιξε στο ίδιο το σεντόνι, που ‘χε βαστηγμένο να του θρέφει την εκδίκηση, κι ύστερα τον εσκέπασε με χώμα. 

Χρόνια μετά,  σκαλίζοντας βρήκανε το πανί.
«Δεν είναι αυτό δικό μου», είπε ένας γέροντας κι οι εργάτες το ξανάχωσαν.
Είχε ξεβάψει της εκδίκησης το αίμα. 

κα. πα. 


Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014






we trust in love...


     Θα σας πω μια ιστορία.  Μικρή όση κι η ζωή των ηρώων της. Μαυρόασπρη σαν ο φιλμ της ζωής τους.  Χαρούμενη από την ευτυχία που τους ένωσε.  Αληθινή όσο και η αγάπη που μου πρόσφεραν.
     Ο ένας άπρος κι ο άλλος μαύρος.  Δεν έχει καμία σημασία ποιος ακριβώς.  Πιστέψτε με, κάποια στιγμή μπερδεύονται τα χρώματα μεταξύ τους, όπως στην πολύχρωμη παλέτα που στιφογυρίζει.  Και μουνταίνει και σκουραίνει, ώσπου γίνεται σαν το φτερό της προπέλας, που η διάθλαση της αφαιρεί σχήμα και χρώμα μέσα στο νερό. 
     Τέτοια άδολη αγάπη είχαν και τόση προσφορά, μέχρι την αυταπάρνηση.  Ένα βράδυ γιόρτασαν την επέτειο της γνωριμίας τους.  Είπα να τους προσφέρω το δείπνο και διάλεξα το αγαπημένο τους φαγητό: κοκκινιστά κεφτεδάκια με μακαρόνια.  Άνοιξα και κόκκινο Κιάντι για να τους ευχηθώ.
     Κάθισαν ο ένας πλάι στον άλλον και μοιράστηκαν όλα τα μακαρόνια ένα-ένα.  Στο τέλος, το κρέας περίσσεψε.  Ούτε που το άγγιξαν.  Δεν τους ρώτησα γιατί, για να μην τους προσβάλλω.  Άλλωστε, έδειχναν χορτασμένοι.  Με ευχαρίστησαν και έφυγαν αφήνοντας  μια εφημερίδα κιτρινισμένη από τον χρόνο και τις κακουχίες. 
     Στην πρώτη σελίδα είχε τ' αποτελέσματα μιας έρευνας για την ανθρώπινη διατροφή:

     Οι άνθρωποι από χορτοφάγοι έγιναν σαρκοφάγοι, έγραφε με μεγάλα κόκκινα γράμματα...

     Σήκωσα το κεφάλι μου και τους είδα ν΄απομακρύνονται κουνώντας ικανοποιημένοι την ουρά τους.
    


κα. πα.  

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014




Παράλληλες πορείες

Το βλέμμα σου συγκρατώ,
το αδύναμο κι αδυσώπητο.
Την άβυσσο της ζωής σου στέργω
καθώς αναδιπλώνεται στο νοητικό μου πεδίο,
που ανασαίνει την άρνηση.
Ίπτασαι  ακατάληπτος σε ουράνια κόλαση.
Κείτομαι ακατάλυτος σε κρανίων τόπο.
Ροές δακρύων συνοδεύουν
τη φωνή της δεήσεώς μου.
Ατέρμονη η πορεία
για τις αιώνιες μονές.
"Ψυχή μου 
          ανάστα, τι καθεύδεις".

   κα.πα. 

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014






Σύντροφοι

Στο μακρύ ταξίδι του Οδυσσέα
αφανίστηκαν οι σύντροφοί του
όλοι από δικό τους κρίμα
βάρη περιττά καράβια βιαστικά
στον κάτω Κόσμο ο πιο νέος μόνο
ζητιάνεψε του κορμιού του μια κηδεία
κι ένα κουπί στον τάφο του σημάδι
τόσοι σύντροφοι που χάθηκαν
στην ανωνυμία για έναν «κανένα».

 Γιώργος Παναγιωτίδης
από την ποιητική συλλογή ''Κύμα Άλμα"

Ο Γιώργος Παναγιωτίδης γεννήθηκε το 1965 στην Αλεξανδρούπολη.  Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη δημιουργική γραφή και είναι υποψήφιος διδάκτορας του ΜΠΣ "Δημιουργική Γραφή" του Παν/μίου Δυτικής Μακεδονίας. Διδάσκει δημιουργική γραφή από το 2009.




Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014





Ξημέρωμα  Παρασκευής

Η νέα μέρα
αναδύει  ανακούφιση.
Στραγγίζουν οι αγωνίες 
στις ασημένιες  τρύπες τ’ ουρανού.
Λύσου από τον κάβο σου,
έφυγαν όλα τα καράβια.
Ήλιο ζητάνε οι ίσκιοι
τα νερά τους να ζεστάνουν.
Στον κύκλο μπες
κι απ’ τα κομμένα σου μαλλιά
άσε να τρέξει όσο αίμα
μαύρο περισσεύει.



κα. πα. 
Ετοιμάζεται το μυθιστόρημα της Μαριάννας Τσαντίλη
Σαν ψίθυρος στην έρημο
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη


 Περίληψη
Η Μαργαρίτα ερωτεύεται στην Αμερική έναν Άραβα φοιτητή, συγκρατημένο και πολύ όμορφο, ο οποίος όμως της κρύβει το πραγματικό του πρόσωπο, τον άγριο και βίαιο χαρακτήρα του. Τον ακολουθεί στη Μέση Ανατολή, τον παντρεύεται και αποκτά μαζί του μία κόρη - ένα παιδί που μεγαλώνει ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς. Σταδιακά, το άγρυπνο μάτι και ο έλεγχος της πουριτανικής κοινωνίας συνθλίβουν τη Μαργαρίτα, που νιώθει να ασφυκτιά. Κάθε απόπειρά της να εναντιωθεί ακολουθείται από απειλές, ίντριγκες, ακόμα και ξυλοδαρμούς. Μόνη της παρηγοριά η δουλειά της στην Ελληνική Πρεσβεία. Κάποια στιγμή, όταν η κόρη της εξαφανίζεται μυστηριωδώς, εκείνη βρίσκει τη δύναμη να αντιδράσει και να κάνει τη μεγάλη ανατροπή, ρισκάροντας ακόμα και τη ζωή της. Θα απομείνει πλέον ολομόναχη ν' αναζητά, στις φλεγόμενες περιοχές του Ισραήλ, της Παλαιστίνης και του Ιράκ, το χαμένο της παιδί, την αξιοπρέπειά της και την ελευθερία της. Θα βγει αλώβητη ή η μοίρα θα παίξει κι αυτή το δικό της απρόσμενο παιχνίδι;

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014






Ετούτη τη στιγμή


Μακριά με πήρε το ποτάμι σου. 

Μ' άρπαξε, με παρέσυρε 

και μ' έκανε κομμάτι ξύλου,

σαπισμένο απ' το νερό,

που απαλό κι αν δείχνει

εκείνο ξέρει πως να γδέρνει

και καρδιές και σάρκες

κι ελπίδες να κρατάει στο βυθό.

Ξέρει να σπρώχνει τις ζωές στις όχθες,

που μαγκώνουν συνειρμούς

και ανατρέπουν συνειδήσεις.

Και στέλνει εκεί τις θύμισες,

που οι χαρές λιγόστευαν

όσο κι οι ελπίδες

πως δεν θα έρθει η στιγμή

του αποχωρισμού μας.




Αφιερωμένο σε σένα, που τα λόγια σου με γύρισαν πολλά χρόνια πίσω και μου φανέρωσαν ότι σε ξέρω. 
κα. πα. 


Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014





Ακόμα Σεπτέμβρης

Ο ίσκιος του Σεπτέμβρη
 τη μέρα κυνηγάει,
 ξεπλένει την αρμύρα η βροχή.
Ρημώνει η απώλεια τον τόπο της,
σαν τη φυγή ρουφάει
την ανάσα απ’ τη φωλιά της.
Άμα φωτίσει θα ‘ναι
η έλλειψη μεγάλη.
Νωπό το βάμμα του κενού
που το φευγιό χαράζει.
Απ’ το σκοτάδιζήτα
τον πόνο να σκεπάσει.
Η νύχτα επουλώνει τις πληγές.
Μόνο η ζωή, το θάνατο
μπορεί να αγνοήσει,
τη λύτρωση να στάξει
στο σημάδι που απομένει.
Τα σύννεφα κι αν πυκνωθούν
 πάλι ο παλιός πνοή θα δίνει
σε κάθε αναχώρηση που φτάνει.
Γιατί ζωή μονάχη της
θάνατος είναι.


                                                                                 κα. πα. 

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014





Σεπτέμβρης


Kάποτε θέλησες να 'ρθεις

ήσουν παιδί κι ήμουν αλλιώς

δεν ήξερα τι θα πει να θες...

pendra


             
                                                                                                                                                     κα.πα. 




Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014






                                           “ΣΑΝ ΨΙΘΥΡΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ”

Περιμένουμε με ανυπομονησία το βιβλίο της φίλης Μαριάννας Τσαντίλη “ΣΑΝ ΨΙΘΥΡΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ” από τις εκδόσεις Καστανιώτη.  Ένα βιβλίο που παρουσιάζει τον αγώνα μιας γυναίκας για ελευθερία κι αξιοπρέπεια ενάντια στον αραβικό φονταμενταλισμό. 

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014




Μοναξιά

Η μοναξιά είναι που στέλνει τα κλωνάρια στο ποτάμι
να τα δέρνει το νερό στα βράχια της κοίτης.
Μοναξιά είναι τ’ απόβλητα και τα νεκρά πουλιά
που αποκοιμίζει η θάλασσα με το αλάτι της.
Μοναξιά είναι η βάρδια στο τιμόνι του πλοίου
κι η αρρώστια που ακάλεστη μονοπωλεί ανάσες.
Μοναξιά ο φίλος που πλησιάσει μ’ ανοίκεια οικειότητα.
Μοναξιά κι η καταναγκαστική σιωπή μπροστά στο αίνιγμα.
Ιερή οφειλή η νηφάλια μέθη Της παρουσίας.
Σ’ αυτούς τους μικρόψυχους καιρούς,
απ’ όπου κι αν κοιτάξεις τη γη,
η μοναξιά περισσεύει.

                                                                      κα. πα. 

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014


 
 

 O Captain! My Captain!


 

 
O Captain! My Captain!

O CAPTAIN! my Captain! our fearful trip is done,
The ship has weather'd every rack, the prize we sought is won,
The port is near, the bells I hear, the people all exulting,
While follow eyes the steady keel, the vessel grim and daring;

But O heart! heart! heart!
O the bleeding drops of red,
Where on the deck my Captain lies,
Fallen cold and dead.

O Captain! my Captain! rise up and hear the bells;
Rise up -for you the flag is flung -for you the bugle trills,
For you bouquets and ribbon'd wreaths -for you the shores acrowding,

For you they call, the swaying mass, their eager faces turning;
Here Captain! dear father!
This arm beneath your head!
It is some dream that on the deck,
You've fallen cold and dead.

My Captain does not answer, his lips are pale and still,
My father does not feel my arm, he has no pulse nor will,
The ship is anchor'd safe and sound, its voyage closed and done,
From fearful trip the victor ship comes in with object won;
Exult O shores, and ring O bells!
But I with mournful tread,
Walk the deck my Captain lies,
Fallen cold and dead.





Καπετάνιε! Ω Kαπετάνιε μου! (μτφ. 1)

Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου!
Το φοβερό μας το ταξίδι έχει τελειώσει.
Το πλοίο μας ξεπέρασε τη κάθε αναποδιά
κι η δάφνη που ζητούσαμε κερδήθηκε.
Φτάσαμε στο λιμάνι.
Ακουώ καμπάνες να χτυπούν,
λαό που αναγαλλιάζει,
Κι όλων τα μάτια στρέψανε στ' ακλόνητο σκαρί,
στ' ατρόμητο και βλοσυρό καράβι.

Μα, συ ω καρδιά! καρδιά! καρδιά!
Ώ άλικες, αιμάτινες, κόκκινες σταλαξιές,
Εκεί στη γέφυρα του πλοίου, ο Καπετάνιος μου πεσμένος
κοιμάται κρύος... νεκρός... χαμένος...

Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου! Σήκω!
τα σήμαντρα ν' ακούσεις που χτυπούνε.
Σήκω! για σενα λάβαρα λυτά ψυχανεμούνε,
για σένα σάλπιγγες, κλαγγές, αχολογούνε,
Για σένα τ' ανθοστόλιστα, τα πλουμιστά στεφάνια,
Για σένα στην ακρογιαλιά συνάχτηκε το πλήθος,
Εσένα πεθυμά ο χοχλασμός ολάκερου λαού
και σε γυρεύει μ' όψη φουντωμένη.

Έλα, έλα, Καπετάνιε μου! Πατέρα αγαπημένε!
Γείρε πάνω στο μπράτσο μου το έρημο κεφάλι.
Σαν όνειρο μου φαίνεται στη γέφυρα πεσμένος,
Και να 'σαι κρύος... νεκρός... χαμένος....

Μα ο Καπετάνιος μου δεν απαντά,
τ' αχείλι του είν' αμίλητο, χλωμό,
πατέρα μου το μπράτσο μου δε νιώθεις
κι ούτε έχεις πια τη θέληση, δεν έχεις πια σφυγμό
Το πλοίο έριξ' άγκυρα ολάγερο, βουβό
κι έχει τελειώσει το ταξίδι το στερνό,
Από το φοβερό του το ξαρμένισμα,
της νίκης το καράβι ξαναγύρισε,
με κερδεμένο τον σκοπό.

Ευφράνου ακρογιαλιά, καμπάνα χτύπα!
Μα 'γω το πένθιμό μου σέρνω βήμα
Στη γέφυρα, που ο Καπετάνιος μου πεσμένος
Κοιμάται κρύος... νεκρός... χαμένος...

 



 
Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! (μτφ. 2)

Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Το φοβερό ταξίδι μας έχει τελειώσει
Το πλοίο βάσταξε κάθε βιτσιά, το έπαθλο που αποζητήσαμε το έχουμε σηκώσει
Το λιμάνι είναι κοντά, ακούω τις καμπάνες, συνεπαρμένο κόσμο,
Ενώ τα μάτια τους ακολουθούν τη σταθερή καρίνα, το σκάφος βλοσυρό και θαρραλέο:
                       Μα ω καρδιά! καρδιά! καρδιά!
                         Ω οι αιμοσταγείς στάλες του κόκκινου,
                           Εκεί στη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου ξαπλώνει
                               Πεσμένος κρύος και νεκρός.

Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Ορθώσου κι άκου τις καμπάνες
Ορθώσου – για σένα τη σημαία κυματίζουν – για σένα η σάλπιγγα ηχεί
Για σένα ανθοδέσμες και μετάξινα στεφάνια – για σένα στις ακτές μαζεύονται τα πλήθη
Σένα ζητούν, οι μάζες οι παλλόμενες, στρέφοντας τα ανυπόμονα πρόσωπά τους
                        Να Καπετάνιε! πατέρα αγαπημένε!
                          Το χέρι αυτό κάτω από το κεφάλι σου
                             Όνειρο είναι πως πάνω στο κατάστρωμα,
                                Είσαι πεσμένος κρύος και νεκρός.

Ο Καπετάνιος μου δε μ' απαντά, τα χείλη του ακούνητα κι ωχρά
Ο πατέρας μου το χέρι μου δε νιώθει, σφιγμό δε θα 'χει πια ποτέ ξανά
Το πλοίο έδεσε άγκυρα σώο και αβλαβές, η πλεύση του ανήκει πια στο χθες
Από ταξίδι φοβερό, το πλοίο νικητής, εισπλέει με σκοπό επιτυχή
                     Πανηγυρίστε, ω ακτές, χτυπάτε, ω καμπάνες!
                       Όμως εγώ, με πάτημα θρηνητικό,
                         Γυρνώ τη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου ξαπλώνει
                            Πεσμένος κρύος και νεκρός.




 
 
 
 
 Ουώλτ Ουίτμαν - Walt Whitman (1819-1892)
 

 
 
Ο Ουώλτ Ουίτμαν - Walt Whitman (1819-1892) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς και ποιητές. Κυριότερο έργο του αποτελεί η ποιητική συλλογή «Φύλλα Χλόης» (Leaves of Grass) και ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του το «Καπετάνιε! Ω Kαπετάνιε μου!» (O Captain! My Captain!). Παραθέτουμε βιογραφικά στοιχεία του ποιητή, το ποίημα στα αγγλικά, δυο μεταφράσεις του στα ελληνικά και δυο βίντεο με σκηνές από την κινηματογραφική ταινία «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών» (Dead Poets Society), στα οποία απαγγέλονται στίχοι του Ουίτμαν.

Ο Ουίτμαν γεννήθηκε το 1819 στο Λόνγκ-Άιλαντ της Νέας Υόρκης, ο δεύτερος γιος μιας πολυπληθούς οικογένειας με συνολικά εννέα παιδιά. Το 1823 η οικογένειά του αναγκάζεται να μεταβεί στο Μπρούκλιν όπου ο πατέρας του δουλεύει ως μαραγκός και ο ίδιος φοιτά για έξι χρόνια στο δημοτικό σχολείο. Από την ηλικία των δώδεκα ετών, εργάζεται στο γραφείο ενός δικηγόρου και στα δεκατέσσερά του γίνεται μαθητευόμενος σε τυπογραφείο. Την ίδια περίπου περίοδο εγγράφεται σε κάποιο αναγνωστήριο βιβλιοθήκης, όπου έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει πολλούς κλασικούς αλλά και νεότερους συγγραφείς. Το 1835 επιστρέφει στο Λονγκ-Άιλαντ όπου εργάζεται ως δάσκαλος. Παράλληλα, ιδρύει την εφημερίδα Long-Islander, της οποίας είναι συγχρόνως διευθυντής, υπεύθυνος σύνταξης και τυπογράφος. Το έργο του ως δάσκαλος συνεχίζεται μέχρι το 1841, χρονιά που μετακομίζει στη Νέα Υόρκη προκειμένου να εργαστεί ως στοιχειοθέτης σε τυπογραφείο αλλά και δημοσιογράφος σε διάφορα περιοδικά ή εφημερίδες της εποχής. Συγχρόνως, λαμβάνει ενεργό μέρος στην πολιτική και συμμετέχει σε προεκλογικές εκστρατείες του Δημοκρατικού Κόμματος.
Παράλληλα εγκαταλείπει την εργασία του στο τυπογραφείο και αναλαμβάνει διευθυντής εφημερίδων, βρισκόμενος διαδοχικά στις Daily Aurora και Brooklyn Eagle. Σε αυτό το διάστημα δημοσιεύει πλήθος άρθρων επί διαφόρων θεμάτων που συνδέονται συνήθως με την παγκόσμια ή την αμερικανική πολιτική επικαιρότητα. Το 1848 διακόπτεται η συνεργασία του με την εφημερίδα Brooklyn Eagle και γίνεται συντάκτης της Crescent, θέση που κατέχει για ένα χρόνο στο διάστημα του οποίου ταξιδεύει σχεδόν σε ολόκληρο τον αμερικανικό Νότο. Το 1849, επικεφαλής ενός μικρού τυπογραφείου, εκδίδει την εφημερίδα Freeman. Τον επόμενο χρόνο όμως αλλάζει εκ νέου κατεύθυνση και γίνεται μαραγκός, χτίζοντας σπίτια που αργότερα πουλά. Το 1854 φαίνεται πως εγκαταλείπει κάθε εργασία και επεξεργάζεται την πρώτη του ποιητική συλλογή Φύλλα Χλόης (Leaves of Grass), η οποία εκδίδεται το 1855 με προσωπικά έξοδα του Ουίτμαν. Σε αυτή την πρώτη έκδοση της, η συλλογή περιλαμβάνει δώδεκα εκτεταμένα άτιτλα ποιήματα και λαμβάνει ως επί το πλείστον αρνητικές κριτικές ενώ πωλείται τελικά μόλις ένα αντίτυπο. 
 
Ένα χρόνο αργότερα, ο Ουίτμαν ετοιμάζει την δεύτερη έκδοση της συλλογής του η οποία περιέχει επιπλέον είκοσι ποιήματα, γενικότερες διορθώσεις, τίτλους και μια σαφέστερη ταξινόμηση. Παράλληλα περιλαμβάνει ως εισαγωγή ένα συγχαρητήριο γράμμα του Ραλφ Γουάλντο Έμερσον προς τον Ουίτμαν. Η κυκλοφορία της δεύτερης έκδοσης των Φύλλων Χλόης συνοδεύεται επίσης από αντιδράσεις του περισσότερο συντηρητικού τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας. Από το φόβο δικαστικών διώξεων, το έργο αποσύρεται ενώ έχουν ήδη πωληθεί μερικές εκατοντάδες αντιτύπων. Το επόμενο διάστημα δημιουργείται σταδιακά ένα ευνοϊκότερο κλίμα για τον Ουίτμαν που οδηγεί τελικά το 1860 σε μία τρίτη έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Thayer and Eldridge. Την περίοδο του αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου ο Ουίτμαν εργάζεται ως εθελοντής νοσοκόμος και περιθάλπει τραυματισμένους στρατιώτες κυρίως στην περιοχή της Ουάσινγκτον. Με το τέλος του πολέμου διορίζεται στο Υπουργείο Εσωτερικών και ειδικότερα στο τμήμα Υποθέσεων των Ινδιάνων. Λίγο αργότερα ωστόσο, ο νέος υπουργός James Harlan, πρώην ιεροκήρυκας των Μεθοδιστών, απολύει τον Ουίτμαν επειδή αποτελεί τον συγγραφέα των Φύλλων Χλόης. 

Παρόλα αυτά, ένα μήνα αργότερα, διορίζεται εκ νέου, αυτή τη φορά στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Το καλοκαίρι του 1866, ο Ουίτμαν επεξεργάζεται την τέταρτη έκδοση των Φύλλων Χλόης κατά τη διάρκεια διακοπών του στο Μπρούκλιν. Στα πλαίσια αυτής της νέας επανεξέτασής τους, διαφοροποιεί ορισμένους τίτλους και προχωρεί σε κάποια αρίθμηση ώστε το έργο να αποκτήσει μια ενότητα. Δημοσιεύεται τελικά το 1867 με προσωπικά του έξοδα. Ακολουθούν άλλες τέσσερις εκδόσεις και το 1891 η τελευταία κατά σειρά, είναι αρκετά ογκώδης περιλαμβάνοντας περισσότερα από τετρακόσια ποιήματα, ενώ παράλληλα συνοδεύεται από μία ευρύτερη αποδοχή του Ουίτμαν που σταδιακά έχει επιτευχθεί. Ήδη από το 1870 η υγεία του Ουίτμαν είχε αρχίσει να κλονίζεται σημαντικά. Πέθανε το 1892 και στον τάφο του -- που ο ίδιος σχεδίασε -- αναγράφεται απόσπασμα από ένα ποίημα του:
   
«My foothold is tenon'd and mortis'd in granite  
I laugh at what you call dissolution   
And I know the amplitude of time.»

«Η βάση μου βρίσκεται αρραγής
 κάτω απ' αυτή τη πέτρα
 Γελώ μ' αυτό που καλείτε αποσύνθεση
 Και γνωρίζω το εύρος του χρόνου.»


Πηγές:
 
  1. Βιογραφικά στοιχεία από την  Βικιπαίδεια
  2. Το ποίημα στην αγγλική γλώσσα και η πρώτη μετάφραση (δεν αναφέρεται το όνομα του μεταφραστή), από την ιστοσελίδα  Περί…γραφής.
  3. Η δεύτερη μετάφραση είναι της Μαρίας Θεοφιλάκου από το μπλογκ στο τρένο της ποίησης.