Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα
Κο-Βιτ-ομολογίες 9
Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.
Μπήκαμε
στην τελική ευθεία. Τώρα, θέλετε να υποθέσετε για τα Χριστούγεννα θέλετε για το
εμβόλιο; Εσείς ξέρετε. Πάρτε όποιο σας βολεύει. Εγώ πάντως σας προειδοποίησα. Δεν έχω καμία
όρεξη να λέτε μετά ότι δεν σας το είπα.
Τρεις μέρες μένουν μέχρι τη Γέννηση, δύο μέχρι την Παραμονή. Τι μας έμεινε; Μια μέρα, δηλαδή αύριο. Οπότε ό,τι προλάβουμε. Σάμπως τι άλλο να ετοιμάσουμε; Δεν περιμένουμε κάποιον καλεσμένο. Εμείς κι εμείς θα είμαστε στο γιορτινό τραπέζι. Η μάνα, ο πατέρας, η γιαγιά, ο παππούς και η αδελφή μου. Ούτε εννιά που επιτρέπεται δεν καταφέραμε να μαζευτούμε. Η θεία Ελπινίκη που θα ερχόταν όπως κάθε χρόνο είπε «Καλύτερα!». Με στόμφο το είπε αυτό το «Καλύτερα». Ζηλεύει λίγο που δεν έχει κανέναν. Δηλαδή, είχε αλλά τους έδιωξε όλους με την κακοριζικιά της. Τι κι αν δεν παντρεύτηκε; Έχει αδέλφια και ανίψια. Εγγόνια δεν θέλει να έχει. Αδελφή της γιαγιάς μου είναι –η μόνη που την ανέχεται ακόμα– αλλά επιμένει να τη φωνάζω «θεία». Ο παππούς μου, πίσω από αυτό το «θεία» προσθέτει πάντοτε και ένα «θειάφι», αλλά δεν το καταλαβαίνω. Τελευταία το πρόσεξα, μετά από ένα παρατεταμένο «ςςς» του πατέρα μου. Όμως όταν τον ρώτησα δεν μου εξήγησε. Είπε θα καταλάβω όταν μεγαλώσω. Μέχρι να μεγαλώσω θα το ξεχάσω, σκέφτηκα και ρώτησα τη μάνα μου –για κάποιον περίεργο λόγο απέφυγα να ρωτήσω τη γιαγιά– που και αυτή δεν το ήξερε αλλά έριξε ένα άγριο βλέμμα στον πατέρα μου. Εκείνος με πήρε παράμερα και άρχισε να με ψαρεύει τι δώρο ήθελα να μου φέρει ο Αη Βασίλης, που το βρήκα πιο ενδιαφέρον.
Τέλος πάντων, τι με νοιάζει; «Θεία» θέλει; Έτσι θα τη λέω. Άλλωστε κι εγώ ίδρωσα για να με φωνάζουν «Πύρο Δήμα», κάνοντας πως δεν ακούω το βαφτιστικό μου, αλλά τα κατάφερα. Άσχετα αν το ακύρωσα μετά γιατί κατάλαβα πως δεν θα είχα γιορτή και δεν θα έπαιρνα δώρα. Η μάνα μου λέει ότι πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε τον άλλον να νιώθει όσο πιο βολικά γίνεται. Μέχρι τώρα στη ζωή μας όλα ήταν άφθονα και δεν τα μετρούσαμε. Τώρα, μόνο κάποιες μικρές χαρές μας έμειναν μέσα σ’ αυτή τη βουβαμάρα. Σε αυτό το σημείο η γιαγιά συμπληρώνει, κουνώντας το κεφάλι της, πως μόνοι μας ήρθαμε σ’ αυτή τη ζωή και μόνοι μας θα φύγουμε. Αυτά λέει κι εγώ την πιστεύω γιατί η γιαγιά μου μπορεί να μην τα έχει οκά (τετρακόσια λένε αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί με αυτό το νούμερο εννοούν το οκά και γιατί μου αρέσει περισσότερο από τον αριθμό του) αλλά ποτέ δε λέει ψέματα. Ειδικά τώρα που δεν θυμάται τι έχει πει πριν από ένα δευτερόλεπτο. Άσχετο, δεν ξέρω πόσα οκά έχει το δευτερόλεπτο.
Επίσης δεν ξέρω γιατί φέτος απαγορεύτηκαν τα κάλαντα. Κάθε φορά που τα λέω στη γιαγιά μου ξεχνάει πως της τα έχω ξαναπεί και μου δίνει δύο ευρώ, λέγοντας «Καλά Χριστούγεννα». Ο παππούς απαντάει «Καλά καλαμπόκια», η μάνα μου γουρλώνει τα μάτια της και ο πατέρας μου κουνάει το κεφάλι του. Εγώ λέω να μη φοβόμαστε γιατί περάσαμε την πρώτη φάση και κοντεύουμε να περάσουμε και τη δεύτερη. Που θα πάει; Μετά θα έρθει το καλοκαίρι, εγώ θα έχω γεμάτο τον κουμπαρά μου και όλοι θα χαιρόμαστε την ελευθερία μας.
Συνεχίζεται…