Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020



Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 9


Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

Μπήκαμε στην τελική ευθεία. Τώρα, θέλετε να υποθέσετε για τα Χριστούγεννα θέλετε για το εμβόλιο; Εσείς ξέρετε. Πάρτε όποιο σας βολεύει. Εγώ πάντως σας προειδοποίησα. Δεν έχω καμία όρεξη να λέτε μετά ότι δεν σας το είπα.

Τρεις μέρες μένουν μέχρι τη Γέννηση, δύο μέχρι την Παραμονή. Τι μας έμεινε; Μια μέρα, δηλαδή αύριο. Οπότε ό,τι προλάβουμε. Σάμπως τι άλλο να ετοιμάσουμε; Δεν περιμένουμε κάποιον καλεσμένο. Εμείς κι εμείς θα είμαστε στο γιορτινό τραπέζι. Η μάνα, ο πατέρας, η γιαγιά, ο παππούς και η αδελφή μου. Ούτε εννιά που επιτρέπεται δεν καταφέραμε να μαζευτούμε. Η θεία Ελπινίκη που θα ερχόταν όπως κάθε χρόνο είπε «Καλύτερα!». Με στόμφο το είπε αυτό το «Καλύτερα». Ζηλεύει λίγο που δεν έχει κανέναν. Δηλαδή, είχε αλλά τους έδιωξε όλους με την κακοριζικιά της. Τι κι αν δεν παντρεύτηκε; Έχει αδέλφια και ανίψια. Εγγόνια δεν θέλει να έχει. Αδελφή της γιαγιάς μου είναι –η μόνη που την ανέχεται ακόμα– αλλά επιμένει να τη φωνάζω «θεία». Ο παππούς μου, πίσω από αυτό το «θεία» προσθέτει πάντοτε και ένα «θειάφι», αλλά δεν το καταλαβαίνω. Τελευταία το πρόσεξα, μετά από ένα παρατεταμένο «ςςς» του πατέρα μου. Όμως όταν τον ρώτησα δεν μου εξήγησε. Είπε θα καταλάβω όταν μεγαλώσω. Μέχρι να μεγαλώσω θα το ξεχάσω, σκέφτηκα και ρώτησα τη μάνα μου –για κάποιον περίεργο λόγο απέφυγα να ρωτήσω τη γιαγιά– που και αυτή δεν το ήξερε αλλά έριξε ένα άγριο βλέμμα στον πατέρα μου. Εκείνος με πήρε παράμερα και άρχισε να με ψαρεύει τι δώρο ήθελα να μου φέρει ο Αη Βασίλης, που το βρήκα πιο ενδιαφέρον.

Τέλος πάντων, τι με νοιάζει; «Θεία» θέλει; Έτσι θα τη λέω. Άλλωστε κι εγώ ίδρωσα για να με φωνάζουν «Πύρο Δήμα», κάνοντας πως δεν ακούω το βαφτιστικό μου, αλλά τα κατάφερα. Άσχετα αν το ακύρωσα μετά γιατί κατάλαβα πως δεν θα είχα γιορτή και δεν θα έπαιρνα δώρα. Η μάνα μου λέει ότι πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε τον άλλον να νιώθει όσο πιο βολικά γίνεται. Μέχρι τώρα στη ζωή μας όλα ήταν άφθονα και δεν τα μετρούσαμε. Τώρα, μόνο κάποιες μικρές χαρές μας έμειναν μέσα σ’ αυτή τη βουβαμάρα. Σε αυτό το σημείο η γιαγιά συμπληρώνει, κουνώντας το κεφάλι της, πως μόνοι μας ήρθαμε σ’ αυτή τη ζωή και μόνοι μας θα φύγουμε. Αυτά λέει κι εγώ την πιστεύω γιατί η γιαγιά μου μπορεί να μην τα έχει οκά (τετρακόσια λένε αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί με αυτό το νούμερο εννοούν το οκά και γιατί μου αρέσει περισσότερο από τον αριθμό του) αλλά ποτέ δε λέει ψέματα. Ειδικά τώρα που δεν θυμάται τι έχει πει πριν από ένα δευτερόλεπτο. Άσχετο, δεν ξέρω πόσα οκά έχει το δευτερόλεπτο.

Επίσης δεν ξέρω γιατί φέτος απαγορεύτηκαν τα κάλαντα. Κάθε φορά που τα λέω στη γιαγιά μου ξεχνάει πως της τα έχω ξαναπεί και μου δίνει δύο ευρώ, λέγοντας «Καλά Χριστούγεννα». Ο παππούς απαντάει «Καλά καλαμπόκια», η μάνα μου γουρλώνει τα μάτια της και ο πατέρας μου κουνάει το κεφάλι του. Εγώ λέω να μη φοβόμαστε γιατί περάσαμε την πρώτη φάση και κοντεύουμε  να περάσουμε και τη δεύτερη. Που θα πάει; Μετά θα έρθει το καλοκαίρι, εγώ θα έχω γεμάτο τον κουμπαρά μου και όλοι θα χαιρόμαστε την ελευθερία μας.

 Συνεχίζεται…


Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

 




Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 8

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

Δύσκολα τα πράγματα σήμερα. Πρωί πρωί μας ξύπνησαν δυνατές φωνές, που έρχονταν από τον ακάλυπτο της πολυκατοικίας μας· οι συγκάτοικοί μας είχαν κρεμαστεί στα κάγκελα των μπαλκονιών για να βλέπει ο ένας τον άλλον και χειρονομούσαν. Η γιαγιά δυνάμωσε την ένταση της τηλεόρασης και ο παππούς βγήκε στο πίσω μπαλκόνι και χτυπούσε παλαμάκια.

Σε λίγο όλα τα μπαλκόνια των γύρω πολυκατοικιών είχαν γεμίσει κόσμο. Μέχρι και στις ταράτσες είχαν ανεβεί κάποιοι για να βλέπουν καλύτερα. Άλλος με τη φόρμα του, άλλος με τις πιζάμες, άλλος με το σώβρακο και μερικές νοικοκυρές με τα νυχτικά, τις ρόμπες και από πάνω τις ποδιές της κουζίνας. Ό,τι βρήκε μπροστά του φόρεσε ο καθένας δηλαδή. Εγώ, βγήκα στο μπαλκόνι ξυπόλυτος και δεν φτάνει που πάτησα σε κάτι φρέσκες κουτσουλιές περιστεριών, έφαγα και μια ξανάστροφη γιατί τις έφερα μέσα στο παρκέ. Καλά που δεν γλίστρησε ο παππούς να σκοτωθεί, είπε η μάνα μου.

Αυτά πρόλαβα να δω τρίβοντας τα μάτια μου, μέχρι να με τραβήξει μέσα από την μπαλκονόπορτα ο πατέρας μου, που βγήκε στις επάλξεις με το σκουπόξυλο και το κοπανούσε όπου έβρισκε φωνάζοντας: «Ένας-ένας με τη σειρά να καταλαβαίνουμε τι λέτε». Τελικά, η γιαγιά βρήκε τη λύση. Του έδωσε τη ροκάνα και αυτός άρχισε να την φέρνει γυροβολιές στον αέρα, ώστε να κάνει εκείνον τον απαίσιο κρότο σα να ήταν μυδράλιο. Έτσι το είπε ο παππούς, έτσι κατάφερε κι ο πατέρας μου να ηρεμίσει για λίγο την οχλαγωγία μπας και μπορέσει να καταλάβει επιτέλους τι είχε συμβεί. Όμως, αφού σταμάτησαν να τσακώνονται μεταξύ τους άρχισαν να τα βάζουν με τον πατέρα μου –ή έτσι μου φάνηκε, όπως είπε και η μάνα μου. Τα πρόσωπά τους έγιναν πάλι κατακόκκινα από τα ουρλιαχτά και χειρονομούσαν απελπισμένα, δείχνοντας τον πάτο του ακάλυπτου. Τελικά, με τη ροκάνα καταφέρανε να συνεννοηθούνε και επιτέλους καταλάβαμε και εμείς τι είχε γίνει. Ένας ένοικος της πολυκατοικίας μας πριόνισε όλα τα φυτά στον ακάλυπτο. Πήδηξε από το μπαλκόνι του πρώτου και θέρισε ό,τι λουλουδικό και δενδρύλλιο βρήκε μπροστά του. Τα ξάπλωσε όλα, το ένα δίπλα στο άλλο, όπως έπεφταν κάποτε τα κοτόπουλα στο κοτέτσι μετά από μεταδοτική ασθένεια, είπε η γιαγιά και συνέχισε απαθής να βλέπει τηλεόραση. Γι αυτό το λόγο φώναζαν οι συγκάτοικοι από το πρωί και οι γριές βρήκαν την ευκαιρία να τον θρηνήσουν προκαταβολικά, απ’ ότι είπε η μάνα μου αλλά δεν το κατάλαβα και καλά.

Οι άντρες της πολυκατοικίας μας, αφού σταμάτησαν οι φασαρίες, φόρεσαν τις μάσκες τους και πήγαν να χτυπήσουν την πόρτα του φταίχτη. Εκείνος δεν άνοιγε, αυτοί φώναζαν και η φασαρία μεταδόθηκε σε όλο το κλιμακοστάσιο. Παλάβωσαν τα κατοικίδια, αγανάκτησαν οι νοικοκυρές. Έβαλαν πανιά στις χαραμάδες της πόρτας τους αλλά αποτέλεσμα δεν είδανε. Ο αντίλαλος έστελνε τους ήχους μέσα στα σπίτια. Για να βρεθεί λύση με ησυχία οι άντρες μετακόμισαν στα εσωτερικά σκαλιά της εισόδου, εκεί που γίνονταν οι συνελεύσεις. Πάλι φωνές, πάλι διαφωνίες. Έσκαγαν που δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, τους έπνιγαν και οι μάσκες, στο τέλος τέντωσαν τα λάστιχα που κρέμονταν από τα αυτιά και τις κατέβασαν να κρατάνε τα σαγόνια τους, που είχαν πέσει από τις φωνές. Τότε πήρανε τις ανάσες τους και σαν από θαύμα επικράτησε η λογική και άρχισαν να μιλάνε ένας ένας.

Εγώ παρακολουθούσα τις συνομιλίες τους κρυμμένος πίσω από τον παππού. Πρώτος μίλησε ο διαχειριστής και είπε για τα σημαντικά λάθη, που είχαμε κάνει –δεν είπε ποιοι– μέχρι τώρα, παίρνοντας πρωτοβουλίες για τα θέλω των άλλων. Κάποιος άλλος είπε πως μπορεί να συμβούν και χειρότερα, γιατί δεν ξέρουμε που θα καταλήξει αυτή η κατάσταση. Ο πατέρας μου είπε πως πρέπει να είμαστε έτοιμοι για ό,τι απρόοπτο μπορεί να συμβεί, είτε καλό είτε κακό. Και μετά ο διαχειριστής ξαναείπε πως παίζουμε σε ένα έργο χωρίς σενάριο, που διαμορφώνεται ανάλογα με το τι θα συναντήσουμε στην πορεία μας. Μέχρι εκεί θυμάμαι γιατί μετά με πήρε ο ύπνος στα πόδια του παππού, που είχε καθίσει στο τελευταίο σκαλοπάτι.

Κύριε Κο Βιτ, όπως θα προσέξατε, μας συμβαίνουν δύσκολες καταστάσεις και μας απασχολούν ιδιαίτερα. Ο φταίχτης ήταν ήσυχος άνθρωπος και καλός οικογενειάρχης. Δεν ξέρω αν βάλατε το χεράκι σας για να τον παλαβώσετε ή αν ρούφηξε την παλαβομάρα από τις ειδήσεις αλλά, για κάποιον περίεργο λόγο, ενώ το βράδυ κοιμήθηκε καλά το επόμενο πρωί ξύπνησε με τα λογικά του τιναγμένα στον ακάλυπτο.   

Τελικά, επειδή κρυφάκουσα όταν ψιθύριζε η μάνα μου στον πατέρα μου, ήρθαν και τον πήραν οι άνθρωποι με τα άσπρα και μη με ρωτάς ποιοι ήταν και που τον πήγαν γιατί εγώ μικρό παιδί είμαι και δεν είναι της ηλικίας μου να μιλάω για τέτοια πράγματα. Έτσι είπε η μάνα μου.   

Πάντως, η συνέλευση αποφάσισε να βάλουμε καινούργια λουλούδια στον ακάλυπτο. 

 Συνεχίζεται…


Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

 



Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 7

  

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

Λειτουργήσατε σαν εκκεντρικός αρχάριος, λέει ο παππούς. Μας κλείσατε στα σπίτια δημιουργώντας αδιέξοδα, που δεν είχαμε καν υποψιαστεί, και μας αναγκάσατε να βρούμε διεξόδους, που δεν φανταζόσαστε. Η ζωή μας άλλαξε ξαφνικά και απροσδιόριστα. Εκεί που δεν προλαβαίναμε ν’ ανταλλάξουμε δυο γνώμες ξαφνικά βρεθήκαμε να έχουμε άφθονο χρόνο. Άσχετο αν δεν ξέραμε από την αρχή πως να τον διαχειριστούμε. Επιπλέον, δεν ήταν εύκολο αυτό αφού για να τον αξιοποιήσουμε έπρεπε πρώτα να τον προγραμματίσουμε. Εκεί που ζούσαμε ο καθένας για τον εαυτό του έπρεπε να γράψουμε την ίδια ιστορία μαζί με όλον τον κόσμο. Κύριε Κο Βιτ να το ξέρετε: Όσα μας επιβάλλετε μας κάνουν να θέλουμε, όλο και περισσότερο, να ξεφύγουμε από τη δική σας πραγματικότητα. Γι’ αυτό δεν είμαστε χαλαροί αλλά βρισκόμαστε συνέχεια σε εγρήγορση.

Αυτά, φυσικά, μου τα είπε ο παππούς μου και δεν μπορώ να πω ότι τα καταλαβαίνω όλα. Για μία εβδομάδα, αφότου γύρισε από το νοσοκομείο ήταν άλλος άνθρωπος. Δεν μιλούσε δεν συμμετείχε, δεν υπήρχε. Βρε, τι τον αγκάλιαζα, τι τον φιλούσα, χαμπάρι δεν έπαιρνε, άχυρο στο χωράφι πριν το κάψιμο. Την πρώτη μέρα της επόμενης εβδομάδας, την ώρα που έλειπαν όλοι για κάποιες εξωτερικές δουλειές και με είχαν αφήσει να τον φυλάω, κλείδωσε από μέσα την εξώπορτα και με κάλεσε για σύσκεψη στο δωμάτιό του.

Δεν χάρηκα απλά, παλάβωσα από τη χαρά μου. Πρώτα απ’ όλα μου έδωσε μία μεγάλη υπόσχεση: Στο εξής δεν θα μιλούσε σε κανέναν άλλον παρά μόνο σε μένα. Ο ενθουσιασμός μου χτύπησε το νταβάνι. Τώρα όλοι θα είχαν την ανάγκη μου. Όμως έπρεπε να συνεννοούμαστε και ο μόνος τρόπος για να μην μας καταλαβαίνουν ήταν να επινοήσουμε μια δική μας γλώσσα. Εκείνη τη μέρα ο παππούς με εκπαίδευσε στη γλώσσα των δακτύλων. Σχηματίζαμε γράμματα με τα δάκτυλά μας και με αυτά στήναμε λέξεις και προτάσεις. Ήταν αργή η διαδικασία στην αρχή αλλά εκπαιδευτήκαμε γρήγορα και κάποιες φορές παραλείπαμε τις τελικές συλλαβές, κερδίζοντας χρόνο. Δύο δείκτες παράλληλα και ο μέσος να ακουμπάει κάθετα τον απέναντι δείκτη σχημάτιζε το γράμμα «Η», ένωση δείκτη με αντίχειρα κυκλικά έφτιαχνε το γράμμα «Ο». Στην πορεία η ταχύτητα έκανε τον μπαμπά «Μπα», τη μαμά «ΜΑ», τη γιαγιά «Για» και την αδελφή μου «Βου», από το Βούλα, τις βαφές ή το βούρλο. Εγώ προτιμούσα το τελευταίο αλλά ο παππούς είχε άλλη άποψη. Τέλος πάντων, δεν θα χάλαγε η καρδιά μας από μια λεπτομέρεια. Σημασία είχε πως μόνο εμένα εμπιστευόταν ο παππούς.

Πρώτα απ’ όλα αλλάξαμε τις μάσκες μας με πολύχρωμες και χαρούμενες, που φτιάχνουν τη διάθεση.

 Συνεχίζεται…