Χριστούγεννα
Μια φορά κι έναν καιρό,
εδώ και πολλά χρόνια, τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να έρχονται. Η αρχή έγινε από
τα ψηλά βουνά. Στα μικρά χωριά οι άνθρωποι δεν νοιάστηκαν· ούτε
που κατάλαβαν την έλλειψη. Είχαν ν’ ασχοληθούν με σοβαρότερα θέματα: ν’
ανοίξουν δρόμους και να ενώσουν τις πόρτες τους, να εμποδίσουν το χιόνι να παγώνει
το νερό τους, να φέρουν από τις πλαγιές ξύλα για το τζάκι, να μεταφέρουν τους
αρρώστους τους στο νοσοκομείο της πόλης. Δεν είχαν χρόνο για γιορτές μες στο
χειμώνα. Ούτε και δουλειές είχαν.
Όταν ξάνοιξε ο καιρός
ξανοίχτηκαν κι αυτοί. Στην πόλη βρήκαν όσες δουλειές περίσσευαν και βολεύτηκαν.
Άδειασαν τα βουνά, διπλοκλειδώθηκαν τα σπίτια, ρήμαξαν τα νεκροταφεία. Έτσι, τα
Χριστούγεννα δεν έβρισκαν τόπο να σταθούν κι έπαψαν να σκαρφαλώνουν. Κύλαγαν στις
πόλεις. Εκεί οι άνθρωποι στόλιζαν τα σπίτια τους με παράξενα κεντίδια και φώτα
πολύχρωμα. Στην αρχή φώτιζαν καραβάκια στα παράθυρα· τα σπίτια μοσχοβόλαγαν
γλυκές μυρουδιές. Ύστερα ήρθαν νέες μόδες τα καραβάκια παροπλίστηκαν και στη
θέση τους μπήκαν τα ψεύτικα δέντρα. Οι χωριάτες έγιναν αστοί και ανήμερα τα Χριστούγεννα
δεν πήγαιναν στην εκκλησία, κοιμούνταν. Γιόρταζαν, όμως, την παραμονή των
Χριστουγέννων· έβαζαν τα καλά τους και πήγαιναν σε χορούς, γλέντια και
φαγοπότια. Κι όταν μαζεύονταν πολλοί και δεν χώραγαν στα σπίτια πήγαιναν στα
μαγαζιά.
Όσο περνούσε ο καιρός και
οι γιορτές πλήθαιναν μεγάλωναν και τα μαγαζιά για να χωράνε τον κόσμο. Οι άνθρωποι έτρωγαν, χόρευαν και τραγουδούσαν δεν είχαν προβλήματα. Δούλευαν,
αμείβονταν και μπορούσαν ν’ αγοράσουν ότι ήθελαν. Σε κάθε γιορτή αντάλλασσαν μεταξύ τους δώρα . Κι όσο αγόραζαν
τόσο ξεφύτρωναν καινούργια μαγαζιά με δώρα. Γέμισε ο τόπος με κάθε λογής πραμάτεια. Τα δώρα της παραμονής των
Χριστουγέννων ήταν ακριβά, διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά, με φανταχτερούς
φιόγκους. Ο ανταγωνισμός έγινε μεγάλος και τα μαγαζιά για να ξεχωρίζουν μεταξύ
τους έβαλαν κάτι μικρά σημαδάκια πάνω στα χαρτιά περιτυλίγματος, που φανέρωναν
την προέλευση του δώρου. Όσο πιο γνωστό ήταν ένα μαγαζί τόσο και πιο ακριβά
πουλούσε τα δώρα του και γινόταν διάσημο. Κι όσοι ψώνιζαν απ’ αυτό γίνονταν σεβαστοί.
Οι άνθρωποι ξόδευαν πολλά χρήματα σε δώρα. Δεν είχαν σημασία οι γιορτές ούτε το είδος του δώρου αλλά το σημαδάκι του μαγαζιού που το πουλούσε. Και ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη τους να ξεχωρίσουν, που ξέχασαν ακόμα και τα Χριστούγεννα.
Τα μαγαζιά έβαλαν
σημαδάκια παντού, ακόμα και στα ρούχα, και όσοι είχαν τα ίδια σημαδάκια γίνονταν
μια παρέα, πήγαιναν στα ίδια μέρη, έτρωγαν τα ίδια φαγητά, έκαναν τα ίδια
πράγματα και γελούσαν με τα ίδια αστεία. Με τον καιρό έγιναν τόσο ίδιοι που δεν
ξεχώριζαν μεταξύ τους. Αυτό δεν τους απασχολούσε μέχρι που όλα έγιναν
προβλέψιμα και οι γιορτές ανιαρές. Πρώτα άρχισαν να βαριούνται, αργότερα να
λυπούνται και στο τέλος σταμάτησαν να γιορτάζουν και απομονώθηκαν.
Μαζί με τις γιορτές
σταμάτησαν και τα δώρα. Τα μαγαζιά έκλειναν το ένα μετά το άλλο. Οι άνθρωποι
έχαναν τις δουλειές τους, γίνονταν φτωχοί. Δεν μπορούσαν ν’ αγοράσουν ούτε
φαγητό για τα παιδιά τους. Άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους, να κλέβει ο ένας
τον άλλον, να σκοτώνονται. Τότε θυμήθηκαν τα χωριά τους και άρχισαν να
επιστρέφουν. Τα σπίτια γέμισαν, καθαρίστηκαν οι χορταριασμένες αυλές, άνοιξαν
οι πόρτες και ξεχύθηκαν οι μυρουδιές της ζωής. Τα πρώτα Χριστούγεννα ήρθαν
χιονισμένα, αλλά οι άνθρωποι δεν νοιάστηκαν· είχαν τόσα πολλά να κάνουν και
πρώτα απ’ όλα να θάψουν τ’ άσχημα όνειρα και ν’ αναστήσουν τη ζωή τους.
κα.πα.