Στις 30 του Σεπτέμβρη η Κατερίνα
Παπαδημητρίου ανάρτησε στο fb
το
παρακάτω ποίημά της:
Εγώ τις λέξεις τις περίσσεψα
να φτάσουν, να χορτάσουν
κι όταν δεν είχαν πια προορισμό
τις μοίρασα
μα όσο κι αν πάσχισα να τις γυαλίσω
θολές κι ανήλιαγες
μέσα απ' τα δάχτυλα
μέσα απ' τα δόντια
γλιστρούν
μου απομένουν σύμφωνα
σε συμφωνίες παλίνδρομες
με οδηγούν
να συσκευάζω ρήματα
σε υποτακτικές αθέλητες
δεν μου ανήκουν
οριστικές απάτητες
λέξεις ποινές
λέξεις να φταις...
Στο μυαλό μου κόλλησαν οι δύο τελευταίοι στίχοι, «Λέξεις ποινές, λέξεις να φταις...». Τριγύριζαν σφυρίζοντας εκδοχές διάφορες μέχρι που άρχισα ν’ ανησυχώ για τη συνέχεια. Και τότε, το χέρι μου, το δεξί για την ακρίβεια, άρχισε να γράφει μόνο του. Μπορεί αυτό να σημαίνει ότι σκέφτομαι με το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου μου, ή πως η συγκεκριμένη διαδικασία έγινε γι' αποφόρτιση. Όπως και να έχει, δεν μπορώ να υπολογίσω πόσο κράτησε.
Εκείνο το βράδυ δεν είπα καληνύχτα στο χαρτί, ούτε έσβησα το φως. Το επόμενο πρωί θρήνησα μία αναχώρηση. Τις δύο επόμενες μέρες, το μπλοκάκι μου κούρνιαζε κάτω από το κρεβάτι μαζί με το μολύβι του. Την τρίτη μέρα, κάποια στιγμή, πάτησα μια άκρη του, που εξείχε και το μάζεψα. Στο πάνω μέρος της σελίδας το γραπτό εκείνης της νύχτας με κορόιδευε. «Δεν είμαι εγώ που το ’γραψα», είπα όταν το ξαναδιάβασα. Γιατί να το γράψω, άλλωστε; Αυτό, εκεί, επέμενε να μου δείχνει τη γλώσσα του.
Αγρίεψα κι άρχισα να παλεύω μαζί του. Το πλάκωσα με ένα βαρύ βιβλίο αλλά ξεμύταγε από το πλάι. «Εδώ είμαι», μου έγνεφε. Το πέταξα στο πάτωμα, το πάτησα, το τίναξα. Ούτε γράμμα δεν ξεκόλλησε να πέσει. Όσο κι αν το βασάνιζα αυτό υπέμενε, σαν προετοιμασμένο.
Σήμερα το πρωί αποφάσισα να το ξαναδώ. Παλέψαμε, αντιστάθηκε, επέμεινα μέχρι που συνεργάστηκε και νόμισα πως το νίκησα. Για να δούμε. Θα σταθεί;
να θες
λέξεις ποινές, λέξεις να φταις,
μου λες πως σε πονάνε
αίμα σου τάζουνε σκυφτές
κι άγρια σε χτυπάνε
τους φόβους σου παράτησες
σε κρίσεις κι επικρίσεις
στον κόρφο σου τις κράτησες
μήπως και τις κερδίσεις
ρήματα σ' υποτακτικές
να συσκευάσεις όρμησες
θα σφίξεις τις προστακτικές
μέσα απ' τα δόντια νόμισες
δεν στάθηκαν οι κλητικές
ξέφυγαν οι παλίνδρομες
στα δάχτυλά σου οι αμυχές
δαγκωματιές αμφίδρομες
κι όσες στρυφνές κι ανοίκειες
με πείσμα τις πολέμησες
δεν είχαν επιείκειες
άκαμπτες, δεν τις γκρέμισες
κι αν τέτοιες λέξεις ζήταγες
να τις μετράς, δεν φτάνουν,
είναι θολές κι ανήλιαγες,
ανάγκες να ζεστάνουν
μα, άλλες υπάρχουνε πολλές
λέξεις, να θες τις λένε
δεν είναι κούφιες και θολές
χαμογελούν δεν καίνε
λέξεις να θες, που στην ψυχή
ταιριάζουν, δεν πονάνε
δεν έχουν ανθρωπιά ρηχή
και μάσκες δεν φοράνε
αυτές τις λέξεις τα παιδιά,
μόνο, τις ανασταίνουν
είναι γλυκές και στην καρδιά
κουρνιάζουν κι ανασαίνουν
όταν τις φτάσεις να σταθείς
να μην τις προσπεράσεις
στα γκέμια τους αν κρατηθείς
αντίπερα θα φτάσεις
Αφιερωμένο στην Κατερίνα Παπαδημητρίου, με πολλά ευχαριστώ.
Η Κατερίνα Παπαδημητρίου είναι Εκπαιδευτικός Ειδικής Αγωγής και Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας