Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020





Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 6

  

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

Δεν μπορείτε να πείτε ότι δε σας προειδοποίησα. Εσείς όμως όσο μεγαλώνει η μεταξύ μας απόσταση τόσο πιο άπληστος γίνεστε. Έχω καταλήξει πως ή δεν καταλαβαίνεται τι σας γίνεται (επιστημονικά είστε μειωμένης αντιλήψεως –το άκουσα να το λέει ο πατέρας μου και το έψαξα στο Google) ή δεν με υπολογίζετε. Δεν θα το ξαναπώ!

Τελευταία, έχετε πάρει πολύ αέρα. Μας βρήκατε μπόσικους και μας κοπανάτε με ανακοινώσεις φοβιστικές. Χάσκουμε με το στόμα παξιμάδι και την αβεβαιότητα στο βλέμμα. Είναι στιγμές που μπροστά σε κάτι απρόβλεπτο χάνουμε το κουράγιο μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως καταθέτουμε τα όπλα. Το ξάφνιασμα είναι στιγμιαίο, από το σοκ ή την αμηχανία, που προηγείται από τον κάθε ανασχηματισμό. Μετά θα  ανασκουμπωθούμε και μόλις ανασυγκροτήσουμε τις δυνάμεις μας μαύρο φίδι που σας έφαγε κύριε Κο Βιτ. Προς το παρόν παρατηρούμε και την παραμικρή λεπτομέρεια –τι άλλο έχουμε να κάνουμε άλλωστε– και καταλαβαίνουμε περισσότερα απ’ όσα νομίζετε. Να, όπως σήμερα, κακή ώρα δηλαδή.

Κρύωσε ο καιρός. Βγήκανε τα κομπινεζόν στα σύρματα (κομπινεζά τα λέει η γιαγιά μου αλλά η μάνα μου τη διορθώνει πάντα). Έβαλε το χοντρό μπουφάν ο παππούς και στήθηκε στην πόρτα σαν το σκυλί όταν θέλει να βγει για την ανάγκη του. Ήθελε να περπατήσει, είπε στη μάνα μου, που εκείνη τη στιγμή τύλιγε ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα. Αυτή για να μη του χαλάσει το χατίρι έστειλε και την αδελφή μου μαζί του. Με το ζόρι τη σήκωσε από τον καναπέ –είχε αρχίσει πάλι να βάφει τα νύχια της. Τον λυπάται η μάνα μου τον πεθερό της και κάνει ό,τι μπορεί για να νιώθει όμορφα. Δεν φταίει αυτή που η αδελφή μου χάζευε στο κινητό και δεν πήρε είδηση πως ο παππούς έστριψε σε άλλο στενό. Το κακό είναι πως γύρισε στο σπίτι χωρίς αυτόν. Ξαμοληθήκαμε όλοι στους δρόμους και δεν σκεφτήκαμε ούτε μάσκες ούτε δικαιολογητικά έγγραφα. Η μάνα μου παράτησε τα ντολμαδάκια ατύλιχτα και η γιαγιά ένα ντοκιμαντέρ για αγριόφρυνους. Εγώ δεν είχα κάτι να παρατήσω μόνο τους ακολούθησα, το ίδιο και η αδελφή μου με τα νύχια μισοβαμμένα. Και που δεν τον ψάξαμε. Άφαντος. Ο πατέρας έπεσε σε βαθιά μελαγχολία· δεν ξέραμε τι να τον κάνουμε. Ό,τι και να λέει τον αγαπάει τον παππού.

Αργά το απόγευμα μας τηλεφώνησαν από ένα νοσοκομείο να πάμε να τον πάρουμε. Δεν μας έβρισκαν νωρίτερα είπαν· ο παππούς είχε πάθει μια ελαφρά διάσειση –διάσταση επέμενε ο  ίδιος– από το πέσιμο και δεν θυμόταν τη διεύθυνση. Η αδελφή μου λέει πως το έκανε επίτηδες για να χαζεύει όσους πήγαιναν στις πρώτες βοήθειες. Ο παππούς όμως δεν το παραδέχεται και της δείχνει τα δέκα ράμματα, που του έκαναν στο κεφάλι αφού έβγαλαν την πέτρα που είχε σφηνώσει στα μαλακά. Είδαν κι έπαθαν γιατί ο παππούς νομίζοντας πως ήταν καρούμπαλο το πατούσε δυνατά και την έχωνε όλο και περισσότερο στο κεφάλι του. Το κυριότερο είναι ότι από τις εξετάσεις που του έκαναν δεν βρέθηκε θετικός στο δηλητήριό σας. Αυτό είναι μία νίκη. Κανένας στο σπίτι μας δεν είναι θετικός στον ιό. Μόνο εσείς δεν θέλετε να καταλάβετε και συνεχίζετε να μας τριγυρίζετε.

Συνεχίζεται…

 

 

 

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

 





Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 5

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

Σήμερα ο πατέρας μου καθαίρεσε από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου όλα τα χαϊμαλιά και κρέμασε δύο μάσκες. Όχι αποκριάτικες, θαλασσιές. Από αυτές που πούλαγε το σουπερμάρκετ σε τιμή προσφοράς. Για ώρα ανάγκης, είπε. Η μάνα μου μόλις τις είδε γκρίνιαξε πως ήταν ίδιες με εκείνες που έδειξε η τηλεόραση, στο ρεπορτάζ για τα φασόν από την Ινδία, πεταμένες στο πάτωμα, αλλά ο πατέρας μου τη γείωσε και πήγε και ξάπλωσε νωρίς. Εκείνη φώναξε κάμποσο για την τύχη της και την ξεροκεφαλιά του αλλά στο τέλος, αφού δεν της αντιμίλησε κανείς, πέταξε ένα «Εγώ δεν θα την ακουμπήσω ποτέ στο πρόσωπό μου αυτή την αηδία» και το έριξε στο σιδέρωμα. 

Δεν ξέρω πότε ο πατέρας μου απέκτησε την εμμονή με τις μάσκες. Σήμερα είδε έναν νεκροθάφτη της κυβέρνησης, που εκφωνούσε τις νεκρολογίες στην τηλεόραση, και ζήλεψε τη μάσκα του. Μαύρη ήταν σαν αυτές που φοράνε τα κοράκια όταν μεταφέρουνε φέρετρα στο Πρώτο Νεκροταφείο. Στη θέση της μύτης είχε ένα σίδερο, που κρατούσε το ύφασμα τεντωμένο και άφηνε τον αέρα να μπαίνει μια χαρά. Είμαι σίγουρος γιατί τον παρακολούθησα και δεν έδειχνε να ζορίζεται όπως όλοι μας όταν φοράμε τις μάσκες του εμπορίου. Άσε που σε κάθε εκπνοή ένα «παφ» έκανε τη μάσκα να χάσκει από τα πλαϊνά και άφηνε τον σκοτωμένο αέρα να φεύγει εύκολα. Τέτοια μάσκα θέλω να πάρω, είπε ο πατέρας μου. Τέτοια του είπα να πάρει και για μένα.

Η γιαγιά πάλι στον κόσμο της δεν είπε τίποτα· μέτραγε τις κάμπιες που κρέμονταν σαν τσαμπιά από σταφύλια μέσα στο πλάνο του National Geographic στο συνδρομητικό κανάλι. Όλο αηδίες βλέπει αυτή η γυναίκα. Όπου δει χρώμα έντονο στήνεται. Την άλλη φορά παρακολουθούσε έναν χαμαιλέοντα που άλλαζε αποχρώσεις με κάθε μετακίνηση και πατούσε το τηλεκοντρόλ να επισπεύσει την αλλαγή. Η αδελφή μου πέταξε ένα: «Ά, ωραίο πράσινο για ορειβασία. Πού το είδε το ωραίο πράσινο και πού την ορειβασία; Το μυαλό της μόνο το κατάλαβε. Από τους υπόλοιπους κανένας· ούτε που ασχοληθήκαμε δηλαδή. Η αλήθεια είναι πως όσο την αγνοούμε τόσο πιο ήσυχη κάθεται. Αρκεί να μην σκυλοβαρεθεί και αρχίσει ν’ ανακατεύει τα χρώματα και τα διαλυτικά για τα νύχια της γιατί μας βλέπω να παίρνουμε απολυτήριο όλοι μαζί και δεν έχουμε που να μεταναστεύσουμε τώρα με την καραντίνα. Για να την προλάβω, σκέφτηκα να της δώσω ιδέες να βάφει τις μάσκες της πολύχρωμες αλλά το κρατάω για τη στιγμή που θ’ αρχίσει πάλι να γκρινιάζει.

Ο παππούς δεν πήρε χαμπάρι· ροχάλιζε στον καναπέ, δίπλα στη γιαγιά, και τρόμαζε στον ύπνο του. Τις προάλλες, για να μη μας ζαλίζει με το παραμιλητό, του φορέσαμε μία μάσκα χειρουργική και κόντεψε να πνιγεί. Πάλι καλά που δεν την κατάπιε. Η γιαγιά μου ούτε ν’ ακούσει δεν θέλει για μάσκα. Βρε καλή μου, βρε ανάποδή μου παλουκώσου να σου τη στερεώσω στ’ αυτιά, μην πάρω κανένα συρραπτικό και σου την καρφώσω, ωρύεται η μάνα μου. Τίποτα. Διαφωνεί με το χρώμα· δεν της αρέσει ούτε το λευκό ούτε το θαλασσί. Τι να κάνει και η μάνα μου, έραψε μερικές μάσκες καταπράσινες σαν κάμπιες και ησυχάσαμε για λίγο. Μετά, η γιαγιά ήθελε κόκκινες της φωτιάς και αφού τις βαρέθηκε κι αυτές κατέληξε στον καναπέ να μετράει πόσοι βγάζουν τη μύτη τους έξω από τη μάσκα σε κάθε εκπομπή και να φωνάζει «Τώρα θα τη βγάλει, τώρα θα τη βγάλει». Τώρα, ψάχνουμε κι εμείς χρώμα για να τη δελεάσουμε, μιας και ο γιατρός είπε να περπατάει οπωσδήποτε, μην καταντήσει σε καροτσάκι από την ακινησία. Όμως, δεν μπορεί να βγει στο δρόμο χωρίς μάσκα. Κι όπως λέει και η μάνα μου: «Σάμπως έχουμε τρακοσάρια να πληρώνουμε πρόστιμα;». 

Κύριε Κο Βιτ, με όσα συμβαίνουν στο σπίτι μας βλέπω τη μεταξύ μας απόσταση να μεγαλώνει. Και όσο περνάνε οι μέρες τόσο πιο αδιάφορος γίνεστε. Προσέξτε και θα δείτε πως έχουμε καλύτερα πράγματα ν’ ασχοληθούμε από το να σας ακούμε. Πρώτα απ’ όλα να αλλάζουμε τις μάσκες μας με πολύχρωμες, που φτιάχνουν τη διάθεση χαρούμενη.

 


Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

 



Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 4

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

Σήμερα είχε έναν καλό ήλιο σαν ελπίδα που συνεχίζεται. Δεν χρειάστηκε ν’ ανάψουμε κεριά για να ζεστάνουμε τις καρδιές μας. Έχει δίκιο ο παππούς μου όταν λέει πως όσο πιο πολλοί στενοχωριόμαστε για τον ίδιο λόγο τόσο μικραίνει η στεναχώρια μας. Τελικά, κάτω από την τρέλα του κρύβει μεγάλη σοφία. Εκτός αν αυτή η τρέλα είναι η ίδια η σοφία που θρέφει την αλήθεια του.

Μέσα στην οικογένεια είμαστε δεμένοι με τον τρόπο μας. Εντάξει, η γιαγιά ξεφεύγει που και που αλλά όταν συνέρχεται είναι μια χαρά. Στα δύσκολα αφήνουμε πίσω ό,τι απασχολεί τον καθένα προσωπικά και επιστρατεύουμε το κουράγιο μας για να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Τα αποτελέσματα θα φανούν στην πορεία, λέει η αδελφή μου όταν συνέρχεται από την έκσταση του βερνικιού που βάφει τα νύχια της και μαστουρώνουμε οικογενειακώς. Δεν μπορώ να καταλάβω την πολυχρωμία τους και φυσικά τη χρησιμότητά τους, με μέγεθος και σχήμα σαν εκείνα του αρπακτικού. Είχα πάντα την απορία πως καταφέρνει να σκουπίζεται στην τουαλέτα χωρίς να μαχαιρώνεται, όμως όταν τη ρώτησα τα έμπηξε στην καρωτίδα μου και είδα κι έπαθα για να της ξεφύγω. Από τότε, για να βρω μια άκρη άνοιγα την πόρτα της τουαλέτας χωρίς να χτυπάω. Εκείνη ούρλιαζε αλλά εγώ έβρισκα διάφορες δικαιολογίες και έλεγα πολλές συγνώμες. Ώσπου, μια μέρα έπεσα πάνω στη μάνα μου, την είδα ξεβράκωτη και έφαγα της χρονιάς μου. Έτσι το έκοψα.  

Γενικά, στην οικογένεια πορευόμαστε αισιόδοξοι και δημιουργικοί. Ο πατέρας κάνει προσπάθειες να ξεκολλήσει από το διαδίκτυο αλλά η χαρά δεν τον αφήνει. Μέχρι τώρα, έχει καταφέρει να συνδυάζει δουλειά και ευχαρίστηση. Τι άλλο θέλει ο άνθρωπος, λέει και ξαναλέει, παρά να μπορεί να επιλέγει τον χρόνο και τον τόπο που θα εργαστεί, τους πελάτες και τους συνεργάτες του. Θεωρεί σημαντικό να επιβλέπει την παραγωγή του από το σπίτι, ώστε δεν τον ενοχλεί να πηγαίνει καμιά φορά και στο γραφείο. Έχουν αρκετά κοινά με την αδελφή μου. Εκείνη επιλέγει χρώματα για τα νύχια της κι εκείνος χρωματιστά τραγούδια για τη ζωή του. Κάθε φορά που τραγουδάει τον ρωτάω αν είναι ευχαριστημένος με την κατάσταση που βιώνουμε. Εκείνος χαμογελώντας μου λέει πως όλα θα πάνε καλά και μου κλείνει το μάτι με νόημα. Εγώ όμως έχω ένα φόβο, πως ό,τι και να γίνει το κακό που ξορκίζουμε θα έρθει αργότερα. Όταν θα χαλαρώσουμε.

Τον τελευταίο καιρό έχω πάψει να περιμένω το καλύτερο. Κάποιες φορές, όταν η αλήθεια δεν είναι απαραίτητη, λέω ψέματα και στον εαυτό μου και στους άλλους. Ψέματα που στομώνουν τις εντάσεις και τον πόνο. Δεν το προγραμματίζω, αναβλύζει από μέσα μου εντελώς φυσικά, σαν άμυνα, σαν οφειλή σε όσους περιμένουν μια καλή είδηση. Αυτό έγινε και απόψε, όταν η αίσθηση του εφήμερου και του προσωρινού μπήκε μέσα στην καθημερινότητά μας με την αδιαθεσία του παππού. Τελικά, κρίση ήταν και πέρασε κι όταν ήρθε η ώρα ο πατέρας μας έστειλε όλους για ύπνο.

«Για να κάνουμε και λίγη οικονομία» είπε ανακουφισμένος που θα έβλεπε πολύχρωμα όνειρα.

Συνεχίζεται…

 

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

 




Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 3

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

 Μια χαρά γνωριζόμαστε. Δεν χρειάζεται να ξανασυστηθούμε. Τα συναισθήματά μου για σας είναι γνωστά. Τα δικά σας πάλι άφαντα. Άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να κρύβω λόγια. Θα μου πείτε, εδώ τα βγάλαμε όλα στην μπερλίνα κι εσύ παίζεις κρυφτό με μάσκα; Ε, έχετε κάποιο δίκιο αλλά πρέπει να κρατάω και άμυνα. Γιατί, κύριε Κο Βιτ δεν μου αφήνετε πολλά περιθώρια. Σας βλέπω στον ύπνο μου με διάφορα προσωπεία και τινάζομαι. Προχθές έδωσα μια κλοτσιά στο πάπλωμα και το έστειλα απέναντι στη γιαγιά μου, που προσευχόταν για την εξαφάνισή σας. Τρόμαξε η καημένη και άρχισε την προσευχή της από την αρχή. Σκεφτείτε να είχε αρπάξει καμιά αδέσποτη και τώρα να έτρωγε χώμα στην αυλή. Είδατε τι με κάνετε και λέω; Την αγαπάω τη γιαγιά μου, κι εκείνη με αγαπάει, πολύ. Πίνει νερό στο όνομά μου. Λέει πως με την εξυπνάδα μου θα κατακτήσω πολλές κορυφές. Κι όταν γκρινιάζω, γιατί αυτό αργεί να γίνει, με συμβουλεύει να μη βιάζομαι και να μην αφήνω το ενδιαφέρον μου να ξεθυμαίνει αλλά να περιμένω να ξεμπερδέψουμε πρώτα από σένα.

 Αγανακτώ, κύριε Κο Βιτ, γιατί όλο μπροστά μου σας βρίσκω. Εσείς με καθυστερείτε να προλάβω το μέλλον μου. Γι’ αυτό εκνευρίζομαι και τσιρίζω και μόλις με ακούει η γιαγιά μου αρχίζει να φωνάζει και αυτή. Λέει να μην σε αφήσω να απομαγεύεις τη ζωή μου ούτε να κάνεις το δέος μου γι’ αυτή να σέρνεται. Λέει και άλλα πολλά, που εγώ δεν καταλαβαίνω, και την αποπαίρνω μπας και σταματήσει. Τότε η γιαγιά μου εκνευρίζεται και αρχίζει να με κυνηγάει με την παντόφλα κι επειδή δεν βλέπει καλά κοπανάει όποιον βρεθεί μπροστά της. Ο πατέρας μου της λέει να σταματήσει το θέατρο και να βγάλει τα βαμβάκια, που στουπώνει στη μύτη της για να μην περνάει η μόλυνση μέσα, και να πάψει ν’ αναπνέει από το στόμα με καλαμάκι τυλιγμένο σε τουλουπάνι. Όμως η γιαγιά μου τον κατσαδιάζει· του λέει ν’ αφήσει τα ραπανάκια που καλλιεργεί στη διαδικτυακή φάρμα και να μαζέψει τον πατέρα του, που ανοίγει τρύπες στο μωσαϊκό του μπαλκονιού για να φυτέψει κρεμμύδια. Ας είναι καλά το σκυλί, λέει, που τα ξεριζώνει.

 Συχνά, του τα σούρνει η γιαγιά μου για τις επιλογές του και ιδιαίτερα για τη μάνα μου, που την κατηγορεί ότι δεν πλένεται για να μην ανοίξουν οι πόροι του δέματός της και περάσει ο ιός. Αλλά σήμερα δεν είπε τίποτα σχετικό αφού είχε ν’ ασχοληθεί με τη θεία μου, που όλη μέρα ξεσήκωνε πατρόν από τα μπούρντα που είχε βρει στο πατάρι.

 «Είναι παλιακά, δεν είναι της μόδας» της έλεγε η μάνα μου, που είναι και η μεγαλύτερη αδελφή της.

«Θα γίνουν καινούργια μόδα μετά τον πόλεμο» φώναζε η γιαγιά, που κάποιες φορές καταλαβαίνει.

 Το καταλαβαίνουμε κι εμείς ότι καταλαβαίνει όταν καθαιρεί την παντόφλα από λάβαρο και την αφήνει να πέσει στο πάτωμα αλλά το χέρι της μένει μετέωρο. Και τότε πέφτει μεταξύ μας μια αμηχανία, που την καταλαβαίνει η γιαγιά και αρχίζει να ασχολείται πάλι μαζί μου.

 Συνεχίζεται…

 


Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

 




Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 2

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

Να είστε σίγουρος ότι θα συνεχίζω να εύχομαι την απουσία σας και όταν δεν θα υπάρχετε. Μπορεί αυτό να το πείτε εμμονή και ίσως να έχετε δίκιο. Όμως, η ξαφνική παρουσία σας στη ζωή μου έχει επηρεάσει αρνητικά τα συναισθήματά μου και δεν μπορώ να τα αλλάξω· ούτε και θέλω. Αποφεύγω ν’ ακούω τις ειδήσεις από την τηλεόραση –πάντα θα έχω τον φόβο μήπως και μάθω καλά νέα για σας. Όταν ο παππούς μου σηκώνεται και δυναμώνει τη φωνή της συσκευής περιμένω να καθίσει πρώτα και μετά την χαμηλώνω από μακριά με το τηλεκοντρόλ που έχω κρύψει στην τσέπη μου. «Βγάλε το μπουφάν σου μέσα στο σπίτι, παιδάκι μου. Θα λιώσεις» φωνάζει η μάνα μου αλλά ο πατέρας μου, που έχει πάρει είδηση τι έχω μηχανευτεί, της λέει να με αφήσει ήσυχο να κάνω τη δουλειά μου. Εκείνη δεν καταλαβαίνει τι εννοεί αλλά δεν ρωτάει. Ίσως να νομίζει πως με απασχολεί από το διάβασμα.

Έχει σαλτάρει ο καημένος ο παππούς γιατί νομίζει πως χάλασε πάλι το ηχείο της τηλεόρασης. Ο μπαμπάς μου του είπε πως δεν έχουμε άλλα λεφτά για να την φτιάξουμε πάλι –δικός του μπαμπάς είναι, ας κάνει ό,τι θέλει. Αυτά είναι μαθήματα ζωής κι εγώ τα κρατάω γι’ αργότερα, όταν θα γεράσει κι εκείνος και δεν θα ακούει. Αν μας είχε πάρει είδηση η μάνα μου θα μας είχε χειροτονήσει και τους δύο, γιατί τον αγαπάει τον παππού. Βλέπετε, κύριε Κο Βιτ, εκείνη δεν γνώρισε τον δικό της πατέρα και έχει υιοθετήσει τον πεθερό της. Γι’ αυτό τον προσέχει σαν τα μάτια της. Μην τον περιλάβετε και του αλλάξετε τα πετρέλαια. Είναι κρίμα και γι’ αυτόν και για εκείνη αλλά και για τον πατέρα μου, που είναι και γιος του.

Μην αναρωτιέστε για μένα. Φυσικά και τον αγαπάω τον παππού μου κι ας μου κάνει δύσκολη τη ζωή. Να φανταστείτε ότι μας έχει βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι. Με ζορίζει τόσο να φοράω τη μάσκα μου, να πλένω συνέχεια τα χέρια μου και να βάζω κάθε λίγο και λιγάκι αντισηπτικό. Το δέρμα μου  έχει ανοίξει από τα χημικά και έχει κάνει πληγές. Πλαστικά γάντια δεν μπορώ να φορέσω γιατί με πιάνει φαγούρα. Αν δεν φοβόμουν μήπως με γραπώσετε και σας μεταδίδω από καρέκλα σε καρέκλα και από πόμολο σε πόμολο θα σας είχα γραμμένο με καλλιτεχνικά γράμματα, κύριε Κο Βιτ μου. Αλλά βλέπετε αγαπάω τους δικούς μου παρότι μου αρέσει –τι μου αρέσει; τρελαίνομαι, με την καλή πάντα έννοια– να παίζω μαζί τους κοροϊδεύοντας τους φόβους και τις αδυναμίες τους. Δεν θέλω να αρπάξω καμία άκρη σας, που λέει και η γιαγιά μου, να τους κολλήσω και να τους στείλω στον αγύριστο.

Αυτά εσείς, βέβαια, ούτε τα καταλαβαίνετε ούτε σας απασχολούν. Όμως που θα μου πάτε. Δεν θα ξεφύγετε από μένα. Σας έχω βάλει κι εγώ στο μάτι.

 

Συνεχίζεται…    

 

 

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020


 


Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-Ομολογίες 1


Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα. 


Δεν συνηθίζω να απευθύνομαι στους άλλους προσβλητικά αλλά δεν σας συμπαθώ και δεν έχω καμία διάθεση να το κρύψω. Θα σας συστηθώ με τα αρχικά μου. Είμαι αγόρι και για σας θα είμαι ο Α.Χ., προς το παρόν η και για πάντα, εξαρτάται από τη συμπεριφορά σας. Σημειώστε αυτά τα δύο γράμματα. Δεν προέρχονται από το κανονικό μου όνομα αλλά δεν θα σας το αναφέρω· το φυλάω καλύτερα από τα ρούχα μου. Άλλωστε, και να το έκανα δεν θα είχε σημασία, για σας είμαι και θα είμαι ένας αριθμός. Φυσικά και δεν είστε υποχρεωμένος να με γνωρίζετε. Εξάλλου, η θέση σας είναι επιθετική. Εδώ, δεν κάνετε εξαίρεση για τις παλιές σας γνωριμίες θα σεβαστείτε τις καινούργιες;  

 

Μπήκατε ξαφνικά στη ζωή μου και της αλλάξατε τα φώτα. Την τραντάξατε, την αναστατώσατε, την κάνατε άνω κάτω. Την αφυδατώσατε. Το μόνο που σας μένει είναι να την ξεριζώσετε. Αλλά δεν θα σας το επιτρέψω, να το ξέρετε. Δεν θα σας κάνω το χατίρι. Θα αντισταθώ με όλες τις δυνάμεις μου, μέχρι θανάτου. Ακόμα και τότε θα σας έχω νικήσει, γιατί το να με νικήσετε εσείς δεν το βλέπω. Δεν μπορείτε, είμαι πιο δυνατός απ’ όσο νομίζετε. Ίσως, κάποιες φορές, να κερδίσετε ευχαρίστηση ταλαιπωρώντας με. Μπορείτε να σακατέψετε το σώμα μου, να σαπίσετε τα σωθικά μου αλλά την ψυχή μου δεν μπορείτε να την αγγίξετε, κύριε Κο Βιτ.

 

Ναι, το πιστεύω αυτό που σας λέω και μη γελάσετε σαρκαστικά. Μπορώ να το αποδείξω με μία πρόταση αλλά δεν θα το κάνω ακόμα. Θα το αφήσω να έρθει στην ώρα του. Δεν θα σας διευκολύνω. Πρώτα θα με ακούσετε.

 

Συνεχίζεται…