Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014







Το δικό μου παραμύθι

Κλείνω τα μάτια στις πριγκίπισσες
κι αρμέγω τις κακίες των μαγισσών
απ’ των παιδιών τις μνήμες.
                                  Παρεξηγημένες  περιμένουν,                                 
μέσα απ’ τα χρόνια τη δικαίωση.
Κι οι άλλες οι αθώες
ξεδιάντροπα διεκδικούν αποδοχή.
Αχνή η γραμμή της θύμησης,
τις παιδικές μου πλάνες διαγράφει.
Βαθειά η κόψη της  πληγής με κλείνει
εκεί που η αλήθεια ενώνει
το μύθο με την πίστη.
Τι έμαθες απ τη ζωή; Ρωτάει.
Θάλασσα είναι που ξεπλένει λάθη.


Αναρτήθηκε απο την κα. πα.
Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014



.-.




Η μόρα


Μ’ άσπρο άλογο καλπάζεις
μυστήριο εξαπτέρυγο αιωρείσαι 
και πας όπου σε στέλνει το ταξίδι.
Άδικα πάνω στην ελπίδα ακουμπάς
ν’  απαλλαγείς από τη μόρα,
που σ’ αρπάζει όταν τα μάτια κλείνεις. 
Ταλαίπωρος τον κόσμο κι αν γυρίζεις
κανένας   δεν μπορεί να σε λυτρώσει.
Τυχαία συναντάς ράφτη που νυχτερεύει.
Στα πόδια του κουρνιάζεις,  
                          να σε φυλάει του ζητάς,                            
να κλέψεις λίγο ύπνο από τη νύχτα.
Μα όταν τα μάτια σου έκλεισαν
την κάπα που σε σκέπαζε
κάτασπρη τρίχα κύκλωσε, σαν φίδι
γύρω σου αναδιπλώνεται.
Σε είδε ο ράφτης που έτρεμες 
ίδιος κερί αναμμένο
και την κλωστή που τύλιγε
τους φόβους στο κορμί σου
με το ψαλίδι έκοψε στα δυο.
Κι έπαψε να σαλεύει αυτή
και ησύχασες και συ παραδομένος.    
Όταν η μέρα χάραξε
κι από τον ύπνο χορτασμένος
πήγες ταξίδι να ετοιμάσεις
βρίσκεις στα δυο το ζωντανό κομμένο.
Ούτε που το φαντάστηκες πως μόρα
ήταν το άλογο που ‘χες συνοδοιπόρο
κι όσο κι αν έδειχνε λευκό
από μέσα ήταν μαύρο.
-.-

Αναρτήθηκε από την Κατερίνα Παναγιωτοπούλου 
Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014



Σάββατο 7 Ιουνίου 2014









Επιστροφή από την Τροία

Κουρασμένος από αγάπες υστερόβουλες
κι ανάξιες θυσίες, πατάω στη γη
των παιδικών μου χρόνων.
Κατέκτησα τον πόνο και τη χαρά μαζί.
Ξεχάστηκα σ’ αναζητήσεις στείρες,
χόρτασα λόγια θεϊκά κι ανίερες πράξεις.
Φοβήθηκα την τύχη του Πάτροκλου
μετά την ταφή του Σαρπηδόνα.
Σιωπώ στις ανάγκες
που δεσμεύουν τις σάρκες μου.
Αδιάφορος στη δόξα που με κυκλώνει
πλένω τα μάτια μου με δάκρυα παιδικά
και ψάχνω ήσυχα σκοτάδια.
Δεν ζωγραφίζεται η ανάσα μου με χρώματα,
ξεθύμανε στης Τροίας τα ερείπια.
Μετά από χρόνια επέστρεψα
από πόλεμο σε άγνωστη πατρίδα.
Ελπίδα μου η μυρουδιά φρεσκοπλυμένου ρούχου.  
Μοναδική ευχή μου η σιωπή της μοναξιάς.

Αναρτήθηκε από την Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
7 Ιουνίου 2014


Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014




Όταν διεγείρονται



Προσπάθησε να διαφυλάξεις, ποιητή, 

όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται, 

του ερωτισμού σου τα οράματα.

Βαλ' τα, μισοκρυμμένα, μες τες φράσεις σου.

Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή, 

όταν διεγείρονται μες το μυαλό σου

την νύχτα, η μες την λάμψη του μεσημεριού. 


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης






Στον κύβο των ψαγμένων ποιητών.
κα. πα. 

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014









Αλέξανδρος

Γυναίκα αφέντρα εξουσιάζει την αυλή
του βασιλιά που από μακριά προστάζει.
Κερί είναι η ζωή, μικρό κρατάει λίγο.
Μήτε οι κάβοι κι οι τριχιές το χέρι σταματούνε.
Δεν τη φοβάται τη βροχή ο άνεμος
τη στέλνει να μυρωθούνε πάθη,
να ποτιστούνε στείρες αγκαλιές.
Από τα σκέλια ο καιρός τη μέρα την τραβάει
χαίτη ο πόθος πάλλεται σε νεαρό πουλάρι.
Κι όσο ζυγιάσουν οι θεοί ποιος είναι ο πιο γενναίος
σπαθί και χάρη και άλογο όλα μαζί παλεύουν.
Αγρίμια οι λέξεις γίνονται, καλπάζουν
πάνω σ’ αόρατη γραμμή που ωθεί το χέρι.
Για πίσω η για μπρος μοίρα ορίζει,
κι ο Δίας που γνωρίζει πως δουλεύει
ο φόβος στα παράλια της ζωής.
Λυγάει η μέρα μπρος το πάθος.
Τα σώματα αριθμούς αγγίζουν .
Ατίθασο το άλογο που σε βαρβάρους
πνίγει τον τρόμο των γενναίων.
Στο ανοιχτό γιοφύρι ο πόνος
δείχνει αυτούς που μένουν.
Ο χρόνος αθεράπευτα μικρός.
Να φτάσει ως τα ανείπωτα υποσχέθηκε
και να ζητήσει απ τη ζωή τα ίσα.


κα.πα.