Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

 




Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 12


Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

Ο παππούς μόλις ξύπνησε φόρεσε ένα ελαφρύ παλτό και βγήκε. Από τότε που έκανε το εμβόλιο, κύριε Κο Βιτ, μπήκατε μέσα του και χαλάσατε τα ηχεία από τα αυτιά του. Ο πατέρας μου λέει πως «έτσι ξεπλήρωσε τη δόση του» αλλά δεν καταλαβαίνω τι εννοεί. Δεν μπορώ να φανταστώ πως η ακοή είναι κέρμα και το δίνεις για να πληρώσεις το εμβόλιο.

Τέλος πάντων, δεν ξέρω πως έγινε αλλά μετά από λίγο ο παππούς μου χάθηκε. Πήρε και το «Αμαρτωλών σωτηρία» μαζί του, που δεν το αποχωρίζεται ποτέ, για να το βγάλει φωτοτυπία στο βιβλιοπωλείο της γωνίας, μιας και είναι πολύ βαρύ βιβλίο για να το κουβαλάει συνέχεια κάτω από τη μασχάλη του. Τώρα πως θα χώραγε τόσο χοντρό βιβλίο σε μία φωτοτυπία αυτό δεν το ξέρω και ούτε θα το μάθω ποτέ. Αν μπορούσατε να δείτε το βιβλίο θα καταλαβαίνατε κι εσείς, κύριε Κο Βιτ, τι εννοώ.

Θανάση τον έλεγαν εκείνη τη μέρα τον παππού μου. Δεν θυμάμαι αν μας συστήθηκε μόνος του ή τον φώναξε πρώτη η γιαγιά. «Θανάση, μάσκα να πάρεις» του φώναξε πριν περάσει το κατώφλι. Και φυσικά εκείνος δεν την άκουσε· έτσι κι αλλιώς σε κανένα όνομα δεν ακούει. «Την ξέχασες τη μάσκα, Θανάσηηη» αντήχησε η φωνή της στο κλιμακοστάσιο αλλά ο παππούς είχε φύγει με το ασανσέρ.

«Κοίτα να δεις που η αγωνία δίνει ένταση στη φωνή» σκέφτηκα, γιατί τελευταία η γιαγιά μου ίσα που ακουγόταν. Η μάνα μου την έμπασε μέσα και τηλεφώνησε αμέσως στον πατέρα μου, που εκείνη την ώρα ήταν στην ουρά του φούρνου για να πάρει ψωμί. Τώρα, πως η ουρά του φούρνου βγάζει και δίνει ψωμιά, αυτό είναι ένα άλλο μυστήριο, που δεν έχω ξεδιαλύνει ακόμα.

Τελικά, εκείνη τη μέρα ήταν τέτοια η σύγχυση που ο πατέρας μου ούτε τον παππού πρόλαβε ούτε ψωμί έφερε· αλλά δεν χρειάστηκε γιατί δεν φάγαμε, μας είχε κοπεί η όρεξη. Τον παππού μάς τον έφερε την άλλη μέρα ένας αστυφύλακας. Φαινόταν ταλαιπωρημένος –ο παππούς, όχι ο αστυφύλακας. Πρόσεξα πως μπήκε στο σπίτι χωρίς το παλτό και το βιβλίο του και πως αντί για μάσκα φορούσε μια κούπα πορτοκαλιού με δύο κορδόνια. Δηλαδή, όλοι το προσέξαμε αλλά δεν μιλήσαμε. Ειδικά για τη μάσκα και για το παλτό δεν μας ένοιαξε αλλά το βιβλίο ήταν πολύ παλιό και σπάνιο. Φαίνεται πως η Αστυνομία δεν μπορεί να σώζει ταυτόχρονα δυο αμαρτωλούς. Ευτυχώς τουλάχιστον που ξέρουν τον παππού και μας τον φέρνουν όταν χάνεται. Έχει συμβεί κάνα δυο φορές.

Ο αστυνομικός είπε πως δεν είναι σίγουρο αν θα τον βρούνε και την επόμενη φορά. Σκέφτηκα πως η Αστυνομία θα πρέπει να είναι πολύ έξυπνη για να ξέρει ότι ο παππούς  θα ξαναχαθεί. Και την ίδια στιγμή αποφάσισα, όταν μεγαλώσω να γίνω αστυνομικός. Όχι μπάτσος, όπως τους λέει η αδελφή μου, αστυνομικός για να πηγαίνω τους παππούδες στα σπίτια τους όταν χάνονται. Βέβαια η δουλειά μου θα είναι δύσκολη με τόσους κουφούς παππούδες, που φεύγουν χωρίς να ξέρουν που πάνε αλλά, όσο να ’ναι, δίνει μεγάλη ασφάλεια και χαρά στον κόσμο. Μερόνυχτα σκεφτόμουν αυτή την απόφαση και κατέληξα πως οι αστυνομικοί είναι έξυπνοι αλλά μάλλον δεν είναι σίγουροι για την εξυπνάδα τους. Αλλιώς θα μπορούσαν να βρίσκουν τον παππού μου κάθε φορά που θα χανόταν κι ας μη θυμόταν το όνομά του. Πάντως, εγώ χάρηκα επειδή αυτός που μας φέρανε ήταν ο παππούς μου και ας τον λέγανε αυτοί όπως ήθελαν.

Και ο πατέρας χάρηκε. Αντί να τον βρίσει, που μας κοψοχόλιασε, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και παράγγειλε στη μάνα μου ντολμαδάκια με λάχανο που αρέσουν και στους δύο. Εκεί μπερδεύτηκα κάπως γιατί πριν αποφασίσω να γίνω αστυνομικός ήθελα να γίνω μάγειρας για να του μαγειρεύω τα αγαπημένα του φαγητά –του παππού, εννοείται. Βέβαια, για να γίνω μάγειρας θα χρειαζόμουν πολύ χρόνο ενώ για αστυνομικός εκτός από την εξυπνάδα μου έφτανε μόνο μία στολή.     

Συνεχίζεται…


Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021




 

Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 11

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα

«Κάποτε είχαμε τρόπους να σκοτώνουμε την πλήξη μας και να μην την αφήνουμε να γίνεται κατάθλιψη» έλεγε η μάνα μου σε κάποια από τις φιλενάδες της, από το τηλέφωνο, αφού τώρα δεν μπορεί να τις βλέπει συχνά γιατί εσείς παραμονεύετε. Αυτά μόνο θυμάμαι από ένα τηλεφώνημα, που με κοίμισε δύο ώρες, στον καναπέ μαζί με τον παππού. Ξύπνησα εκεί που έλεγε πως είχαμε λόγους να βγάζουμε φωτογραφίες και να γεμίζουμε άλμπουμ από τα ταξίδια μας. Και συμφωνώ γιατί κάποια εποχή οι γονείς μας ταξίδευαν κάθε τρεις και λίγο κι εμείς, αν δεν τους ακολουθούσαμε, βρίσκαμε την ησυχία μας εκείνο το διάστημα. Ούτε «διάβασε, γράψε» ούτε «κλείσε αυτό το ρημάδι που σου καίει τον εγκέφαλο». Τώρα, τους έχουμε συνέχεια πάνω από το κεφάλι μας και μπορεί κανείς να μη μας κάνει παρατηρήσεις για το «ρημάδι» το κομπιούτερ, αφού όλα πλέον γίνονται μέσα από αυτό, εμείς όμως το βαρεθήκαμε πια. Άσε που, αφού δεν έχουμε γυρισμούς, δεν περιμένουμε και κάτι, που να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον μας έστω για κάποιες μέρες –ανάλογα το πόσο εξωτικό και πόσο ενδιαφέρον είναι.

Μετά από κάθε ταξίδι, τα απογεύματα στο σπίτι μας γινόταν λαϊκό πανηγύρι. Το σαλόνι μας για κάνα μήνα μετατρεπόταν σε Μοναστηράκι. Γύρω γύρω οι πραμάτειες της Ανατολής και της Δύσης περίμεναν αγοραστές, απλωμένες σε θέση «περικοπής» σαν τις εκθέσεις μιας κυρίας στην τηλεόραση, όπως λέει και ο παππούς που δεν θυμάται το όνομά της, αλλά εγώ τη φαντάζομαι μικρή γιατί στο τέλος έχει ένα «άκι»

Σημαιοστολισμένες οι φίλες της μάνας μου παζάρευαν από κοσμήματα και μαντήλια, εκείνα με το γυναικείο όνομα –ήθελα να ξέρω γιατί τα λένε μαντήλια αφού είναι μεγάλα σαν σεντόνια– μέχρι μπακίρια, ναργιλέδες, χαλιά και σπαθιά ακόμα. Αυτά τα σπαθιά τα ήθελα για να βγάλω τα άντερα της αδελφής μου βόλτα, που έριχνε πάνω της τα υφάσματα και στριφογύριζε σαν μπαλαρίνα με τα χέρια ανοιχτά, αλλά δεν με άφηναν ούτε να τα πλησιάσω και για κάποιο παράξενο λόγο εξαφανίζονταν γρήγορα. 

Αυτό γινόταν τόσο συχνά ώστε είχα αποφασίσει όταν μεγαλώσω να ανοίξω μαγαζί στο Μοναστηράκι, όπου πηγαίναμε κάθε Κυριακή, και να πουλάω τις πραμάτειες που ξέμεναν στο πατάρι μας. Κι ό,τι μου άρεσε θα το κράταγα κόντρα στη μάνα μου, που είχε καταντήσει το σπίτι μας αποθήκη με τις συλλογές της, όπως τις έλεγε, και δεν με άφηνε ούτε να τις αγγίξω.

Έτσι έβγαζαν οι γονείς μου όλα ή κάποια από τα έξοδα του κάθε ταξιδιού αλλά και τα πρόστιμα των αεροδρομίων για τις υπέρβαρες αποσκευές τής επιστροφής. Εντάξει, δε λέω κάποιες από τις φιλενάδες της μάνας μου έρχονταν μόνο για να θαυμάσουν τις μυθικές πραμάτειες της και να ακούσουν τις ιστορίες, που έσερναν πίσω τους μαζί και τις μάχες για την απόκτησή τους.

Εγώ στεκόμουν παράμερα και χάζευα και σας διαβεβαιώνω ότι μπορούσα να διακρίνω και τον θαυμασμό αλλά και τον φθόνο στο βλέμμα τους –πιστέψτε με– γιατί κάπως έτσι ένοιωθα κι εγώ. Και αν αυτή η πανηγυριώτικη ευτυχία δεν κράταγε τόσο λίγο, όπως και οι διηγήσεις για τις εμπειρίες κάθε ταξιδιού, θα με φόβιζε ακόμα η μυρουδιά τους, που γέμισε το σπίτι μας και δε λέει να φύγει. Η βρώμα τους, όπως γκρινιάζει ο παππούς μου, καθώς και το μυστήριο να τα κρύβουμε όλα, κάθε φορά που έφευγε ο κόσμος από το σαλόνι μας.

Συνεχίζεται…

 

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021



Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 10

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

Όταν ξεκίνησα να σας γράφω δεν είχα φανταστεί πως ακόμα θα τα λέγαμε. Πρώτη μέρα του Φλεβάρη σήμερα και δεν λέτε να πάρετε άλλο δρόμο και να σας ξεφορτωθούμε. Άργησα κάπως να σας γράψω γιατί είχαμε πρόβλημα με την αδελφή μου. Συνήθως είναι άφαντη, είτε είναι μέσα στο σπίτι είτε έξω από αυτό. Εκεί που την παρακαλούσαμε να πάρει τα πόδια της και να κάνει έναν γύρο στο τετράγωνο μπας και πάψει ν’ ασχολείται με τα νύχια της, που τα χημικά τα έχουν φάει μέχρι τη ρίζα, πήρε τέτοια φόρα που εξαφανίστηκε.

Πως λέμε για τον άντρα της κυρά Γιώτας ότι πήγε στο περίπτερο και δεν ξαναγύρισε; Ένα τέτοιο πράγμα έγινε και με την αδελφή μου. Η κυρά Γιώτα, για να μην σας αφήσω με την απορία, είναι γειτόνισσά μας. Παρότι πέρασε τα ενενήντα, λέει ψέματα στον γιό της ότι αναπαύεται και την κοπανάει για να κατσικώνεται στην περιπτερού της πλατείας και να ρωτάει τους πελάτες  πόσων χρόνων είναι. Νομίζω πως το κάνει επίτηδες για να της λένε πως τα χρόνια δεν μετράνε πάνω της. Η κυρά Γιώτα λοιπόν ησύχασε νωρίς από τον άντρα της και δεν έχει ούτε μια άσπρη τρίχα στο κεφάλι της.

Έτσι εξαφανίστηκε και η αδελφή μου ένα μεσημέρι, που πήγε να κάνει –επιτέλους– βόλτα στο τετράγωνο αλλά επειδή αυτό συμπεριλαμβάνει και την πλατεία χάθηκε κάπου ανάμεσα στα παγκάκια της. Δηλαδή, έτσι μας είπαν κάποιοι γνωστοί. Την είδαν λέει να μιλάει με έναν «αλυσοδεμένο» –έτσι ακριβώς τον είπαν– και μετά αυτός καβάλησε μια μηχανή και την πήρε μαζί του. Τώρα, δεν ξέρω πως τη δέχτηκε η μάνα του – ζαλισμένη θα ήταν από τη μυρουδιά των βερνικιών – γιατί η δική μου, αν τον έφερνε στο σπίτι μας, θα έβαζε τις φωνές. Μπροστά ήμουνα όταν το είπε, και συγκεκριμένα αναρωτήθηκε πως μαζεύουνε τόσο εύκολα στα σπίτια τους ξένα παιδιά. Θα μου πείτε πως η αδελφή μου δεν είναι παιδί, κοτζάμ μουλάρα είναι, που δεν βρίσκει άντρα να παντρευτεί και στενοχωρεί τη μάνα μας αλλά και μένα που δεν έχω δικό μου δωμάτιο και αναγκάζομαι να μυρίζω τα βερνίκια της.

Τέλος πάντων, η αδελφή μου πήρε τηλέφωνο μετά από τρεις μέρες για να μας πει πως τον αγαπάει τον αλυσοδεμένο της και θα μείνει για πάντα μαζί του. Ζήτησε μάλιστα να της πάμε όλα τα ρούχα της σε μια διεύθυνση που μας έδωσε. Η μάνα μου, που εντωμεταξύ κόντεψε να πεθάνει από την αγωνία της, δικαίως μετά έγινε έξαλλη και φώναζε: Πότε πρόλαβε να τον αγαπήσει; Πάει το έχασα το παιδί μου! Καλά είπε η γιαγιά μου, κι ας είναι στον κόσμο της: Πώς να σου τα φέρουμε τα ρούχα σου, κυρά μου; Στην αίτηση εξόδου δεν υπάρχει τετράγωνο, που να λέει: "Πάω να δώσω τα ρούχα στην κόρη μου, που μας παράτησε σύξυλους". Που να το βάλουμε το "Χ";

Εδώ πρέπει να πω πως μια χαρά έκανε η αδελφή μου και μας παράτησε, μπας και ησυχάσω κι εγώ πια από τα νεύρα της, που δεν έβρισκε άντρα και όλα της έφταιγαν. Ο παππούς το πήρε κατάκαρδα,  η μάνα μας ανησυχεί αλλά ο πατέρας της είπε πως ίσως είναι η ευκαιρία της να παντρευτεί χωρίς προίκα μιας και ξεσκόνισε τόσο καλά το ράφι της, που άρχισε να τρίβεται επικίνδυνα και δεν ξέρουμε για πόσο θα την αντέχει. Εγώ πάντως είμαι χαρούμενος γιατί μετακόμισα αμέσως στο κρεβάτι της. Τώρα μου μοσχοβολάει, μιας και δεν μπορώ ν’ αντέξω την αποφορά, που βγάζει το δικό μου στρώμα. Γι’ αυτό θυμώνω κάθε φορά που η μάνα μου με στέλνει πίσω στα κατουρημένα μου, που τα πλένει με καυτό νερό και σαπούνι και τα στεγνώνει στο καλοριφέρ αλλά δε λένε ούτε να ξεβρομίσουν ούτε να στεγνώσουν μιας και η υγρασία τώρα το χειμώνα δεν βοηθάει.

Συνεχίζεται…