Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ περιοδικό / εκδόσεις / εκδηλώσεις: Δωρίστε συνδρομές, συλλεκτικά αφιερώματα και βιβλί...

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ περιοδικό / εκδόσεις / εκδηλώσεις: Δωρίστε συνδρομές, συλλεκτικά αφιερώματα και βιβλία...:


Ανάμεσα στα δώρα που σκέφτεστε να κάνετε σε αγαπημένα και σε φιλικά σας πρόσωπα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, για το καλό του νέου χρόνου, σκεφτείτε να  περιλάβετε και μια ετήσια συνδρομή στο ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ 

ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΑ
ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΥ
http://entefktirio.blogspot.gr/ 


Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017











Γράμματα Χριστουγεννιάτικα

Ετούτο το γράμμα μοιάζει πολύ μ’ εκείνα τα παλιά, που όλο άρχιζαν και όλο σταματούσαν για να ξαναρχίσουν ύστερα από λίγο και να σταθούν και πάλι. Στεναχωριόταν η μάνα, που δεν έστελνε νέα η νιόπαντρη θυγατέρα της κι αναρωτιόταν η κόρη τι θα σκεπτόταν η μάνα της, που δεν λάβαινε ειδήσεις. Έτσι γινόταν. Όσο αργούσε το γράμμα τόσο αργά περνούσε κι ο χρόνος, αφού η γραφή δεν τελείωνε γιατί τα μάτια θόλωναν κάθε που ξεκίναγε το χέρι να γράψει. Κι όλο μελάνιαζαν τα χείλια από το σάλιωμα του μολυβιού, κι όλο βρεχόταν το χαρτί και μούλιαζε απ’ τα δάκρυα, κι όλο περίμεναν οι παραλήπτες τον ταχυδρόμο, κι όλο αργούσαν να φτάσουν τα μηνύματα της χαράς.  
          Έφευγαν οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια, τα ματωμένα συναισθήματα, οι κοφτές ανάσες και τα δάκρυα πνίγονταν στα μαξιλάρια κι όταν έφταναν τα νέα στους αγαπημένους ήταν στρογγυλεμένα, για να μην ανοίξουν με τις αγκίδες τους κι άλλους πόνους. Οι άνθρωποι κράταγαν στο μυαλό τους, με ιερή προσήλωση, τις εικόνες του αποχαιρετισμού και στα χέρια τους κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, της τελευταίας στιγμής, με τη λύπη στα μάτια των αγαπημένων τους.
Σιγά-σιγά άλλαξαν οι συνήθειες, οι φωτογραφίες έγιναν χρωματιστές και ξεχώριζαν οι διαφορές του καιρού τις ίδιες εποχές σε άλλα μέρη. Από τη μια μεριά έφευγαν τα χιονισμένα «Καλά Χριστούγεννα» για να πάνε σε τόπους καλοκαιρινούς κι από την άλλη έφταναν τα «Ευτυχισμένο το Νέο Έτος» και οι Αγιοβασίληδες, με τα κοντομάνικα και τα μαγιό από τις παραλίες. Και τα χρόνια περνούσαν και κανένας δεν γύριζε. Οι παλιοί έφευγαν με την έλλειψη, οι νέοι κρατούσαν τους αγαπημένους τους σε κορνίζες και ο πόθος της επιστροφής έμενε στην καρδιά ανεκπλήρωτος.   
Ύστερα ήρθε η εξέλιξη, ζωντάνεψαν οι εικόνες μέσα στις κορνίζες τους και μίκρυναν τις αποστάσεις, οι αγαπημένοι ξεπάγωσαν και μιλούσαν μεταξύ τους, άλλαζαν τα νέα τους, έκλαιγαν μαζί και γελούσαν και υπόσχονταν πως το επόμενο καλοκαίρι θα βρίσκονταν από κοντά. Η πληροφορία έφτανε πριν από τη σκέψη και η αγάπη πριν από την ανάσα. Θάμπωναν τα μάτια με το πολύ της χαράς κι όταν τσάκιζαν οι καρδιές από το λίγο της εικόνας αρπάζονταν από την ελπίδα, για να γίνει το μετά κοντύτερο από το πριν, μέχρι να ειπωθεί εκείνη η πρόταση, που της έμελλε να μένει ατελείωτη γιατί έκανε την προσμονή αγαλλίαση:
«Μάνα, για τα Χριστούγεννα ξέρεις εσύ, έρχομαι…



Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017








Είπα σήμερα να καλέσω προσκλητήριο.

Παραμονές τ’ Αϊ Δημητριού το σπίτι στρωνόταν με τα καλά στρωσίδια και για να μη λερωθούν, ώσπου να φτάσουν οι πρώτοι επισκέπτες, έμπαιναν από πάνω τα παλιά. Διάδρομοι, κιλίμια ακόμα και κουρελούδες, όλα σε παράταξη, μάς πεδίκλωναν όταν η μάνα μάς κυνηγούσε με την κουτάλα της αλάδωτης φακής, για να μην παραστρατήσουμε γευστικά με τ’ αρτυμένα, έως ανήμερα της γιορτής που θα γυρνούσαμε από την εκκλησία.
Τριών λογιών γλυκά έφτιαχνε με τα χεράκια της. Πρώτα το κέρασμα των παιδιών, που θα έρχονταν να της φωνάξουν το «Χρόνια πολλά, θειά», ύστερα το σοκολατάκι με το σπιτικό λικέρ και στο τέλος η καρυδόπαστα. Το σπίτι μοσχοβολούσε βανίλια και σοκολάτα λιωμένη κι εμείς στημένοι, με τα καλά μας ρούχα, περιμέναμε τις επισκέψεις για τη γιορτή του πατέρα.
«Μάνα, πότε θα φάμε εμείς γλυκό;»
«Όταν τελειώσουν οι επισκέψεις.»
«Έχουμε καλέσει πολλούς;»
«Στις γιορτές δεν καλούν, είναι όλοι καλοδεχούμενοι.»
Σήμερα, που δεν νοιάζεται μη και δεν φτάσουν τα γλυκά, είπα να καλέσω προσκλητήριο. Να δώσουν το παρόν οι πρώην, οι νυν και οι αεί. Ν’ αφήσουν τις έγνοιες τους, μέρα που είναι, οι νέοι. Να βγουν από τις σκιές τους οι παλιοί και να κοιτάξουν κατά δω. Να ευχηθώ ό,τι αρέσει στον καθένα και να τους δω να χαμογελάνε ευχαριστημένοι, φεύγοντας.
Κι όσοι θα γιόρταζαν σήμερα ας είναι καλά εκεί που είναι. 


Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017






συνηθίσαμε στα μηνύματα
εσύ να στέλνεις αριθμούς
κι εγώ να υποθέτω
κι όταν αλλού ξεχνιέσαι 
κραυγές να βγάζω της σιωπής
να μη γυρίζεις να με δεις
να προσποιείσαι δεν ακούς
μέρα τη μέρα πιο πολύ

συνηθίσαμε 





Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017






Μαθαίνει ο πόνος το παυσίπονο
κι αυτό τονε σπουδάζει
όσο κρατιέται δίπλα του
κι όταν ο πόνος κουραστεί
εκείνο τον στηρίζει,
αφού χωρίς αυτόν  
κανένα λόγο ύπαρξης δεν έχει
Μα σαν τολμήσει ο πόνος
λίγο ν' αποξεχαστεί
το φάρμακό του ερωτοτροπεί
με άλλον πόνο
γιατί δεν είναι τα παυσίπονα όλα ίδια
ούτε και οι πόνοι είναι 


Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017



Στην Αγία Πετρούπολη, από τις 11 Ιουνίου έως τις 11 Ιουλίου, ο ήλιος δύει αλλά μένει ελάχιστα κάτω από τον ορίζοντα. Ο ουρανός κρατάει το φως του, η αίσθηση του χρόνου χάνεται, τα βεβαιωμένα όρια γίνονται ρευστά και μετατοπίζονται. Η ζωή της πόλης, στιγμιαία, μετασχηματίζεται σε εντύπωση…  



Βλαντίμιρ Βισότσκι 


Αυτά που δε μ’ αρέσουν

Δεν αποδέχομαι το δόγμα του μοιραίου τέλους,
Απ’ τον τροχό της μοίρας μου μπορώ να ξεπηδήσω.
Δεν αγαπώ την κάθε εποχή του έτους
Εάν δεν έχω διάθεση να σιγοτραγουδήσω.

Αντιπαθώ του κυνισμού την ψυχραιμία
Κι όταν ενθουσιάζονται προσποιητά.
Μ’ ενοχλεί η περιέργεια του ξένου
Όταν πίσω απ’ την πλάτη μου κρυφοκοιτά.

Δε μου αρέσει, όταν κομματιάζουν το ακέραιο
Η την κουβέντα μου διακόπτουν ξαφνικά.
Μισώ όποτε ύπουλα στην πλάτη με χτυπούνε
Και τους βρωμόψυχους όταν φορούν τα παστρικά.

Σιχαίνομαι τους σπερμολόγους με μορφή ερμηνευτών
Και τ’ αγαθά της ψεύτικής φιλίας,
Φοβάμαι τα σκυλιά τα μουλωχτά
Κι όταν με τρώνε τα σκουλήκια της αμφιβολίας.

Δε συμπαθώ τη βεβαιότητα χορτάτη,
Μπορεί να γίνω έξω φρενών.
Δε μου αρέσει η τιμή όταν ξεχνιέται
Κι όταν δοξολογούν τον ζωντανό.

Όποτε βλέπω άνθρωπο με τα φτερά σπασμένα
Δεν έχω οίκτο και αγανακτώ.
Δε δέχομαι τη βία, ούτε την δειλία
Δέχομαι μόνο τον σταυρωμένο τον Χριστό.

Μισώ τον εαυτό μου όταν καμιά φορά φοβάμαι,
Οργίζομαι, όταν τους αθώους χτυπούν.
Δε μου αρέσει να εισδύουν στην ψυχή μου
Κι όταν οι άμυαλοι μου βάζούνε μυαλό.

Δεν αγαπώ τις αίθουσες και τις οθόνες
Όπου τη θεία έμπνευση αλλάζουν με δραχμές,
Αν και στη γη μας θα προκύψουν αλλαγές μεγάλες
Εγώ, όλα αυτά, δεν πρόκειται να τα δεχτώ.


 ***

Κρίμα
Τραγούδι ανησυχίας

Να το δελφίνι
Κόβει προπέλα στα δυο!
Χώρα – καμίνι
Ενδυμασία – μαγιό.
Μέσα στη μήτρα
Τέρας γεννιέται μικρό!
Τώρα τα λύτρα!
Βλέμμα – σκληρό.

Φόβος! Δεν κάνω βήμα!
Κρίμα! Κρίμα! Κρίμα!

Ήρεμος τρόμος
Μέσα μου κυριαρχεί.
Κάθαρσης δρόμος
Φέρνει την αντοχή!
Άλμα στον Άδη
Κάνω εγώ, έλα μαζί.
Δεν είναι χάδι
Στόμα – βυζί.

Φόβος! Δεν κάνω βήμα!
Κρίμα! Κρίμα! Κρίμα!

Κάβα του πάθους:
Δάκρυα, ιδρώτα πουλά.
Μόνο ο άνους
Πάνω στη γη γελά.
Ήπειροι όλοι
Βούλιαξαν στο βυθό.
Το πιστόλι
Στον κρό-τα-φό!

Φόβος! Δεν κάνω βήμα!
Κρίμα! Κρίμα! Κρίμα!


***

Η εξομολόγηση

Λέω ως μεγάλοκαρχαρίας:
Λάθος γνώμη ότι οι πολιτικοί
Είναι εραστές της Εξουσίας,
Όχι! Μαζί μου είναι θηλυκοί.
Δυνατό το δικό μας σινάφι
Δεν τολμάς να κοιτάς με στραβά,
Το μυαλό μου οξύ σαν ξυράφι,
Τα σαγόνια μου είναι γοργά.

Ρεφρέν:
Την ευτυχία κυνηγώ, την ευτυχία,
Σαν λύκος με χαμόγελο κυνοδοντιών.
Κουφάρι ζωντανό η σαπιοκοινωνία
Όπου άρχω με δίκαιο των ισχυρών.

Για το χρήμα σκοτώνω μητέρα
Και το αίμα μου είναι ρευστό,
Αναπνέω και κάνω καριέρα
Κανονίζω τα πάντα μ’ αυτό.
Απ’ το σώμα της γης υφαρπάζω
Κ’ αφανίζω μεγάλα φελιά,
Δε νοιάζομαι το αύριο να βιάσω
Μόνο για σήμερα την αγκαλιά.

Είμαι λύκος γι’ αυτό το κοπάδι
Όποιο ονομάζεται λαός,
Κυνηγώ στου νόμου το σκοτάδι
Την αλήθεια μανιωδώς.
Κέφι μπόλικα πάντα θηρεύω,
Ερωμένες, ο τζόγος, ποτά,
Όμως νιώθω σιγά να πτωχεύω
Τα στολίδια αυτά ειν’ φθαρτά.

Άβυσσος που δεν έχει πυθμένα
Η ζωή με την γεύση ξινή,
Τρέχω σαν τρελός απελπισμένα
Όμως μένει αυτή αδειανή.
Μες στην ένδεια και καλοσύνη
Ζουν σοφοί του ντουνιά λυτρωτές,
Όλ’ αφήνω για λίγη γαλήνη
Που δεν είχα γνωρίσει ποτέ.


***

Τραγούδι για τους ποιητές

Σε αντίθεση με τον κοσμάκη τον αργόστροφο,
Οι ποιητές αληθινοί γνωρίζουν γρήγορα του Χάρου τη φιλιά,
Στα 26 του ο ένας στάθηκε απέναντι στο περίστροφο,
Ο άλλος στο λαιμό του έβαλε τη θηλιά.

Στα 33 διακόπηκαν του Χριστού τα οράματα,
Ήταν ο Μέγας Ποιητής του Κόσμου, αλλά,
Καρφιά στα χέρια του για να μην κάνει θαύματα,
Για να μην στρέψει του λαού τα μυαλά.

Ο αριθμός 37 έχει μια τραγική αντιστοιχία,
Των ποιητών η μοίρα, τους έστησε μια πλεκτάνη.
Αυτός ο αριθμός εκτέλεσε των Πούσκιν στην μονομαχία,
Στον Μαγιακόφσκι έφερε στον κρόταφο την κάννη.

Καθυστερώ στον αριθμό 37. Το έργο του Θεού θαμπό,
Φαίνεται θεωρεί πως το σινάφι θέλει φοβέρα:
Αυτό το όριο δεν πέρασαν ο Βύρων κι ο Ρεμπώ
Ενώ οι σύγχρονοι κατάφεραν να γλιστρήσουν πέρα.

Δεν έγινε η μονομαχία μου. Ήταν η τύχη μου χαλάστρα,
Και στα τριάντα τρία μου με σταύρωσαν, μα όχι εντελώς.
Και στα τριάντα εφτά, όχι το αίμα, τ’ άσπρα
Μουντζούρωσαν τους κροτάφους μου, κι όχι ολικώς.

Ν’ αυτοκτονήσω; Που χάθηκε η δήθεν βούληση η ανδρική;
Υπομονή ψυχοπαθείς και υστερικοί!
Πάνω στου μαχαιριού την κόψη περπατούν οι ποιητές
Και μέχρι αίματος πληγώνουν τις ξυπόλυτες ψυχές.

Κι εγώ θα φύγω σύντομα, αυτοκτονώ καθημερινά
Αφού χωρίς την άσπρη δεν μπορώ να αναπνέω.
Είναι φαρμακωμένη η ανήσυχη ψυχή μου παντοτινά,
Και δεν μπορεί ν’ αποδεχτεί τις ατέλειες στο ζην κραυγαλέο.

Σας λυπάμαι, οπαδοί μοιραίων αριθμών!
Καταπονείστε περιμένοντας σαν παλλακίδες στο χαρέμι:
Πότε και πως ο ποιητής αλλόδοξος θα γίνει ο παθών,
Πότε και πως θα χάσει της ζωής το γκέμι.

Ναι μάλιστα, η καρδιά του ποιητή βγάζει καινά δαιμόνια,
Ενώ το στήθος του είναι σημάδι για τα βέλη
Αυτοί που έφυγαν την αθανασία απέκτησαν, όχι με χρόνια,
Αυτοί που έμειναν κυνηγιούνται από την αιμοβόρη αγέλη.


***

Μπαλάντα για μάχη

Δίπλα σε λιωμένα κεριά,
Με καμπουριασμένες ράχες,
Με σώματα
Γεμάτα εκδορές,
Παιδιά του βιβλίου
Ποθούσαν για μάχες,
Και έπλητταν απ’ τις μικρές
Τους συμφορές.

Συνεχώς τα παιδιά δυσφορεί
Του σπιτιού η ζωή και η ηλικία,
Για το δίκαιο δερνόμασταν ως τιμωροί,
Και η αρένα μας η συνοικία.
Στον κόσμο μας βυθούσαμε
Στήνοντας ομάδες,
Βιβλία καταβροχθούσαμαι
Μεθώντας από της αράδες.

Όνειρα τρελά
Ζωής μεγάλης,
Η δίψα για απρόοπτο
Υπεράνω μας.
Τα κεφάλια μας ζάλιζε
Το άρωμα πάλης,
Από τις κίτρινες σελίδες
Ορμούσε πάνω μας.

Και προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε
Εμείς που δεν γνωρίσαμε πολέμους,
Γιατί το έλεος να αγνοήσουμε;
Και ποιος τους σπέρνει τους ανέμους;
Το μυστικό της λέξης «διαταγή»,
Της επιθέσεις το νόημα,
Του φόβου την πηγή,
Και των φωτοβολίδων το επινόημα.

Μες στα καζάνια που έβραζαν,
Των προηγούμενων μαχών,
Τόση τροφή
Για τα μυαλά μας αντικρίζαμε.
Και στα παιχνίδια παιδικά
Στους ρόλους των δειλών και προδοτών,
Τους δικούς μας εχθρούς
Διορίζαμε.

Και τα ίχνη των κακών
Να χαθούν δεν αφήναμε,
Των υποθέσεων καρδιακών
Την παραφορά εγκρίναμε.
Ηγούσαμε στρατιές και στόλους
Και τον λόγο μας φυλάγαμε,
Για τους ηρώων ρόλους
Τους εαυτούς μας προάγαμε.

Αλλά στις φαντασίες δε μπορείς
Εντελώς να φύγεις,
Μικρή ζωή έχουν οι διασκεδάσεις,
Τόση οδύνη γύρω!
Προσπάθησε τις παλάμες
Των νεκρών ν’ ανοίγεις,
Και το όπλο να πάρεις.
Σε διεγείρω!

Δοκίμασε αρπάζοντας
Το δίκοπο σπαθί,
Την πανοπλία βάζοντας,
Και δείξε, τι αξίζεις, τι ποθείς!
Θα καταλάβεις αν είσαι δειλός
Ή της μοίρας ο εκλεκτός,
Τον εαυτό σου δοκίμασε,
Για μάχη αληθινή προετοίμασε.

Κι όταν δίπλα σου πέφτει
Λαβωμένος ο φίλος,
Και για πρώτο χαμό
Θα ουρλιάζεις θρηνώντας.
Και τον δρόμο θα χάσεις
Και στου κρημνού το χείλος,
Θα βρεθείς
Τριγυρνώντας.

Τον εαυτό σου μην αφήνεις λάσκα
Μπροστά στην σπείρα συμφερόντων,
Τα πρόσωπα τους μάσκα
Με χαμόγελο κυνοδόντων.
Το κακό και το ψέμα τους
Με μούρη άγρια!
Και πάντα πίσω τους
Φέρετρα μακάβρια.

Αν τον δρόμο ανοίγοντας
Με σπαθί και μιλιά,
Τη σπουδαία πορεία
Συνεχίζεις… Εμπρός!
Αν κερδίζεις τη μάχη
Με μια πινελιά,
Χρήσιμα βιβλία
Διάβαζες μικρός.

Εάν σε έπιανε η μιζέρια
Και δεν έβλεπες ίχνη καλού,
Εάν με σταυρωμένα χέρια
Παρακολουθούσες αφ’ υψηλού.
Εάν στη μάχη δεν μπήκες,
Απ’ το κλουβί του σκλάβου δεν βγήκες,
Και το όπλο σου σκούριασε στις οπλοθήκες,
Τότε έμεινες ένα ανθρωπάκι
Που δεν γνώρισε νίκες!




Αριστουργήματα ξένης ποίησης 
σε μεταφράσεις του Γιώργου Σοϊλεμεζίδη
«Οι Ποιητές, οι μεγάλοι ποιητές δεν έχουν ημερομηνία γέννησης και θανάτου, είναι διαχρονικοί. Όσο και να αλλάξουν οι αξίες, οι προτεραιότητες και οι προτιμήσεις των νέων γενιών, τον Άνθρωπο πάντα θα αγγίζουν τα αισθήματα, οι σκέψεις, οι απίθανες ομορφιές των συνδυασμών του Λόγου που έχουν εκφράσει αυτοί οι ποιητές.»

Οι αποδόσεις των παραπάνω ποιημάτων είναι "δάνεια" από τις μεταφράσεις του Γιώργου Σοϊλεμεζίδη, ποιητή, μεταφραστή και συλλέκτη (PEGAS, ΜΕΓΑΛΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΜΙΚΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ). 

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017


ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ περιοδικό / εκδόσεις / εκδηλώσεις: Βιωματική πεζογραφία με υπαρξιακές ανησυχίες

Το τείχος του Βερολίνου άρχισε να χτίζεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας  τη νύχτα της 12ης προς την 13η Αυγούστου 1961. Κατ...

Μία θαυμάσια παρουσίαση από τον Γιώργο Κορδομενίδη!

Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Αναρτήθηκε Παρασκευή, 4 Απριλίου 2008

ΜΕ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ


ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ

Αυτά τα απελέκητα πουλιά
είναι οικόσιτα δεν επιτίθενται
εκούσια συλλαμβάνονται κι εύκολα γίνονται
φίλοι·
μη σε τρομάζει η φριχτή τους όψη.

Τα μάζεψα σ’ ένα ποτάμι μακρινό
και τά ’φερα να τά ’χω συντροφιά
τις μέρες και τις νύχτες των δακρύων

ίσως σαν επεκτάσεις της συμπάθειας
προς τους μειλίχιους και βολικούς
ασχημανθρώπους.



Από την ποιητική συλλογή «Οι συζητητές», Εκδόσεις του περιοδικού Πόρφυρας, Κέρκυρα 1981.

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017







"Με τις ευχές δεν διορθώνονται τα στραβά" έλεγε η μάνα μου και, σχεδόν πάντα, συμπλήρωνε "κούνα και τα χέρια σου". Τι τα θες, λέω εγώ, άμα ξεκινήσει στραβά η εβδομάδα δεν φταίει ο στραβός γιαλός, εμείς στραβά αρμενίζουμε.
Δηλαδή, όλα μας φταίνε τις τελευταίες εβδομάδες. Τη μια η ζέστη, την άλλη οι βροχές, την τρίτη η αφραγκία χάσαμε την ησυχία μας τον τελευταίο καιρό. Κι εκεί που φύσηξε βοριαδάκι κι ανασάναμε λίγο, χτύπησε πάλι ο «από πάνω».
          Τι να κάνουμε, το πήραμε απόφαση πια πως έχει κι αυτός δικαιώματα, μιας και δουλεύει νύχτα, που κι εμείς νύχτα δουλεύουμε αλλά δεν κάνουμε τα μύρια όσα. Το πήραμε απόφαση και δεν αντιδρούμε ούτε όταν κάνει μπάνιο ο άνθρωπος, ούτε που δεν αλλάζει λαστιχάκια στα τσόκαρα και διαμαρτύρεται το παρκέ, ούτε άμα κατεβάζει χαράματα τα ρολά που ξέχασε φεύγοντας για τη δουλειά του το απόγευμα, ούτε που… Θε μου συχώρα με· είναι βλέπεις και η μόνωση που φταίει για τα πολλά ευτράπελα στην πολυκατοικία μας –και που να ψάξεις τον κατασκευαστή του 1973 στα τόσα νεκροταφεία της πρωτεύουσας.  
          Έτσι καταπίνουμε πολλά τον τελευταίο καιρό, αλλά χθες το βράδυ ήρθε η ώρα και έφτασε ο κόμπος στο δόντι της τσατσάρας και μας την τίναξε κατακούτελα. Είπαμε κι εμείς να ξαπλώσουμε ένα βράδυ νωρίτερα, σαν άνθρωποι, γιατί ξενύχτι με ξενύχτι ζαρώσανε τα δέρματά μας πριν την ώρα τους, μιας και αύριο θα είχαμε δουλειά -όπως και κάθε μέρα άλλωστε εκτός από μία εβδομάδα το χρόνο που πάμε στο χωριό για κανένα πανηγύρι, μεγάλη η χάρη των αγίων μας. Είναι και που σταμάτησαν τα σχολεία λόγω καλοκαιριού και τα παιδιά μας δεν ξέρουν τι να κάνουν κι όλη μέρα στραβώνονται στις οθόνες των κινητών. Σκεφτήκαμε λοιπόν να τ’ απασχολήσουμε δημιουργικά –που να είναι μαύρη η ώρα όσων αποφάσισαν να σταματάνε τα σχολεία το καλοκαίρι, ίσως να πρέπει σαν κοινωνία να σκεφτούμε την ετήσια απασχόληση των παιδιών μας- και καταλήξαμε να σερνόμαστε από καναπέ σε καναπέ –εντάξει το παραδέχομαι αυτός ήταν ο λόγος που ξαπλώσαμε νωρίτερα. Τι τα θες. Δύο και τέταρτο έβαλε ο αθεόφοβος σκούπα στα κεφάλια μας και όχι οποιαδήποτε σκούπα αλλά turbo electronic κατηγορίας Α, ικανότητας απορρόφησης στα χαλιά 91% (Κατηγορία G) και εκπεμπόμενο θόρυβο 90 Ντεσιμπέλ.
Και καθώς λένε οι ψυχολόγοι, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, η ηχορρύπανση επιβαρύνει τη σωματική και ψυχική υγεία, ενώ αποδεικνύεται εξαιρετικά επιβλαβής για τον εγκέφαλο, παίζει ύπουλο ρόλο στις διαπροσωπικές σχέσεις, προκαλεί επιθετικότητα και ωθεί σε συγκρούσεις.
Τι να κάνουμε οι άνθρωποι; Να πάρουμε χάπια;

Ο εκ βαθέων αναρωτηθείς






Τρίτη 11 Ιουλίου 2017




 















Συστημικός εκσυγχρονισμός


Στις παρασιτικές αποικίες,
που η χώρα γίνεται χώρος,
οι κάργιες κρώζουν
πάνω απ’ τα κεφάλια
του έθνους, που γίνεται κράτος
Ο κυρίαρχος λόγος
προετοιμάζει αποδοχή
αποικιακής υπόστασης
χωρίς διέξοδο
Η ιστορική αθανασία
λιβανοποιείται,
κλονίζεται η συνοχή,
ανισορροπεί η ανάπτυξη
Δύσπνοια, σπίλος
διανοητικής απραξίας
Ο ποιητής παίρνει
αναγκαίες ανάσες
πριν από το πούρο της ειρήνης
Μοναδικός αντίπαλος
ενός νεαρού έθνους,
που δεν θ’ αγωνίζεται,
η κοινωνία





Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017





Daniel Barklay 




Τώρα που φεύγω

Ήρθα στον κόσμο ζωντανός οριακά,
κι είδα δύο δρόμους να ανοίγονται
μπροστά μου, ένα πηγάδι κι ένα φως,
μα η πρώτη ανάσα δεν γνωρίζει εκδοχές.
Αν είχα φανταστεί πως ήμουν διαφορετικός
θα είχα στρώσει τη ζωή μου αλλιώς
το νιώθω τώρα δραπετεύοντας,
μπλαβής από την ασφυξία, 
αφήνω πίσω εκκρεμότητες πολλές.


Παρασκευή 26 Μαΐου 2017
























....




Πρώτη μέρα

Την πρώτη της ζωής του, ανήμερα,
λάσπη από το κρυφό ποτάμι
πλησίασε, παρηκμασμένα τρεμάμενη,
τ’ αποσιωπητικά της σκέψης του.
Ένα πένθος σώπασε πάνω του  
σαν φρίκη  γλιτσερό, σαν φθόνος,
ίδιο με τον κανόνα του θανάτου.
Εκεί, ξάφνου μία λάμψη
του ανοιγόκλεισε τα μάτια,
δυο σταγόνες κύλισαν
στο μέτωπό του
κι ήταν σαν να τον δρόσισαν
εκατομμύρια καλοκαίρια.

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017





Την πλησίασα
φορώντας την αμηχανία μου
κι εκείνη με φίλησε στο μάγουλο.
Με μπέρδεψε με κάποια άλλη, σκέφτηκα
Πριν χωρίσουμε με φίλησε ξανά,
διπλά αυτή τη φορά
Σαν να ήξερε
πως ήμουν η δική της άγνωστη 

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017








Μεθεόρτια 

Η αναπόληση είναι δύσκολο πράγμα ένα τραύμα που σε πονάει σαν να δίνεις αδιέξοδες εξετάσεις κι ακόμα πιο βαρύ σαν να περιμένεις αποτελέσματα που θ' αργήσουν να βγουν ένα πράγμα βαθύ σαν ερωτηματικό διαρκείας τύπου θα ζήσω γιατρέ μου ή θα με μπήξουν στο χώμα.
     Κι ακόμα χειρότερη είναι εκείνη η αναπόληση που έχεις μέσα σου να σου τρώει τα έντερα και να μη χορταίνει να θες να τη σπρώξεις να χαθεί στ' απορρίμματα και να σου ξεφεύγει κι όταν παραιτείσαι ν' ανεβαίνει χορτάτη μέχρι την ανάσα σου να σε πνίγει και να την καταπίνεις κι ύστερα να νιώθεις σαν να σε πήρε και σε σήκωσε ένα πράγμα σαν αέρας λυπητερός και χαρούμενος μαζί λες και δεν την έχεις καταπιεί.
     Αυτή σε κάνει κάθε Πάσχα να ξυπνάς με τον καπνό στα ρουθούνια το τσούξιμο στα μάτια και τον γνωστό πονοκέφαλο που χρειάστηκαν χρόνια για να καταλάβεις την αιτία του κι ας μη την παραδέχεσαι όταν αναπολείς σαν να μην βλέπεις του αθώους διάκους να στριφογυρίζουν στη σούβλα ούτε ν' ακούς τον ήχο των κουδουνιών πριν αλλάξουν ιδιοκτήτη για ένα χρόνο ούτε τις προτροπές να μη φοβάσαι το χάρο και πίνεις άλλο ένα γιατί τον φοβάσαι και θα τον φοβάσαι αφού έτσι έμαθες το έθιμο πάνω απ' όλα κι ας μη το αντέχεις Χριστέ μου να σταυρώνεσαι σαν άνθρωπος κάθε χρόνο κι ας είσαι πνιγμένος σε ξένα νερά διαμελισμένος από βόμβες ερευνητών πολεμικής τεχνολογίας μεταλλαγμένος από τους δυνατούς του κόσμου δηλητηριασμένος ανάμεσα σ' αυτούς που περισσεύουν.
    Όσο το σκέφτομαι νιώθω και τη δική μου ανάσα να περισσεύει και από τους Καλούς και από τους Κακούς αυτού του κόσμου γιατί εγώ παιδιόθεν ανήκω στους Ανάμεσα σ' εκείνους που δεν αγαπούσαν το Πάσχα γιατί μ' απόδιωχνε από το κρεβάτι μου για να κοιμηθεί η υποχρέωση του ετήσιου μουσαφίρη που δεν την ξανάβλεπα στη ζωή μου. Γιατί δεν άντεχα τον καπνό τον ήλιο και τη φωτογραφημένη απελπισία των σφαγίων με τις γλώσσες έξω ούτε τις βακχικές κλαγγές συντονισμού της σούβλας με τον πάσσαλο κι έψαχνα αιτίες για τιμωρία που θα μου στερούσε την τιμή να γυρίσω το αρνί στο λάκκο.
     Κι ακόμα μετά από τόσα χρόνια διφορούμενα αισθάνομαι. Ικανοποίηση που μεγάλωσα και δεν μου επιβάλλεται η αποδοχή της χαράς των σφαγίων και θλίψη γιατί επαληθεύτηκε η μάνα μου που μου έλεγε πως θα γεράσω και μυαλό δεν θα βάλω.
      
   Καλή από-ανα-κατά-σταση. 


Πέμπτη 6 Απριλίου 2017



















η προσμονή
μιλάει με παραβολές
φυτεύει εικόνες
στα βλέμματα
ανάβει την αγρύπνια
ελπίδες στάζει
υψώνει σιωπές
σ’ ανίερες σκέψεις
να κρατηθεί θέλει
κι οι μνήμες τρίβονται
σαν τα ξερά χορτάρια