Τετάρτη 27 Απριλίου 2016






Ανάταση

Καθόταν σ’ ένα ανάχωμα στη μέση του χωραφιού και δεν νοιαζόταν για τα ρούχα του, που σέρνονταν στα χώματα. Μόνο κοίταζε το βουνό, χωρίς να υπολογίζει τον ήλιο που έφευγε πίσω από την πλάτη του. Ακουμπούσε τους αγκώνες του στα γόνατα και είχε τα δάχτυλά του σταυρωμένα. 

             Να ήταν μεταξύ δεκαοκτώ και είκοσι τρία, μπορεί και λιγότερο· τα ράσα δεν κόβουν χρόνια. Σε λίγο θα κατέβαζε το μάνταλο της πόρτας του μοναστηριού.

Τον ζήλεψα. Πόση δύναμη χρειάζεται μια τέτοια απόφαση, τόσο νωρίς; Τόσο σίγουρος έδειχνε πως ο ήλιος θα ξανάβγαινε το επόμενο πρωί.