Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014



Καλή Πρωτοχρονιά.

Αφήσαμε τα Χριστούγεννα πίσω μας και κρατήσαμε την ελπίδα ν’ ανασαίνει πως δεν τελείωσε, ακόμα, αυτός ο χρόνος.  Κι ας θέλαμε να φύγει. Λόγια. Κάθε τι που διώχνουμε, ξεκολλάει από πάνω μας σαν λέπι ζωντανό. Αφήνει γούβα, που δεν γεμίζει με τα χρόνια, όσο κι αν μαραζώσει το δέρμα γύρω του.  
Κάθε φορά, στο παραπέντε της αλλαγής του χρόνου, μετράμε τις κόκκινες προειδοποιήσεις της ζωής μας και τις πατάμε πίσω, ξορκίζοντάς τες, μην περάσουνε στο μέλλον. Τα ίδια κάθε χρόνο. Και φέτος τι είναι πάλι τούτο;  Ένας αέρας, που σαρώνει.  Πέρσι δεν είχαμε χιονιά. Θυμάσαι εκείνη τη φορά, που η μέρα της Πρωτοχρονιάς ήταν ζεστή;  Πότε να ήταν; Πόσα χρόνια πριν;  Αλλόκοτη ή απότομη αλλαγή.  Στο ένα δευτερόλεπτο το πριν και στο επόμενο το μετά.  Τι να προλάβεις από τη στιγμή;  Πόσο κρατάει ο χρόνος ανάμεσα σε δύο δευτερόλεπτα;  Σαστίζεις μόνο.  Η χαρά και ο πόνος ίδιοι είναι.  Με μια κλωστή δεμένα παρελθόν και μέλλον χτίζουν τη συνέχεια της ζωής μας.  Και εμείς τη σέρνουμε από δω, τη σπρώχνουμε από κει, ζαλίζοντας τη μοίρα που μας ψάχνει.  
Μακάρι τα κακά που ζήσαμε να μην μας ξαναβρούν.  Να μαζευτούνε τα καλά και να τα πνίξουν στη χαρά.  Κι αν κάποιος παραπονεθεί, μην τον ακούτε.  Τυφλός θα είναι ή αλλοπρόσαλλος, σαν και την τύχη του, που αφήνει να τον σέρνει.
Καλή Χρονιά!


                                                                            κα. πα.  

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014



Χριστούγεννα

Θλιβερά τραγουδάκια στο ραδιόφωνο.
Αραδιασμένες  μοναξιές στα μπαρ των ξενοδοχείων.
Ξεχασμένες σχολικές γιορτές.
Κλειστά μαγαζιά.
Μίζερες λαϊκές αγορές.
Κρύες καμινάδες.
Γλιστερές αυλές.
Άδειες φάτνες.

Απέλπιδες ειδήσεις καναλιών.
Πολυτελή συντρίμμια στις εθνικές οδούς.
Διαμελισμένα κορμιά στα ναρκοπέδια.
Δολοφονικές ηγεσίες κατ’ εξακολούθηση.
Νεκρές πόλεις.

Ναυαγισμένες βάρκες λαθρομεταναστών.
Εγκλωβισμένοι υποτελείς πολιτικοί.
Αναίσχυντοι ποιμένες.
Ρημαγμένες εκκλησιές.
Αδιάφοροι βολεμένοι.



Στις ουρές των ανέργων που περιμένουν τα συσσίτια,
στα παιδιά τα ξυπόλητα,
στους άστεγους έξω από τους φούρνους,
στους συνταξιούχους που ορφάνεψαν,
στα νοσοκομεία που ασφυκτιούν,
στα τζάνκια που χάθηκαν στις δίνες της πόλης,
στα σβηστά καντήλια των νεκροταφείων,
στους απελπισμένους λαούς με τις χωρίς ίχνη πατημασιές,
και σε όσους δεν επαναπαύονται με μια βολική μετάφραση,

Καλά Χριστούγεννα.


                                                                          κα. πα.


Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014




                                        ΤΟ ΠΑΝΙ

Ένα κομμάτι πανί ήταν. Κι όντας λευκό, σε σεντόνι παρέπεμπε. Από ‘κείνα που τα κόβουν πατσαβούρια οι νοικοκυρές όταν λιώνουν. Πόσα κορμιά το πότισαν δεν μέτραγε. Προίκα, νυφιάτικο. Είχε πνίξει πολλούς στεναγμούς. Πρώτη φορά που στρώθηκε ποτίστηκε με αίμα. Κι όχι της παρθενιάς. Του μίσους ήταν. Τέσσερις χαρακιές, οι δυο στο στήθος κι οι άλλες δύο στα γλουτιά το πότισαν.
«Σε σημαδεύω», της είπε το πρώτο βράδυ τους «από δω και πέρα μ’ άλλον να μην πας».  
Δεν του άνοιξε τα σκέλια δεύτερη φορά. Εννέα μήνες είχε φύλακα το λεκιασμένο πάνω της, μέχρι που έκανε το σερνικό. Ίσα που βγήκε η φύση του κι είδε στα μάτια του ανδρός της τη χαρά, ξέρασε γέλιο άγριο.
«'Δω σε κρατώ», του φώναξε «από το γιο μου θα το βρεις». Κι ούτε του ξαναμίλησε.
Πήρε κοντά της το παιδί, το σκούπισε, το τύλιξε με το αιματοβαμμένο κι ήταν σαν να το πότιζε το αίμα της διπλά .
«Να εκδικηθείς» το ορμήνεψε. Κι εκείνο λες κατάλαβε, γέλασε μες στα σπάργανα.
Κι όσο αυτό μεγάλωνε, γαντζωνόταν επάνω της κι απόκτημα δικό της γινότανε. Εκείνος ούτε βλέφαρο δεν του ΄ριχνε σαν να μην ένοιωθε γονιός. Τι κι αν αγόρι ήτανε. 
Πήρε ο γιος τη μυρουδιά απ’ της μάνας του το αίμα και αγρίεψε. Και τα καλά του κύρη του ακόμα πιο στραβά τα μέτραγε. Κι όσο περνούσε ο καιρός κι αντρείευε τόσο και η καρδιά του σκλήραινε. Ώσπου, στο τέλος τον πατέρα πατριό τον έβλεπε.  
Τη μέρα εκείνη του κακού ήλιο δεν είχε απ’ το πρωί . Βαρύς σηκώθηκε ο γονιός και πρόσταξε καφέ, να σβήσει το μεθύσι του απ’ τη νύχτα. Τα μάτια του ήταν θολά και η ψυχή του μαύρη απ’ τη μοναξιά.  Μάνα και γιος κοιτάχτηκαν βουβοί.
«Να μαζευτείς», είπε ο γιος στον κύρη του.
«Να βγάλεις το σκασμό», μούγκρισε εκείνος.
Λόγο στο λόγο θέριεψε ο καυγάς. Γιος και πατέρας ‘στελναν απειλές. Ώσπου, ο πατέρας μούλο φώναξε το γιο, τον όπλισε κουράγιο να του ορμήσει.  Δυο χαρακιές πατόκορφες σβήσανε την ντροπή. Σαν τα σημάδια που έβλεπε στη μάνα του όταν βύζαινε. Τον τύλιξε στο ίδιο το σεντόνι, που ‘χε βαστηγμένο να του θρέφει την εκδίκηση, κι ύστερα τον εσκέπασε με χώμα. 

Χρόνια μετά,  σκαλίζοντας βρήκανε το πανί.
«Δεν είναι αυτό δικό μου», είπε ένας γέροντας κι οι εργάτες το ξανάχωσαν.
Είχε ξεβάψει της εκδίκησης το αίμα. 

κα. πα.