Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021


 

Χρόνια πολλά στην Κατερίνα

 

Ήθελα να γράψω κάτι για σήμερα που γιορτάζω. Κάτι ευχάριστο για να μη λένε οι “διάφοροι” πως γράφω για να τους βασανίζω. Να πω, παραδείγματος χάριν, χαρούμενα πράγματα όπως χρόνια πολλά στις Κατερίνες, ή με το καλό να έρθουν τα Χριστούγεννα, ή καλές γιορτές να έχουμε, ή γεια και χαρά στο σπιτικό σας, να χαρείτε, να γιορτάσετε, να φάτε και να χορέψετε κι απ’ τον κόβιτ να ξεμπερδέψετε. Και πάνω απ’ όλα να πιείτε τον Βόσπορο και να γίνετε ντίρλα, από την ξεγνοιασιά, την ευχάριστη διάθεση και τα όνειρα που θα πραγματοποιήσετε στη συνέχεια. Με λίγα λόγια μόλις ξεκίνησε ένας ακόμα χειμώνας και αφού δεν κατάφερα να πω στον καθένα ξεχωριστά καλό μήνα ας πω χρόνια πολλά στις Κατερίνες που αύριο θα προσθέσουν άλλη μια γιορτή στη ζωή τους. Τώρα όμορφη ή χάλια εκείνες ξέρουν. Εξαρτάται από τις επιλογές τους.

      Ήθελα, αλλά όσο και να θες η ζωή δεν σε αφήνει ν’ αγιάσεις. Για να μην μακρηγορούμε, την ώρα που κατέστρωνα τα σχέδια για την αυριανή μέρα άκουσα φωνές, βρισιές και συνεχείς εκκλήσεις για βοήθεια. Στην περιοχή μας δεν συνηθίζονται παρόμοια συμβάντα. Οι άνθρωποι είναι διακριτικοί και δεν ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις, παρακολουθούν μόνο πίσω από τις γρίλιες τα συμβάντα, για να έχουν άποψη φυσικά. Σε άλλες γειτονιές αν ακουστεί κάτι παράταιρο πετάγονται όλοι έξω. Έτσι νόμιζα μέχρι τώρα ότι θα συνέβαινε και για τη δική μου γειτονιά. Τουλάχιστον αν κάποιος φώναζε για βοήθεια. Στην ιστορία μας όμως δεν πετάχτηκε κανένας έξω.

        Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω πολύ για να αναγνωρίσω αυτούς που μάλωναν. Δεν είχα σκοπό ν’ αναφέρω ονόματα, έλα όμως που η Κατερίνα γιορτάζει σήμερα. Κατερίνα τη λένε, έχει περάσει τα ογδόντα και έχει διαγνωστεί τα τελευταία χρόνια με αλτσχάιμερ. Μεγάλωσε στην Κηφισιά με το πιάνο και τα γαλλικά της και αναγκάστηκε να πάρει τη ζωή στα χέρια της μετά το πρόωρο θάνατο του πατέρα της. Όταν γνώρισε τον άντρα της ήταν οικονομικά ανεξάρτητη κι αυτός όμορφος και μικρότερος. Τον παντρεύτηκε από έρωτα παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της. Εκείνη βρήκε τον άνθρωπό της και αυτός μπήκε στην καλή κοινωνία. Από την πρώτη στιγμή της πήρε τον αέρα. Ήταν μαθημένος να γίνεται το δικό του και κατέληξε δύστροπος. Εκείνη στην αρχή ντρεπόταν ν’ αντιδράσει στις παραξενιές του, μετά φοβόταν μήπως ακούσει εκείνο το «στα ’λεγα» της μητέρας της και στο τέλος ντρεπόταν τον κόσμο. Όταν είδε πως δεν είχε σωτηρία άρχισε να του απαντάει ανάλογα με τα λόγια και τη συμπεριφορά του με αποτέλεσμα να καταλήγουν σε ομηρικούς καυγάδες που έκλειναν πάντα με υβρεολόγια εκ μέρους του.

       «Να έρθεις μια μέρα να σου πω τη ζωή μου να τη γράψεις» μου έλεγε κάθε φορά που με έβλεπε.

Δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά με θυμόταν ακόμα και όταν ξέχασε ποιος ήταν ο σύντροφός της και πάντα με καλούσε για καφέ για να μου πει την ιστορία της. Δεν καταφέραμε να βρεθούμε· όποτε μας έβλεπε εκείνος να μιλάμε την τραβούσε μέσα, βρίζοντας. Σήμερα τον άκουσα και πάλι να τη βρίζει επειδή φοβόταν να κατεβεί τα πέντε σκαλοπάτια της εισόδου. Μόνο που τώρα, όσο εκείνη καλούσε σε βοήθεια, τη χτύπαγε κιόλας. Δεν είδα τη σκηνή είδα όμως μια περαστική κυρία, που του φώναξε να σταματήσει να την χτυπάει γιατί θα καλούσε την αστυνομία. Εκείνος άφησε την Κατερίνα και επιτέθηκε στην ξένη γυναίκα. Το τι είπε το στόμα του δεν περιγράφεται. Χαρά στο κουράγιο της. Βγήκε και ένας γείτονας από το ισόγειο για να βοηθήσει να λυθεί η «παρεξήγηση». Μια παρεξήγηση που δεν λύθηκε γιατί κρατάει χρόνια. Σημασία έχει πως σταμάτησε να την χτυπάει –υποψιάζομαι προσωρινά, λόγω φόβου και όχι ντροπής. Αν επαναληφθεί θα την λύσω εγώ. Το υποσχέθηκα στη γιορτή μου.      

       Σ’ αυτή την Κατερίνα λοιπόν, που δεν θυμάται την προηγούμενη ζωή της, στην Κατερίνα που ο σύντροφός της τη χτυπάει όταν, λόγω αστάθειας, φοβάται να κατεβεί τα σκαλοπάτια, στην Κατερίνα που υπερασπίζονται οι περαστικοί γιατί οι γείτονες φοβούνται να επέμβουν, στην Κατερίνα που δεν ξέρει ότι γιορτάζει ας ευχηθούμε όλοι, μέσα από την καρδιά μας, χρόνια καλά.   


Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

 


ΣΤΙΣ ΑΝΤΙ-ΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑ  Μύγα στον καφέ

In ΛογοτεχνίαΠεζογραφίαΧρονογράφημα by mandragoras 4 Νοεμβρίου , 2021

https://mandragoras-magazine.gr/%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9-%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%b5%cf%82-%ce%bc%cf%8d%ce%b3%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%ba%ce%b1%cf%86%ce%ad/1788


Οι στερημένοι γίνονται υστερικοί

 Ένα ψαθάκι φορεμένο στραβά. Πάνω στην γκρενά κορδέλα του μία κουμπότρυπα δέχεται στα σωθικά της τον μίσχο ενός λευκού κρίνου. Δείχνει θαλερός· ίσως ανανεώνεται συχνά, ίσως και είναι η πρώτη μέρα της κοπής του. Με τρία πηδήματα, ο τύπος με το ψαθάκι παίρνει κατεβασιά τις σκάλες και φωνάζει από την πόρτα της κουζίνας: «Έφτασαν! Σε μισό λεπτό θα είναι εδώ». Ο χρόνος παγώνει.

*

Μια μύγα πετάει γύρω-γύρω εκνευριστικά. Είναι λερωμένη από κάτι σκούρο. Σαν γραφίτης εκτυπωτή, μοιάζει. Το μεταφέρει παντού στο δωμάτιο. Όπου ακουμπούν τα ποδαράκια της αφήνουν σκούρα σημάδια. Ένας τύπος κάθεται κοντά στο τραπέζι και μετράει τις στάμπες· είναι μικρές, δείχνουν σαν παιδικά σφραγιδάκια πάνω στο ανοιχτόχρωμο καπάκι του τραπεζιού. Αναρωτιέται πόσα πόδια έχει η μύγα, ξύνοντας το κεφάλι του πάνω από το καπέλο. Μετράει 4-3-8 μικρά, πολύ μικρά, βεντουζάκια. Μόνο με φακό μεγεθυντικό θα μπορούσε να δει κανείς τα δαχτυλάκια τους. Ωστόσο κατάφερνε όλα τ’ αποτυπώματά της να είναι ίδια χρωματικά. Ο τύπος ξύνει πάλι το κεφάλι του πάνω από το καπέλο. Ή μήπως η διάσταση τα έκανε ίδια; Ένας τρόπος είναι ν’ αναβαπτίζει τα παπουτσάκια της σε σκούρο υγρό και να επανέρχεται. Άλλος, να τα βάφει με κάποιο εσωτερικό υγρό. Τρίτος, να συμπυκνώνει τα χρώματα η σμίκρυνση. Στο τέλος το λευκό χαρτί πάνω στο τραπέζι γεμίζει από σκούρες βούλες. Σκέφτεται πως η μύγα έβαλε στο μάτι το χαρτί του επειδή ήταν γκοφρέ και απορροφούσε τις εκκρίσεις της.

Αν δεν έκανε εκείνο το εκνευριστικά δυνατό βουητό θα την άφηνε να βόσκει πάνω στα πιάτα του νεροχύτη. Νύσταζε χθες και πήγε να κοιμηθεί χωρίς να τα πλύνει. Άλλωστε, είχε σκοπό να τα βάλει στο πλυντήριο, για απολύμανση. Δυναμώνει τον ήχο της τηλεόρασης για να μην ακούει το βουητό της μύγας. Εκείνη αντιλαμβάνεται την αντίδρασή του και αρχίζει να κάνει κύκλους πάνω από το κεφάλι του. Αυτό τον ενοχλεί. Την διώχνει περνώντας το χέρι του ξυστά από τα μαλλιά του. Αυτή επανέρχεται. Εκείνος επαναλαμβάνει την κίνηση. Η μύγα δεν δείχνει να συμμορφώνεται. Επανέρχεται.

Αρχίζει να την κυνηγάει στην αρχή με το χέρι του. Έχει την ψευδαίσθηση πως θα τη λιώσει με την παλάμη. Η μύγα ξεφεύγει από το χαρτί και πηγαίνει στις πετσέτες. Η στάση της τον εκνευρίζει περισσότερο. Φαντάζεται τί βρωμιές μπορεί κουβαλάει και αυτό τού προκαλεί αναγούλα. Μετά από τις πετσέτες πάει στο ψωμί. Ακόμα χειρότερα, σκέφτεται, αλλά ήταν καταδικασμένο αφού βρισκόταν εκτεθειμένο από το πρωί. Είχε ήδη ξεραθεί, έτσι κι αλλιώς θα το πέταγε. Ο τύπος με το ψαθάκι σηκώνεται, αρπάζει μια πετσέτα και ανεμίζοντάς την παίρνει τη μύγα στο κατόπι. Εκείνη κάνει ακόμα δύο γύρους πάνω από το κεφάλι του και κάθεται στο φλιτζάνι με τον καφέ του. Εκεί που ακουμπούσε τα χείλη του. Τρελαίνεται. Στον καφέ του; Ευτυχώς που είχε πιεί αρκετό· ήταν ήδη κάτω από τη μέση. Θα μπορούσε να φτιάξει άλλον, δεν είναι εκεί το θέμα. Αν δεν την είχε δει; Εκεί είναι το θέμα. Φουντώνει. Το μόνο που θα τον ικανοποιούσε εκείνη τη στιγμή ήταν να την λιώσει. «Αυτό είναι το τέλος σου» σκέφτεται και κατεβάζει την πετσέτα με όλη του τη δύναμη πάνω της. Αυτή πέφτει στον καφέ και πνίγεται, ή λιποθυμάει και πνίγεται, ή κηδεύεται πνιγμένη σε υγρό τάφο. Πάντως, πνίγεται. Στον καφέ του μέσα.

*

Η βρύση στάζει το νερό της πάνω στ’ άπλυτα πιάτα. Ο κύκλος τους κόβεται στα δύο, στα τρία, στα πολλά. Κάθε σταγόνα μοιράζεται σε ίσα τμήματα, γεμίζει τον νεροχύτη και ρέει συνεχόμενα προς τον τόπο της προέλευσής της. Η υγρασία της πνίγει τις ρωγμές, καλύπτει τα ξεφτίσματα του δαπέδου. Χιλιάδες πόδια έχουν συρθεί σ’ αυτό το αφύσικο πάτωμα. Από το χώμα ως την επένδυση λαμινέιτ παρεμβάλλονται σωρός από τεχνολογικές δικαιολογίες. Η μόνωση προτάσσεται ως ανάγκη. Ο πλουτισμός από την εξυπηρέτηση των ανθρωπίνων αναγκών ως ευκαιρία. Το νερό κυλάει πάνω από τις κάθετες γραμμές του πατώματος. Το νερό, η ανάσα της ζωής, η μετάγγιση της δύναμης, η ελπίδα που γίνεται απελπισία.  

«Έφτασαν. Σε μισό λεπτό θα είναι εδώ», ακούγεται μία φωνή.

Είναι αδύνατο. Δεν μπορούν. Είναι υπερβολή. Είναι παρέκκλιση από το φυσιολογικό. Ο χρόνος παγώνει μέσα στο δωμάτιο.

Οι αγοραστές προσπερνούν την εκροή του νερού και συνεχίζουν στην κατηφόρα. Αφιλόξενη τούτη η περιοχή ακούγεται να λέει ο τελευταίος. Το νερό περνάει κάτω από την πόρτα και απλώνεται στο δρόμο. Μαζί του κυλάει ένα ψαθάκι. Η κουμπότρυπα στην γκρενά κορδέλα του συγκρατεί ένα κλαδί λευκού κρίνου. Δείχνει θαλερός. Πάνω του η ψόφια μύγα του καφέ.

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου