Η
άνοιξη αναστέλλεται επ’ αόριστον
Καραντίνα
μέρα 6η (Πέμπτη 19.3.2020)
Από
το ένα δωμάτιο στο άλλο με ραβασάκια, πώς είσαι, καλά, κι εγώ, ο Μήτσος έφαγε,
ναι και τα έκανε, μάσησε κι ένα μαξιλάρι του καναπέ, ανήκουστο, πρώτη φορά το
ζωντανό, έχει και τα δίκια του, αλλιώς ήταν μαθημένο, τού λείπει η βόλτα, το
σκυλί σου όπως το μάθεις, δένει κόμπο τη συνήθεια, να φάει, να πιεί, να γλύψει,
να τρέξει, να βγει για την ανάγκη του, δεν γίνεται να τα χωνέψει. Όλα από τις χαραμάδες
της πόρτας.
Άνοιγε τα παράθυρα να φύγει η ρουτίνα
και να μπει λίγη άνοιξη στο σπίτι, ύστερα σκεφτόταν ότι μπορεί να ήταν μολυσμένη
και το ξανάκλεινε. Άσε τις παλαβομάρες, έλεγε η γυναίκα του πριν κλειδωθεί στο δωμάτιο.
Εκείνος το πάλευε. Τί, πολύ θέλει να μεταφέρει η σκόνη τον ιό από την Ασία; Πρώτη
βδομάδα είναι ακόμα, θα το συνηθίσεις, έλεγε εκείνη μαθημένη από το μέσα. Πως τα
κατάφερνε να μην ξεμυτίζει, μέρες ολόκληρες; Όχι τώρα, τότε που τα πράγματα
ήταν αλλιώς. Κοτοφώλο την έλεγε. Βγες έξω χανούμισσα να σε δει ο ήλιος να
πάρεις βιταμίνη ντε και λίγο χρώμα, ξάσπρισες.
Όταν οι εξετάσεις έδειξαν ότι η ντε
ήταν, ντε και καλά, στα όρια άρχισε να βγαίνει. Κόντευε να το συνηθίσει όταν άρχισε
το βάσανο. Να περάσει η μέρα να βγει η νύχτα, να ξημερώσει μια ελπίδα να
πατήσει πάνω της ν’ ανασάνει, ν’ ανεβεί η ψυχολογία της. Άφησε τον ήλιο να
ρίξει δυο ακτίνες πάνω της κι αυτός έκαψε την άμαθη σάρκα. Θάμπωσε το φως της από
τα καμένα αστέρια, γέμισαν τα μάτια της μαύρες κουκίδες. Εκείνη δεν τήρησε τους
κανόνες, τις εντολές, τα δεδομένα, τα έτριψε και μπήκε μέσα της το κακό, είπαν
οι αρμόδιοι. Νάτα τώρα τα χαΐρια τους, δύο δωμάτια σπίτι γίνανε χώρες
αφιλόξενες. Με σημειώματα συνεννοούνταν, ριγμένα κάτω από την κλειδωμένη πόρτα.
Μην τυχόν και ανοίξει κάποιος το πορτόφυλλο ασυναίσθητα και σπείρουν οι δαίμονες
πανικούς.
Στη ζωή τους χώθηκε ένας καημός, να περάσει
η μέρα, να βγει η νύχτα, να γυρίσει ο καιρός, να φυτρώσει η ελπίδα ότι θα ζούμε
και τού χρόνου, να φύγει η κάργια από πάνω μας κι όταν ξεχαστεί η αγωνία της άγνοιας,
να καθαρίσει γενικά ετούτος ο φόβος πως δεν υπάρχει ελπίδα. Να γεμίσουν οι
δρόμοι φωνές παιδιών, ν’ ανασάνουν οι μεγαλύτεροι, ν’ ανταμώσουν οι γέροι τ’
απομεσήμερα στα κατώφλια, ν’ αντέξουν τα πουλιά τραγούδια χαρούμενα, να φύγει η
κατήφεια από τα μάτια, να φέρει το χαμόγελο αίμα στα ξερά χείλια, να πούμε
καλημέρες πιστευτές, ελεύθερες, αληθινές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου