Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021



Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 10

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

Όταν ξεκίνησα να σας γράφω δεν είχα φανταστεί πως ακόμα θα τα λέγαμε. Πρώτη μέρα του Φλεβάρη σήμερα και δεν λέτε να πάρετε άλλο δρόμο και να σας ξεφορτωθούμε. Άργησα κάπως να σας γράψω γιατί είχαμε πρόβλημα με την αδελφή μου. Συνήθως είναι άφαντη, είτε είναι μέσα στο σπίτι είτε έξω από αυτό. Εκεί που την παρακαλούσαμε να πάρει τα πόδια της και να κάνει έναν γύρο στο τετράγωνο μπας και πάψει ν’ ασχολείται με τα νύχια της, που τα χημικά τα έχουν φάει μέχρι τη ρίζα, πήρε τέτοια φόρα που εξαφανίστηκε.

Πως λέμε για τον άντρα της κυρά Γιώτας ότι πήγε στο περίπτερο και δεν ξαναγύρισε; Ένα τέτοιο πράγμα έγινε και με την αδελφή μου. Η κυρά Γιώτα, για να μην σας αφήσω με την απορία, είναι γειτόνισσά μας. Παρότι πέρασε τα ενενήντα, λέει ψέματα στον γιό της ότι αναπαύεται και την κοπανάει για να κατσικώνεται στην περιπτερού της πλατείας και να ρωτάει τους πελάτες  πόσων χρόνων είναι. Νομίζω πως το κάνει επίτηδες για να της λένε πως τα χρόνια δεν μετράνε πάνω της. Η κυρά Γιώτα λοιπόν ησύχασε νωρίς από τον άντρα της και δεν έχει ούτε μια άσπρη τρίχα στο κεφάλι της.

Έτσι εξαφανίστηκε και η αδελφή μου ένα μεσημέρι, που πήγε να κάνει –επιτέλους– βόλτα στο τετράγωνο αλλά επειδή αυτό συμπεριλαμβάνει και την πλατεία χάθηκε κάπου ανάμεσα στα παγκάκια της. Δηλαδή, έτσι μας είπαν κάποιοι γνωστοί. Την είδαν λέει να μιλάει με έναν «αλυσοδεμένο» –έτσι ακριβώς τον είπαν– και μετά αυτός καβάλησε μια μηχανή και την πήρε μαζί του. Τώρα, δεν ξέρω πως τη δέχτηκε η μάνα του – ζαλισμένη θα ήταν από τη μυρουδιά των βερνικιών – γιατί η δική μου, αν τον έφερνε στο σπίτι μας, θα έβαζε τις φωνές. Μπροστά ήμουνα όταν το είπε, και συγκεκριμένα αναρωτήθηκε πως μαζεύουνε τόσο εύκολα στα σπίτια τους ξένα παιδιά. Θα μου πείτε πως η αδελφή μου δεν είναι παιδί, κοτζάμ μουλάρα είναι, που δεν βρίσκει άντρα να παντρευτεί και στενοχωρεί τη μάνα μας αλλά και μένα που δεν έχω δικό μου δωμάτιο και αναγκάζομαι να μυρίζω τα βερνίκια της.

Τέλος πάντων, η αδελφή μου πήρε τηλέφωνο μετά από τρεις μέρες για να μας πει πως τον αγαπάει τον αλυσοδεμένο της και θα μείνει για πάντα μαζί του. Ζήτησε μάλιστα να της πάμε όλα τα ρούχα της σε μια διεύθυνση που μας έδωσε. Η μάνα μου, που εντωμεταξύ κόντεψε να πεθάνει από την αγωνία της, δικαίως μετά έγινε έξαλλη και φώναζε: Πότε πρόλαβε να τον αγαπήσει; Πάει το έχασα το παιδί μου! Καλά είπε η γιαγιά μου, κι ας είναι στον κόσμο της: Πώς να σου τα φέρουμε τα ρούχα σου, κυρά μου; Στην αίτηση εξόδου δεν υπάρχει τετράγωνο, που να λέει: "Πάω να δώσω τα ρούχα στην κόρη μου, που μας παράτησε σύξυλους". Που να το βάλουμε το "Χ";

Εδώ πρέπει να πω πως μια χαρά έκανε η αδελφή μου και μας παράτησε, μπας και ησυχάσω κι εγώ πια από τα νεύρα της, που δεν έβρισκε άντρα και όλα της έφταιγαν. Ο παππούς το πήρε κατάκαρδα,  η μάνα μας ανησυχεί αλλά ο πατέρας της είπε πως ίσως είναι η ευκαιρία της να παντρευτεί χωρίς προίκα μιας και ξεσκόνισε τόσο καλά το ράφι της, που άρχισε να τρίβεται επικίνδυνα και δεν ξέρουμε για πόσο θα την αντέχει. Εγώ πάντως είμαι χαρούμενος γιατί μετακόμισα αμέσως στο κρεβάτι της. Τώρα μου μοσχοβολάει, μιας και δεν μπορώ ν’ αντέξω την αποφορά, που βγάζει το δικό μου στρώμα. Γι’ αυτό θυμώνω κάθε φορά που η μάνα μου με στέλνει πίσω στα κατουρημένα μου, που τα πλένει με καυτό νερό και σαπούνι και τα στεγνώνει στο καλοριφέρ αλλά δε λένε ούτε να ξεβρομίσουν ούτε να στεγνώσουν μιας και η υγρασία τώρα το χειμώνα δεν βοηθάει.

Συνεχίζεται…

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: