Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017











Γράμματα Χριστουγεννιάτικα

Ετούτο το γράμμα μοιάζει πολύ μ’ εκείνα τα παλιά, που όλο άρχιζαν και όλο σταματούσαν για να ξαναρχίσουν ύστερα από λίγο και να σταθούν και πάλι. Στεναχωριόταν η μάνα, που δεν έστελνε νέα η νιόπαντρη θυγατέρα της κι αναρωτιόταν η κόρη τι θα σκεπτόταν η μάνα της, που δεν λάβαινε ειδήσεις. Έτσι γινόταν. Όσο αργούσε το γράμμα τόσο αργά περνούσε κι ο χρόνος, αφού η γραφή δεν τελείωνε γιατί τα μάτια θόλωναν κάθε που ξεκίναγε το χέρι να γράψει. Κι όλο μελάνιαζαν τα χείλια από το σάλιωμα του μολυβιού, κι όλο βρεχόταν το χαρτί και μούλιαζε απ’ τα δάκρυα, κι όλο περίμεναν οι παραλήπτες τον ταχυδρόμο, κι όλο αργούσαν να φτάσουν τα μηνύματα της χαράς.  
          Έφευγαν οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια, τα ματωμένα συναισθήματα, οι κοφτές ανάσες και τα δάκρυα πνίγονταν στα μαξιλάρια κι όταν έφταναν τα νέα στους αγαπημένους ήταν στρογγυλεμένα, για να μην ανοίξουν με τις αγκίδες τους κι άλλους πόνους. Οι άνθρωποι κράταγαν στο μυαλό τους, με ιερή προσήλωση, τις εικόνες του αποχαιρετισμού και στα χέρια τους κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, της τελευταίας στιγμής, με τη λύπη στα μάτια των αγαπημένων τους.
Σιγά-σιγά άλλαξαν οι συνήθειες, οι φωτογραφίες έγιναν χρωματιστές και ξεχώριζαν οι διαφορές του καιρού τις ίδιες εποχές σε άλλα μέρη. Από τη μια μεριά έφευγαν τα χιονισμένα «Καλά Χριστούγεννα» για να πάνε σε τόπους καλοκαιρινούς κι από την άλλη έφταναν τα «Ευτυχισμένο το Νέο Έτος» και οι Αγιοβασίληδες, με τα κοντομάνικα και τα μαγιό από τις παραλίες. Και τα χρόνια περνούσαν και κανένας δεν γύριζε. Οι παλιοί έφευγαν με την έλλειψη, οι νέοι κρατούσαν τους αγαπημένους τους σε κορνίζες και ο πόθος της επιστροφής έμενε στην καρδιά ανεκπλήρωτος.   
Ύστερα ήρθε η εξέλιξη, ζωντάνεψαν οι εικόνες μέσα στις κορνίζες τους και μίκρυναν τις αποστάσεις, οι αγαπημένοι ξεπάγωσαν και μιλούσαν μεταξύ τους, άλλαζαν τα νέα τους, έκλαιγαν μαζί και γελούσαν και υπόσχονταν πως το επόμενο καλοκαίρι θα βρίσκονταν από κοντά. Η πληροφορία έφτανε πριν από τη σκέψη και η αγάπη πριν από την ανάσα. Θάμπωναν τα μάτια με το πολύ της χαράς κι όταν τσάκιζαν οι καρδιές από το λίγο της εικόνας αρπάζονταν από την ελπίδα, για να γίνει το μετά κοντύτερο από το πριν, μέχρι να ειπωθεί εκείνη η πρόταση, που της έμελλε να μένει ατελείωτη γιατί έκανε την προσμονή αγαλλίαση:
«Μάνα, για τα Χριστούγεννα ξέρεις εσύ, έρχομαι…



Δεν υπάρχουν σχόλια: