Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016






Βά­νια Σύρ­μου






Στρῶ­μα δι­πλό

03-PiΟΥΘΕΝΑ ὅ­μως δὲ βο­λευ­ό­ταν γιὰ νὰ βγά­λει τὴ νύ­χτα. Μο­να­δι­κό του φορ­τί­ο μιὰ σα­κού­λα φαρ­διὰ πλα­στι­κή. Μιὰ ἀλ­λα­ξιὰ καὶ μιὰ κου­βέρ­τα ὅ­λη του ἡ πε­ρι­ου­σί­α. Τὸ βῆ­μα του ἀρ­γό, νω­χε­λι­κό, πα­ρά­φω­νο στὴν βου­ε­ρὴ κί­νη­ση τοῦ Σαβ­βα­τό­βρα­δου στὸ κέν­τρο τῆς πό­λης.
       Τὸ βρά­δυ τὸν βρῆ­κε στὴν πλα­τεί­α Κο­λο­κο­τρώ­νη, στὴν πα­λιὰ Βου­λή. Συ­χνὰ τοῦ πρό­σφε­ρε δι­α­μο­νὴ στὸ γρα­σί­δι τοὺς μῆ­νες τοῦ Κα­λο­και­ριοῦ. Τώ­ρα ὅ­μως ἀ­κό­μα κι αὐ­τὴ τὴν ἔ­βρι­σκε ἀ­φι­λό­ξε­νη. Συ­νε­χί­ζον­τας τὴν ἀ­να­ζή­τη­ση κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὴ Στα­δί­ου. Πε­ρι­μέ­νον­τας τὸ φα­νά­ρι, ἡ μα­τιά του στά­θη­κε στὴν ἐ­σο­χὴ τοῦ ἀ­πέ­ναν­τι πε­ζο­δρο­μί­ου. Κομ­μά­τια ἀ­πὸ με­γά­λες χάρ­τι­νες κοῦ­τες, ὄρ­θια στη­μέ­να, ἔ­κλει­ναν σχε­δὸν ὅ­λη τὴ γω­νί­α τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου. Πέ­ρα­σε ἀ­πέ­ναν­τι θέ­λον­τας νὰ τὸ δεῖ ἀ­πὸ κον­τά. Ἕ­να ἄ­νοιγ­μα στὴ ἄ­κρη τοῦ πρό­χει­ρου χάρ­τι­νου «τεί­χους» ἄ­φη­νε νὰ φα­νεῖ τὸ κου­φά­ρι ἑ­νὸς κα­τα­στή­μα­τος ὑ­πο­δη­μά­των. Τὸ κλει­στὸ κα­τά­στη­μα σχη­μά­τι­ζε ἕ­να γάμ­μα μὲ τὴν ἐ­πι­τοί­χια πλα­ϊ­νή του βι­τρί­να, ἐ­ξα­σφα­λί­ζον­τας ἔ­τσι ἕ­να ἀ­πά­νε­μο κα­τα­φύ­γιο. Πλη­σι­ά­ζον­τας στὸ ἄ­νοιγ­μα καὶ κρυ­φο­κοι­τών­τας στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό του, δι­έ­κρι­νε κά­τι ποὺ ἀρ­χι­κὰ τὸν ξάφ­νια­σε. Στὸ δά­πε­δο τοῦ αὐ­το­σχέ­διου «δω­μα­τί­ου» ἦ­ταν το­πο­θε­τη­μέ­νο πά­νω σὲ στρω­μέ­να χαρ­τό­νια ἕ­να δι­πλὸ στρῶ­μα κα­λυμ­μέ­νο μὲ δι­πλὴ κου­βέρ­τα. Τό­σο και­ρὸ στὸ δρό­μο, ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ἀν­τί­κρι­ζε τέ­τοι­α «κομ­φὸρ» καὶ μά­λι­στα στὴ μέ­ση τῆς Στα­δί­ου. Στὴν ἄ­κρη τοῦ χάρ­τι­νου δω­μα­τί­ου ἀ­φη­μέ­νες δυ­ὸ γε­μά­τες πλα­στι­κὲς σα­κοῦ­λες. Σκέ­φτη­κε πρὸς στιγ­μὴ νὰ πε­ρι­μέ­νει γιὰ νὰ δεῖ τὸν κά­το­χο τοῦ ὑ­παί­θριου κα­τα­λύ­μα­τος. Ὕ­στε­ρα τὸ με­τά­νοι­ω­σε. Δὲ βα­ρι­έ­σαι! Συ­νέ­χι­σε τὸ δρό­μο του ἀ­να­ζη­τών­τας τὸ δι­κό του λη­μέ­ρι.
       Βρῆ­κε προ­στα­σί­α ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο τῆς νύ­χτας στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ μιᾶς ἐμ­πο­ρι­κῆς στο­ᾶς. Τὰ μα­γα­ζιὰ ὅ­λα κλει­στά. Ποῦ καὶ ποῦ περ­νοῦ­σε κα­νεὶς βι­α­στι­κὰ ἀ­πὸ μπρο­στά του, ρί­χνον­τάς του μιὰ κλε­φτὴ μα­τιὰ ἀ­να­μι­κτου φό­βου καὶ οἴ­κτου. Τυ­λί­χτη­κε μὲ τὴν κου­βέρ­τα καὶ ξά­πλω­σε κου­λου­ρι­α­σμέ­νος στὸ φαρ­δὺ πε­ζού­λι ἑ­νὸς κα­τα­στή­μα­τος. Ἔ­κλει­σε τὰ μά­τια σφι­χτὰ σὲ μιὰ προ­σπά­θεια νὰ ἀ­πο­κο­πεῖ ἀ­π’ ὅ­σα τὸν πε­ρι­έ­βαλ­λαν. Ὁ ὕ­πνος ὅ­μως δὲν ἐρ­χό­ταν. Πε­ρα­σμέ­να με­σά­νυ­χτα πιά, ση­κώ­θη­κε κι ἄ­φη­σε τὰ πράγ­μα­τά του ἐ­κεῖ, κα­το­χυ­ρώ­νον­τας τὸ χῶ­ρο.
       Περ­πά­τη­σε ξα­νὰ πρὸς τὸ μέ­ρος ποὺ ἡ ἀ­νάγ­κη του τὸν τρα­βοῦ­σε. Σὲ λί­γα λε­πτὰ ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Πλη­σί­α­σε. Τὸ χάρ­τι­νο τεῖ­χος ἦ­ταν τώ­ρα πε­ρί­κλει­στο. Τὸ ἄ­νοιγ­μα ποὺ πρὶν ἐ­πέ­τρε­πε στοὺς ἔ­ξω νὰ δοῦν τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό του, εἶ­χε κλεί­σει μ’ ἕ­να ἀ­κό­μα χαρ­τό­νι. Κον­το­στά­θη­κε γιὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα. Ἔ­πει­τα ἔ­σπρω­ξε προ­σε­κτι­κὰ τὸ χαρ­τό­νι καὶ ἔ­ρι­ξε μιὰ λα­θραί­α μα­τιά. Ἡ θέ­α τοῦ ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νου ζευ­γα­ριοῦ ποὺ βρι­σκό­ταν ξα­πλω­μέ­νο στὸ δι­πλὸ στρῶ­μα τὸν ἔ­κα­νε νὰ πι­σω­πα­τή­σει. Θέ­λη­σε νὰ ξα­να­κοι­τά­ξει. Δὲν πρό­λα­βε ὅ­μως νὰ δεῖ πολ­λά. Μιὰ ἀ­δέ­ξια κί­νη­ση ἦ­ταν ἀρ­κε­τὴ γιὰ νὰ κά­νει τὸν ξα­πλω­μέ­νο ἄν­τρα νὰ ση­κω­θεῖ ὄρ­θιος στὸ λε­πτὸ καὶ νὰ τὸν ἀ­πει­λή­σει μ’ ἕ­να σου­γιά: «Φύ­γε ἀ­πὸ δῶ ρὲ ἀ­νώ­μα­λε, για­τὶ σοῦ τὴν ἄ­να­ψα!». Τα­ραγ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ θέ­α­μα καὶ τὴν ἀ­πει­λὴ τό ‘βά­λε στὰ πό­δια.
       Ἔ­φτα­σε ξέ­πνο­ος στὸ κα­τά­λυ­μα τῆς στο­ᾶς καὶ κά­θι­σε στὸ πε­ζού­λι. Ἄ­κου­γε τὴν καρ­διά του νὰ χτυ­πᾶ δυ­να­τὰ κι ἕ­να πό­νο στὸ στο­μά­χι σὰν ἀ­πὸ γρο­θιά. Σκυμ­μέ­νος μὲ τὸ κε­φά­λι στὰ γό­να­τα συ­νει­δη­το­ποί­η­σε πὼς ὁ πό­νος δι­α­χέ­ον­ταν σ’ ὅ­λο του σῶ­μα. Τὸν δι­α­περ­νοῦ­σαν ρί­γη.
       Ἡ ὥ­ρα περ­νοῦ­σε καὶ ὁ πό­νος ἔ­δι­νε σι­γὰ σι­γὰ τὴ θέ­ση του στὸ θυ­μὸ καὶ τὴ ζή­λεια ποὺ θέ­ρι­ευ­αν μέ­σα του.
       Ξη­με­ρώ­μα­τα Κυ­ρια­κῆς. Οἱ δρό­μοι ἄ­δει­οι. Ἡ ἀ­γρύ­πνια τῆς νύ­χτας τὸν ἔ­χει κα­τα­βά­λει. Ἀ­νά­βει τσι­γά­ρο καὶ βγαί­νει στὸ δρό­μο νὰ περ­πα­τή­σει. Τὰ βή­μα­τά του τὸν ὁ­δη­γοῦν πά­λι ἐ­κεῖ. Ἀ­πὸ μα­κριὰ βλέ­πει τὰ χαρ­τό­νια ριγ­μέ­να πά­νω στὸ στρῶ­μα. Πλη­σιά­ζει. Ἡ ἐ­ρη­μιὰ τῆς πό­λης εἶ­ναι σύμ­μα­χός του. Κοι­τά­ζει γύ­ρω του δῆ­θεν ἀ­δι­ά­φο­ρα καὶ ἐν­τε­λῶς φυ­σι­κὰ ἀ­φή­νει τὸ ἀ­ναμ­μέ­νο τσι­γά­ρο νὰ πέ­σει πά­νω στὰ χαρ­τό­νια. Συ­νε­χί­ζει τὸ δρό­μο του μὲ βῆ­μα γορ­γό.




Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Βά­νια Σύρ­μου (Ρί­ο Ντὲ Τζα­νέ­ι­ρο, 1967). Σπού­δα­σε Κλασ­σι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὶς με­τα­πτυ­χια­κές της σπου­δὲς στὸ πρό­γραμ­μα «Φύ­λο καὶ νέ­α Ἐκ­παι­δευ­τι­κὰ καὶ Ἐρ­γα­σια­κὰ Πε­ρι­βάλ­λον­τα στὴν Κοι­νω­νί­α τῆς Πλη­ρο­φο­ρί­ας» τοῦ τμή­μα­τος Ἐ­πι­στη­μῶν τῆς Προ­σχο­λι­κῆς Ἀ­γω­γῆς καὶ τοῦ Ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ Σχε­δια­σμοῦ τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Αἰ­γαί­ου. Ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ με­τα­φρά­σεις της ἀ­πὸ τὴν ἀγ­γλό­φω­νη λο­γο­τε­χνί­α.

planodion | 28 Δεκεμβρίου 2015, 5:00 π.μ.




Δεν υπάρχουν σχόλια: