Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

 




Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 3

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

 Μια χαρά γνωριζόμαστε. Δεν χρειάζεται να ξανασυστηθούμε. Τα συναισθήματά μου για σας είναι γνωστά. Τα δικά σας πάλι άφαντα. Άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να κρύβω λόγια. Θα μου πείτε, εδώ τα βγάλαμε όλα στην μπερλίνα κι εσύ παίζεις κρυφτό με μάσκα; Ε, έχετε κάποιο δίκιο αλλά πρέπει να κρατάω και άμυνα. Γιατί, κύριε Κο Βιτ δεν μου αφήνετε πολλά περιθώρια. Σας βλέπω στον ύπνο μου με διάφορα προσωπεία και τινάζομαι. Προχθές έδωσα μια κλοτσιά στο πάπλωμα και το έστειλα απέναντι στη γιαγιά μου, που προσευχόταν για την εξαφάνισή σας. Τρόμαξε η καημένη και άρχισε την προσευχή της από την αρχή. Σκεφτείτε να είχε αρπάξει καμιά αδέσποτη και τώρα να έτρωγε χώμα στην αυλή. Είδατε τι με κάνετε και λέω; Την αγαπάω τη γιαγιά μου, κι εκείνη με αγαπάει, πολύ. Πίνει νερό στο όνομά μου. Λέει πως με την εξυπνάδα μου θα κατακτήσω πολλές κορυφές. Κι όταν γκρινιάζω, γιατί αυτό αργεί να γίνει, με συμβουλεύει να μη βιάζομαι και να μην αφήνω το ενδιαφέρον μου να ξεθυμαίνει αλλά να περιμένω να ξεμπερδέψουμε πρώτα από σένα.

 Αγανακτώ, κύριε Κο Βιτ, γιατί όλο μπροστά μου σας βρίσκω. Εσείς με καθυστερείτε να προλάβω το μέλλον μου. Γι’ αυτό εκνευρίζομαι και τσιρίζω και μόλις με ακούει η γιαγιά μου αρχίζει να φωνάζει και αυτή. Λέει να μην σε αφήσω να απομαγεύεις τη ζωή μου ούτε να κάνεις το δέος μου γι’ αυτή να σέρνεται. Λέει και άλλα πολλά, που εγώ δεν καταλαβαίνω, και την αποπαίρνω μπας και σταματήσει. Τότε η γιαγιά μου εκνευρίζεται και αρχίζει να με κυνηγάει με την παντόφλα κι επειδή δεν βλέπει καλά κοπανάει όποιον βρεθεί μπροστά της. Ο πατέρας μου της λέει να σταματήσει το θέατρο και να βγάλει τα βαμβάκια, που στουπώνει στη μύτη της για να μην περνάει η μόλυνση μέσα, και να πάψει ν’ αναπνέει από το στόμα με καλαμάκι τυλιγμένο σε τουλουπάνι. Όμως η γιαγιά μου τον κατσαδιάζει· του λέει ν’ αφήσει τα ραπανάκια που καλλιεργεί στη διαδικτυακή φάρμα και να μαζέψει τον πατέρα του, που ανοίγει τρύπες στο μωσαϊκό του μπαλκονιού για να φυτέψει κρεμμύδια. Ας είναι καλά το σκυλί, λέει, που τα ξεριζώνει.

 Συχνά, του τα σούρνει η γιαγιά μου για τις επιλογές του και ιδιαίτερα για τη μάνα μου, που την κατηγορεί ότι δεν πλένεται για να μην ανοίξουν οι πόροι του δέματός της και περάσει ο ιός. Αλλά σήμερα δεν είπε τίποτα σχετικό αφού είχε ν’ ασχοληθεί με τη θεία μου, που όλη μέρα ξεσήκωνε πατρόν από τα μπούρντα που είχε βρει στο πατάρι.

 «Είναι παλιακά, δεν είναι της μόδας» της έλεγε η μάνα μου, που είναι και η μεγαλύτερη αδελφή της.

«Θα γίνουν καινούργια μόδα μετά τον πόλεμο» φώναζε η γιαγιά, που κάποιες φορές καταλαβαίνει.

 Το καταλαβαίνουμε κι εμείς ότι καταλαβαίνει όταν καθαιρεί την παντόφλα από λάβαρο και την αφήνει να πέσει στο πάτωμα αλλά το χέρι της μένει μετέωρο. Και τότε πέφτει μεταξύ μας μια αμηχανία, που την καταλαβαίνει η γιαγιά και αρχίζει να ασχολείται πάλι μαζί μου.

 Συνεχίζεται…

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: