Παρασκευή 21 Απριλίου 2023


 






Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

Χρήστος Οικονόμου, Πες της


 Με ρυθμική αφήγηση κινηματογραφικής αισθητικής, με γρήγορες εναλλαγές σκηνών, με αμοντάριστα μεσαία, κοντινά και γκρο πλάνα, με την αφηγήτρια ως το υποκειμενικό κάμερας που κινείται, καταγράφει και αναδεικνύει πρόσωπα και κοινωνική πραγματικότητα και με μια φράση "Πες της σ'αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω" σαν αίνιγμα και σαν επωδός, ο ξεχωριστός και πολυβραβευμένος Χρήστος Οικονόμου έχτισε με λεπτομέρεια και ωριμότητα την παρούσα νουβέλα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, πριν από λίγες ημέρες. Κείμενο χείμαρρος που διαβάζεται απνευστί, συγκλονίζει και αποδεικνύει το πόσο σπουδαίος τεχνίτης της γραφής είναι ο Οικονόμου ο οποίος και εδώ -όπως και στα προηγούμενα έργα του- μας αφήνει άναυδους με την ευρηματικότητά του, την θεματολογία του, τη στακάτη γραφή του, τον επιτυχημένο συνδυασμό σκληρού ρεαλισμού και ποιητικότητας, τη δημιουργία χαρακτήρων αυθεντικών -γνήσιων κομματιών καθρέφτη του "εγώ", "εσύ", "εμείς"," αυτοί", του εαυτού μας, των διπλανών μας και δικών μας που πασχίζουν να αποκαταστήσουν ισορροπίες μέσα στην ανισορροπία της καθημερινότητας.

Από την πρώτη του εμφάνιση στην πεζογραφία το 2003, με το "Η γυναίκα στα κάγκελα" από τα Ελληνικά Γράμματα, ο Χρήστος Οικονόμου προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση, για να ακολουθήσει μια επταετία αργότερα η εμβληματική συλλογή διηγημάτων "Κάτι θα γίνει, θα δείς",(εκδόσεις Πόλις, 2010) με την οποία εντυπωσίασε, καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο σημαντικούς διηγηματογράφους της γενιάς του, κατέκτησε μια υψηλή θέση στον χώρο της εγχώριας πεζογραφίας και όχι μόνο της εγχώριας καθώς η συλλογή μεταφράστηκε και σε χώρες του εξωτερικού και του χάρισε το 2011 το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος - Νουβέλας και το 2017 το Prix littéraire des Jeunes Européens. Στην πορεία, εκδόθηκαν οι συλλογές διηγημάτων "Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα", το 2014, και "Οι Κόρες του Ηφαιστείου", το 2017, παράλληλα με τις συμμετοχές του σε συλλογικά έργα, τις αξιέπαινες μεταφράστικές δουλειές του και την δημοσιογραφική του ιδιότητα, για να έρθει το 2022 και η πολύ σημαντική διάκριση με το βραβείο Chowdhury Prize in Literature που του απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας.

Με τη νουβέλα "Πες της", ο Χρήστος Οικονόμου -αυτός ο άξιος "απόγονος" κλασικών και πιο σύγχρονων Αμερικανών συγγραφέων που φιλοτέχνησαν με τη λάμα και τη φλόγα της γραφής τους τοπία, συνθήκες και πορτραίτα του αμερικανικού Νότου- επιστρέφει και, ξανά, εντυπωσιάζει με τα άρτια δουλεμένα και υποδειγματικά του εκφραστικά μέσα και τον ίδιο να βρίσκεται σε μια εξαιρετική του στιγμή, ίσως την ωριμότερη και πιο μεστή της συγγραφικής του πορείας εως σήμερα, με μια ιστορία που στοιχειώνει τον αναγνώστη δημιουργώντας του ένα πλήθος συναισθημάτων και σκέψεων για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, κινούμαστε και αναπνέουμε.

Πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα δίχως όνομα και στοιχεία ταυτότητας που εργάζεται ως κούριερ, που κινείται διαρκώς και  παίζει κυνηγητό με τα πράγματα, το χρόνο και το χώρο που πότε την πιάνουν και πότε τους ξεφεύγει. Επιστήθια φίλη της είναι η Λένα, κομμώτρια με μαγικά δάχτυλα, η οποία στα ρεπό της την συνοδεύει στα δρομολόγια και στις μεταφορές δεμάτων και φακέλων και την πειράζει λέγοντάς της ότι έχει τρελομαγνήτη που έλκει όλους τους σαλεμένους Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων. (Η ιστορία της νουβέλας ξεκινάει με τις δυο τους σε ένα δρομολόγιο προς το χιονισμένο Πήλιο: η αφηγήτρια οδηγεί το βαν ταχυμεταφορών και η Λένα, συνοδηγός, κρατάει στα  χέρια της μια τεφροδόχο με τις στάχτες μιας νεκρής 27χρονης - δέμα σε μεταφορά προς τη μητέρα της. Και είναι εκεί τελικά, στο Πήλιο, όπου θα λυθεί ο γρίφος της επανάληψης της φράσης "Πες της").

Η αφηγήτρια δεν μιλά ποτέ για τον εαυτό της παρά μονάχα για τους ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών, διαφορετικής κοινωνικής τάξης και διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου που συναντά σε σπίτια και καταστήματα στα πλαίσια της δουλειάς της, οπότε μοιραία γίνεται αυτόπτης μάρτυρας, παρατηρήτρια και παραλήπτρια παραπόνων, αλλόκοτων συμπεριφορών, ετερόκλητων εξιστορήσεων μικρής και μεγαλύτερης διάρκειας, εξομολογήσεων, κωμικών και δραματικών περιστατικών.

Οι παραλήπτες των δεμάτων είναι άνθρωποι καλοί και κακοί, τερατόμορφοι και αγγελόμορφοι, σοφοί, σκεπτόμενοι, ποιητές, σαλοί, τρυφεροί και σκληροί, εμμονικοί, άνθρωποι με μάτια ηλιαχτίδες και μάτια μπόρες, άνθρωποι που γιορτάζουν ή κηδεύουν τα όνειρά τους, που καίνε πενηντάευρα, καίνε παρελθόν/παρόν/μέλλον, καίνε τις εποχές, τις νύχτες, τις ζωές τους και τις επιθυμίες τους αλλά μέσα τους ακόμα και πάντα υπάρχει και διατηρείται ζωντανή η δίψα για μοίρασμα και ανθρώπινη επαφή.

 

Η φωνή της αφηγήτριας είναι ο συνδετικός κρίκος που ενώνει τα θραύσματα και τις εικόνες τους, γίνεται φωνή και όχημα όλων εκείνων που συναντά για λίγα λεπτά -όσο διαρκεί μια εξομολόγηση μοναξιάς και απόγνωσης- και είναι σαν να μπαίνει σαν αερικό σε καδραρισμένα πλάνα ή σε φωτογραφικά στιγμιότυπα για να αποτυπώσει ύστερα στην αφήγησή της σπαρακτικές αφηγήσεις νου και καρδιάς των άλλων. Το ενεργοποιημένο βλέμμα της αντικρίζει κατάματα τους ανθρώπους. Κατάματα και το παζλ της ζωής τους που κι αν κάποτε ενώνεται, πάλι κομμάτια είναι.  Άλλοτε αποστασιοποιημένη, άλλοτε με συμπόνια και άλλοτε με συγκρατημένο συναίσθημα, ακούει τις σύντομες ιστορίες των παραληπτών και αρκετές από αυτές τις κουβαλάει μέσα της σαν μικρά βαρίδια και σαν ιλαρές σκέψεις, ενώ μερικές τις μοιράζεται με τη Λένα. Υπάρχουν στιγμές που νιώθει ότι έχει δυο μνήμες και άλλες στιγμές έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται στο αύριο προτού καν ολοκληρωθεί το χθες.

Η ανώνυμη αφηγήτρια αποκτά για όνομα όλους τους δρόμους που πέρασε και περνάει, όλους τους ήλιους κι όλες τις βροχές που είδε και βλέπει. Το όνομά της είναι οι άνθρωποι -ευγενείς, αγενείς, νέοι, ηλικιωμένοι, φωτεινοί, σκοτεινοί, ζωντανοί, νεκροί και νεκροζώντανοι- των σπιτιών και των διαμερισμάτων - τάφων και ουρανών. Το όνομά της είναι όλες οι θάλασσες κι όλα τα βουνά, τα πουλιά και τα δέντρα, όλα τα φώτα κι όλες οι σκιές, τα χαστούκια και τα χάδια,οι χαρακιές και τ' ανθρώπινα χαμόγελα,  όλοι οι ψίθυροι και οι κραυγές, όλες οι διαδηλώσεις, όλες οι βουβές και εκκωφαντικές επαναστάσεις, όλα τα παράθυρα και οι πόρτες, τα σεντόνια που χορεύουν στα μπαλκόνια στο ρυθμό του ανέμου, όλα τα καινούργια δωμάτια των σπιτιών που χτίστηκαν για να χωρέσει ο πόνος, όλοι οι μήνες, όλες οι εποχές, όλες οι οδοί και οι συνοικίες, όλα τα υπαρκτά κι ανύπαρκτα, όλες οι μνήμες μέλι και δηλητήριο, όλο το δίκαιο και τ' άδικο του κόσμου, όλα τα χιόνια και οι λιακάδες και τα καλοκαίρια με φόντο το μέλλον που αποκτά μια μωβ ροζ ιδέα σάρκας και οστών.

Νουβέλα καταιγιστικού ρυθμού και υψηλού λογοτεχνικού ύφους, με μαύρο σαρκασμό, χιούμορ και έντονη συγκίνηση, για την πικρή καθημερινότητα / διαβίωση στην Ελλάδα του σήμερα, για την εθνική μας παράνοια, το εθνικό μας φως και την εθνική μας μοναξιά όπως ξεδιπλώνονται μέσω των ενσωματωμένων μικροαφηγήσεων που ακολουθούν η μια την άλλη σαν ανάσες ανθρώπινες, ιστορία την ιστορία, πλάνο το πλάνο.

 

Πρώτη δημοσίευση Γιάννης Δρούγος στο blog into my books

20 Απριλίου 2023, Εκδόσεις  Πόλις Αθήνα 2022


Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022





 


















Αναζωή

 

Στη γέννησή του οι μοίρες του

τον θάνατο υμνούσαν

αντέδρασε με τη ζωή

και όσα του στερούσαν

στη ζήση που δεν γνώρισε

τα έκανε αξία

και αν δεν τη συνάντησε

δεν είχε σημασία

 

Μη βγάζεις εισιτήριο

να θάψεις το κορμί σου

πιάσ’ τη ζωή απ’ τα μαλλιά

και πάρτηνε μαζί σου,

είπε, χωρίς κριτήριο

θα είσαι τελειωμένος

Δεν έκλαψε το θάνατο

σαν να ’ταν κληρωμένος

 


Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021


 

Χρόνια πολλά στην Κατερίνα

 

Ήθελα να γράψω κάτι για σήμερα που γιορτάζω. Κάτι ευχάριστο για να μη λένε οι “διάφοροι” πως γράφω για να τους βασανίζω. Να πω, παραδείγματος χάριν, χαρούμενα πράγματα όπως χρόνια πολλά στις Κατερίνες, ή με το καλό να έρθουν τα Χριστούγεννα, ή καλές γιορτές να έχουμε, ή γεια και χαρά στο σπιτικό σας, να χαρείτε, να γιορτάσετε, να φάτε και να χορέψετε κι απ’ τον κόβιτ να ξεμπερδέψετε. Και πάνω απ’ όλα να πιείτε τον Βόσπορο και να γίνετε ντίρλα, από την ξεγνοιασιά, την ευχάριστη διάθεση και τα όνειρα που θα πραγματοποιήσετε στη συνέχεια. Με λίγα λόγια μόλις ξεκίνησε ένας ακόμα χειμώνας και αφού δεν κατάφερα να πω στον καθένα ξεχωριστά καλό μήνα ας πω χρόνια πολλά στις Κατερίνες που αύριο θα προσθέσουν άλλη μια γιορτή στη ζωή τους. Τώρα όμορφη ή χάλια εκείνες ξέρουν. Εξαρτάται από τις επιλογές τους.

      Ήθελα, αλλά όσο και να θες η ζωή δεν σε αφήνει ν’ αγιάσεις. Για να μην μακρηγορούμε, την ώρα που κατέστρωνα τα σχέδια για την αυριανή μέρα άκουσα φωνές, βρισιές και συνεχείς εκκλήσεις για βοήθεια. Στην περιοχή μας δεν συνηθίζονται παρόμοια συμβάντα. Οι άνθρωποι είναι διακριτικοί και δεν ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις, παρακολουθούν μόνο πίσω από τις γρίλιες τα συμβάντα, για να έχουν άποψη φυσικά. Σε άλλες γειτονιές αν ακουστεί κάτι παράταιρο πετάγονται όλοι έξω. Έτσι νόμιζα μέχρι τώρα ότι θα συνέβαινε και για τη δική μου γειτονιά. Τουλάχιστον αν κάποιος φώναζε για βοήθεια. Στην ιστορία μας όμως δεν πετάχτηκε κανένας έξω.

        Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω πολύ για να αναγνωρίσω αυτούς που μάλωναν. Δεν είχα σκοπό ν’ αναφέρω ονόματα, έλα όμως που η Κατερίνα γιορτάζει σήμερα. Κατερίνα τη λένε, έχει περάσει τα ογδόντα και έχει διαγνωστεί τα τελευταία χρόνια με αλτσχάιμερ. Μεγάλωσε στην Κηφισιά με το πιάνο και τα γαλλικά της και αναγκάστηκε να πάρει τη ζωή στα χέρια της μετά το πρόωρο θάνατο του πατέρα της. Όταν γνώρισε τον άντρα της ήταν οικονομικά ανεξάρτητη κι αυτός όμορφος και μικρότερος. Τον παντρεύτηκε από έρωτα παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της. Εκείνη βρήκε τον άνθρωπό της και αυτός μπήκε στην καλή κοινωνία. Από την πρώτη στιγμή της πήρε τον αέρα. Ήταν μαθημένος να γίνεται το δικό του και κατέληξε δύστροπος. Εκείνη στην αρχή ντρεπόταν ν’ αντιδράσει στις παραξενιές του, μετά φοβόταν μήπως ακούσει εκείνο το «στα ’λεγα» της μητέρας της και στο τέλος ντρεπόταν τον κόσμο. Όταν είδε πως δεν είχε σωτηρία άρχισε να του απαντάει ανάλογα με τα λόγια και τη συμπεριφορά του με αποτέλεσμα να καταλήγουν σε ομηρικούς καυγάδες που έκλειναν πάντα με υβρεολόγια εκ μέρους του.

       «Να έρθεις μια μέρα να σου πω τη ζωή μου να τη γράψεις» μου έλεγε κάθε φορά που με έβλεπε.

Δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά με θυμόταν ακόμα και όταν ξέχασε ποιος ήταν ο σύντροφός της και πάντα με καλούσε για καφέ για να μου πει την ιστορία της. Δεν καταφέραμε να βρεθούμε· όποτε μας έβλεπε εκείνος να μιλάμε την τραβούσε μέσα, βρίζοντας. Σήμερα τον άκουσα και πάλι να τη βρίζει επειδή φοβόταν να κατεβεί τα πέντε σκαλοπάτια της εισόδου. Μόνο που τώρα, όσο εκείνη καλούσε σε βοήθεια, τη χτύπαγε κιόλας. Δεν είδα τη σκηνή είδα όμως μια περαστική κυρία, που του φώναξε να σταματήσει να την χτυπάει γιατί θα καλούσε την αστυνομία. Εκείνος άφησε την Κατερίνα και επιτέθηκε στην ξένη γυναίκα. Το τι είπε το στόμα του δεν περιγράφεται. Χαρά στο κουράγιο της. Βγήκε και ένας γείτονας από το ισόγειο για να βοηθήσει να λυθεί η «παρεξήγηση». Μια παρεξήγηση που δεν λύθηκε γιατί κρατάει χρόνια. Σημασία έχει πως σταμάτησε να την χτυπάει –υποψιάζομαι προσωρινά, λόγω φόβου και όχι ντροπής. Αν επαναληφθεί θα την λύσω εγώ. Το υποσχέθηκα στη γιορτή μου.      

       Σ’ αυτή την Κατερίνα λοιπόν, που δεν θυμάται την προηγούμενη ζωή της, στην Κατερίνα που ο σύντροφός της τη χτυπάει όταν, λόγω αστάθειας, φοβάται να κατεβεί τα σκαλοπάτια, στην Κατερίνα που υπερασπίζονται οι περαστικοί γιατί οι γείτονες φοβούνται να επέμβουν, στην Κατερίνα που δεν ξέρει ότι γιορτάζει ας ευχηθούμε όλοι, μέσα από την καρδιά μας, χρόνια καλά.   


Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

 


ΣΤΙΣ ΑΝΤΙ-ΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑ  Μύγα στον καφέ

In ΛογοτεχνίαΠεζογραφίαΧρονογράφημα by mandragoras 4 Νοεμβρίου , 2021

https://mandragoras-magazine.gr/%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9-%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%b5%cf%82-%ce%bc%cf%8d%ce%b3%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%ba%ce%b1%cf%86%ce%ad/1788


Οι στερημένοι γίνονται υστερικοί

 Ένα ψαθάκι φορεμένο στραβά. Πάνω στην γκρενά κορδέλα του μία κουμπότρυπα δέχεται στα σωθικά της τον μίσχο ενός λευκού κρίνου. Δείχνει θαλερός· ίσως ανανεώνεται συχνά, ίσως και είναι η πρώτη μέρα της κοπής του. Με τρία πηδήματα, ο τύπος με το ψαθάκι παίρνει κατεβασιά τις σκάλες και φωνάζει από την πόρτα της κουζίνας: «Έφτασαν! Σε μισό λεπτό θα είναι εδώ». Ο χρόνος παγώνει.

*

Μια μύγα πετάει γύρω-γύρω εκνευριστικά. Είναι λερωμένη από κάτι σκούρο. Σαν γραφίτης εκτυπωτή, μοιάζει. Το μεταφέρει παντού στο δωμάτιο. Όπου ακουμπούν τα ποδαράκια της αφήνουν σκούρα σημάδια. Ένας τύπος κάθεται κοντά στο τραπέζι και μετράει τις στάμπες· είναι μικρές, δείχνουν σαν παιδικά σφραγιδάκια πάνω στο ανοιχτόχρωμο καπάκι του τραπεζιού. Αναρωτιέται πόσα πόδια έχει η μύγα, ξύνοντας το κεφάλι του πάνω από το καπέλο. Μετράει 4-3-8 μικρά, πολύ μικρά, βεντουζάκια. Μόνο με φακό μεγεθυντικό θα μπορούσε να δει κανείς τα δαχτυλάκια τους. Ωστόσο κατάφερνε όλα τ’ αποτυπώματά της να είναι ίδια χρωματικά. Ο τύπος ξύνει πάλι το κεφάλι του πάνω από το καπέλο. Ή μήπως η διάσταση τα έκανε ίδια; Ένας τρόπος είναι ν’ αναβαπτίζει τα παπουτσάκια της σε σκούρο υγρό και να επανέρχεται. Άλλος, να τα βάφει με κάποιο εσωτερικό υγρό. Τρίτος, να συμπυκνώνει τα χρώματα η σμίκρυνση. Στο τέλος το λευκό χαρτί πάνω στο τραπέζι γεμίζει από σκούρες βούλες. Σκέφτεται πως η μύγα έβαλε στο μάτι το χαρτί του επειδή ήταν γκοφρέ και απορροφούσε τις εκκρίσεις της.

Αν δεν έκανε εκείνο το εκνευριστικά δυνατό βουητό θα την άφηνε να βόσκει πάνω στα πιάτα του νεροχύτη. Νύσταζε χθες και πήγε να κοιμηθεί χωρίς να τα πλύνει. Άλλωστε, είχε σκοπό να τα βάλει στο πλυντήριο, για απολύμανση. Δυναμώνει τον ήχο της τηλεόρασης για να μην ακούει το βουητό της μύγας. Εκείνη αντιλαμβάνεται την αντίδρασή του και αρχίζει να κάνει κύκλους πάνω από το κεφάλι του. Αυτό τον ενοχλεί. Την διώχνει περνώντας το χέρι του ξυστά από τα μαλλιά του. Αυτή επανέρχεται. Εκείνος επαναλαμβάνει την κίνηση. Η μύγα δεν δείχνει να συμμορφώνεται. Επανέρχεται.

Αρχίζει να την κυνηγάει στην αρχή με το χέρι του. Έχει την ψευδαίσθηση πως θα τη λιώσει με την παλάμη. Η μύγα ξεφεύγει από το χαρτί και πηγαίνει στις πετσέτες. Η στάση της τον εκνευρίζει περισσότερο. Φαντάζεται τί βρωμιές μπορεί κουβαλάει και αυτό τού προκαλεί αναγούλα. Μετά από τις πετσέτες πάει στο ψωμί. Ακόμα χειρότερα, σκέφτεται, αλλά ήταν καταδικασμένο αφού βρισκόταν εκτεθειμένο από το πρωί. Είχε ήδη ξεραθεί, έτσι κι αλλιώς θα το πέταγε. Ο τύπος με το ψαθάκι σηκώνεται, αρπάζει μια πετσέτα και ανεμίζοντάς την παίρνει τη μύγα στο κατόπι. Εκείνη κάνει ακόμα δύο γύρους πάνω από το κεφάλι του και κάθεται στο φλιτζάνι με τον καφέ του. Εκεί που ακουμπούσε τα χείλη του. Τρελαίνεται. Στον καφέ του; Ευτυχώς που είχε πιεί αρκετό· ήταν ήδη κάτω από τη μέση. Θα μπορούσε να φτιάξει άλλον, δεν είναι εκεί το θέμα. Αν δεν την είχε δει; Εκεί είναι το θέμα. Φουντώνει. Το μόνο που θα τον ικανοποιούσε εκείνη τη στιγμή ήταν να την λιώσει. «Αυτό είναι το τέλος σου» σκέφτεται και κατεβάζει την πετσέτα με όλη του τη δύναμη πάνω της. Αυτή πέφτει στον καφέ και πνίγεται, ή λιποθυμάει και πνίγεται, ή κηδεύεται πνιγμένη σε υγρό τάφο. Πάντως, πνίγεται. Στον καφέ του μέσα.

*

Η βρύση στάζει το νερό της πάνω στ’ άπλυτα πιάτα. Ο κύκλος τους κόβεται στα δύο, στα τρία, στα πολλά. Κάθε σταγόνα μοιράζεται σε ίσα τμήματα, γεμίζει τον νεροχύτη και ρέει συνεχόμενα προς τον τόπο της προέλευσής της. Η υγρασία της πνίγει τις ρωγμές, καλύπτει τα ξεφτίσματα του δαπέδου. Χιλιάδες πόδια έχουν συρθεί σ’ αυτό το αφύσικο πάτωμα. Από το χώμα ως την επένδυση λαμινέιτ παρεμβάλλονται σωρός από τεχνολογικές δικαιολογίες. Η μόνωση προτάσσεται ως ανάγκη. Ο πλουτισμός από την εξυπηρέτηση των ανθρωπίνων αναγκών ως ευκαιρία. Το νερό κυλάει πάνω από τις κάθετες γραμμές του πατώματος. Το νερό, η ανάσα της ζωής, η μετάγγιση της δύναμης, η ελπίδα που γίνεται απελπισία.  

«Έφτασαν. Σε μισό λεπτό θα είναι εδώ», ακούγεται μία φωνή.

Είναι αδύνατο. Δεν μπορούν. Είναι υπερβολή. Είναι παρέκκλιση από το φυσιολογικό. Ο χρόνος παγώνει μέσα στο δωμάτιο.

Οι αγοραστές προσπερνούν την εκροή του νερού και συνεχίζουν στην κατηφόρα. Αφιλόξενη τούτη η περιοχή ακούγεται να λέει ο τελευταίος. Το νερό περνάει κάτω από την πόρτα και απλώνεται στο δρόμο. Μαζί του κυλάει ένα ψαθάκι. Η κουμπότρυπα στην γκρενά κορδέλα του συγκρατεί ένα κλαδί λευκού κρίνου. Δείχνει θαλερός. Πάνω του η ψόφια μύγα του καφέ.

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021



Δεν θέλω 

                παν' στον τάφο μου

ανθρώπους να με κλαίνε

μα όσο ζω και βρίσκομαι

αλήθειες να μου λένε

 

Δεν θέλω λόγια ψεύτικα

κι αγάπες που πονούνε

θέλω όσο ζω να έρχονται

την πόρτα να χτυπούνε.  

 

Να σέβονται, να μ’ εκτιμούν

κι ας μη με αγαπούνε

κι ας μη μ’ ανάψουνε κερί

κι ας μη με ασπαστούνε

 

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ περιοδικό / εκδόσεις / εκδηλώσεις: Τα κενοτάφια του νου





Από το λογοτεχνικό περιοδικό Εντευκτήριο
Τα κενοτάφια του νου 
η κριτικής της Λίνας Πανταλέων στην εφημερίδα Καθημερινή 


λέων πηγή: www.kathimerini.gr ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ Διάψαλμα: Διηγήματα Εκδόσεις Εντευκτηρίου Θεσσαλονίκη 2021 102...

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021





Ο εχθρός

 

Μίλησαν γι’ άφαντο εχθρό

όμως εγώ τον έβλεπα

να ’ρχεται κατά πάνω μου.

Λάθος, είπαν, εκτίμηση

κι αρμόδια αποφάσισαν

δεν ήταν τούτος ο εχθρός

και μην αναρωτιέμαι

μηδέ να ψάχνω εξήγηση.

Μ' αν ο αόρατος εχθρός

ήτανε ο πραγματικός

τότε εγώ ποιόν έβλεπα;

Ποιανού καπνός με πίγκωνε

όσο τόνε πλησίαζα

τη λάβα του να σβήσω

να σταματήσω τη ροή

που έσπρωχνε ο άνεμος

σε νέα γη παρθένα;

Ποιος ήταν κόκκινος, καυτός

και μου ’λιωνε τις σάρκες;

Εκείνοι όμως επέμεναν

αν ήταν τούτος ο εχθρός

δεν θα ’ταν κατακόκκινος.

Αυτός που χρώσταγα εγώ

ζωή για να φοβάμαι

στον κουρνιαχτό κρυβότανε

κι αόρατος γινόταν.

Γιατί ήταν μαύρος κι άραχλος

και κάλπαζε ασταμάτητος

με άτι γερό και μελανό

φροντίζοντας μη γεννηθεί

σπυρί από τις στάχτες.

 


Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021





Πονάνε οι λέξεις

στοιβαγμένες στο κεφάλι μου

να φύγουν θέλουν

και τρυπάνε το σφυγμό μου

Διπλώνω μέσα

σε χαρτί το κλάμα μου

κόκκινη στέλνω

τη γραφή στον εαυτό μου



 

Κυριακή 18 Απριλίου 2021

 




Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 14

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

Τα μάτια μου έχουν γίνει τετράγωνα από το τάμπλετ. Η τηλεκπαίδευση διαρκεί πολλές ώρες κάθε μέρα. Σχολείο, φροντιστήριο, ξένες γλώσσες, βάλε και κάποια χαζολογήματα όλα διαδικτυακά, μαζεύονται πολλά για την αντοχή μου αλλά λίγα για να ξεχάσω όσα αγαπώ και στερήθηκα. Στο σχολείο συναντούσα τους συμμαθητές μου, στο γήπεδο του μπάσκετ έπαιζα με τους φίλους μου ή μιλούσα με τα κορίτσια που με βοηθούσαν να καταλάβω τη συμπεριφορά της αδελφής μου. Τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε με τους γονείς μου κάποιες φορές σε συγγενείς και φίλους κι άλλες στο θέατρο ή στον κινηματογράφο. Σέρνομαι μέσα στο σπίτι αλλά το βρίσκω ανόητο να περιφέρομαι χωρίς λόγο στους δρόμους. Έφτασα να παρακαλάω να ξαναγυρίσουμε στα θρανία, εγώ που άρπαζα κάθε ευκαιρία για κοπάνα. Όλο αυτό που περνάω εδώ κι ένα χρόνο δεν είναι διακοπές· το σχολείο μού λείπει και η κοπάνα δεν έχει πλέον κανένα ενδιαφέρον.

Δεν ξέρω τι θα κάνετε αλλά θέλω να εξαφανιστείτε μπας και ξαναβρούμε το ρυθμό μας, όπως παρακαλάει και η μάνα μου. Ίσως καταφέρουμε να ξαναμπούμε στην όμορφη ρουτίνα που είχαμε πριν από σας, όπως επαναλαμβάνει και η γιαγιά μου πίνοντας τον καφέ της. Τα διαλείμματα που γίνονται ανάμεσα στα διαδικτυακά μαθήματα είναι μικρά και όσες φορές κι αν πάω με το Νο 6 το δωμάτιο της αδελφής μου δεν θα βρω κάτι ενδιαφέρον. Έχω και τη γιαγιά μου, που με παίρνει στο κατόπι από βαρεμάρα και φοβάμαι μην τη χτυπήσω με τα πατίνια. Γκρινιάζω στη μάνα μου, να της πει να με αφήσει ήσυχο, αλλά δεν μεσολαβεί· λέει πως είναι μεγάλη γυναίκα και δεν καταλαβαίνει, εγώ όμως νομίζω πως θέλει να την ξεφορτωθεί. Βρε, και τι δεν της λέει ο πατέρας μου για τις τόσες γιαγιάδες, που ζουν μόνες τους χωρίς παιδιά και εγγόνια, ή για τους παππούδες, που έχουν χάσει την αίσθηση του χρόνου εφόσον δεν αλλάζουν κουβέντα με κανέναν όλη μέρα, τίποτα δεν καταφέρνει.

Παρόλα αυτά, σήμερα είμαι λιγάκι χαρούμενος. Ήρθε η αδερφή μου στο σπίτι μετά από πολύ καιρό. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν ίδια όπως όταν έφυγε. Σαν να άλλαξε μου φάνηκε, σαν να μεγάλωσε πολύ. Κοίταζε το σπίτι λες και δεν το γνώριζε, χάιδευε τα πράγματα σαν να μη τα θυμόταν. Νόμιζα πως μας είχε ξεχάσει και δεν θα ερχόταν ξανά. Στην αρχή ήμουν συγκρατημένος, όμως άλλαξα γνώμη όταν την είδα στην κουζίνα να μιλάει χαμηλόφωνα με τη μάνα μας και να της χαϊδεύει τα μαλλιά. «Να τα βάψεις» της έλεγε κι εκείνη της απαντούσε «Μην το σκέφτεσαι, να γυρίσεις όποτε θες». Κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά καθώς τα λόγια τους δεν ταίριαζαν αλλά δεν είχα καμία όρεξη να μάθω περισσότερα γιατί στο σπίτι μας κάθε φορά που ένα μυστικό γίνεται γνωστό μας βγαίνει σε κακό. Στην αρχή τη λυπήθηκα που ήταν στεναχωρημένη. Μετά σκέφτηκα, καλά να πάθει που σηκώθηκε και έφυγε έτσι ξαφνικά, αλλά αμέσως το μετάνιωσα. «Η σκέψη του ανθρώπου είναι ένα αίνιγμα, πόσο μάλλον των γυναικών που δεν έχει όρια» όπως λέει και ο πατέρας μου. 

Όταν έφυγε η αδελφή μου, η μάνα μου τράβηξε με τρόπο τον πατέρα μου στην κουζίνα. Είπε πως χρειαζόταν βοήθεια, αλλά είμαι σίγουρος πως ήθελε να του μεταφέρει όσα λέγανε τόση ώρα. Την άκουσα να μιλάει για μια «ειδική γονική συνθήκη που είμαστε όλοι συνομήλικοι» αλλά δεν ξέρω τι εννοούσε. Νομίζω πως και ο πατέρας μου δεν πρέπει να καταλάβαινε τι του έλεγε, γιατί όση ώρα εκείνη μιλούσε αυτός συνέχιζε να καπνίζει κάτω από τον απορροφητήρα χωρίς να μιλάει. Και να μίλαγε πάλι δεν θα τον άκουγα· τα λόγια του θα έφευγαν μαζί με τον καπνό μέσα στο σωλήνα εξαερισμού.  

Αυτά γίνονταν μέχρι που η μάνα μου, με μια απότομη κίνηση, έκλεισε τον απορροφητήρα  και εκείνος, συνεχίζοντας να καπνίζει, πήγε κοντά στο παράθυρο. Τότε ήταν που τον άκουσα να της λέει να μην τον φορτώνει με περισσότερες έγνοιες και ότι του έφταναν τα προβλήματα που είχε με τη δουλειά· γιατί ήταν τόσα πολλά τα θέματα που έπρεπε να τακτοποιήσει και δεν μπορούσε καθώς τον είχε τσακίσει αυτή η αδράνεια. Αυτό ήταν. Η μάνα μου τα πήρε στο κρανίο, όπως συνήθιζε να λέει η αδελφή μου, και άρχισε να του τα χώνει –κι αυτό η αδελφή μου το λέει– πως δεν ήταν ο μόνος άνθρωπος στη γη που ζοριζόταν και πως η κατάσταση την είχε εγκλωβίσει κι εκείνη, ώστε να χάσει τις ισορροπίες της. Γι’ αυτό και δεν μπορούσε να τα κάνει όλα μόνη της μιας κι εκείνον τον ενδιέφερε η ησυχία του και δεν ανησυχούσε ούτε για τα αυτονόητα. Αυτά είπε.

Τώρα εξηγείται γιατί όποτε έκανα κάτι που δεν της άρεσε φώναζε: «Βγάλε τον αυτονόητο από μέσα σου». Κοίτα να δεις πως οι μεγάλοι αλλάζουν τα πράγματα όπως τους βολεύει, σκέφτηκα και συγχύστηκα. Για να ηρεμίσω πήρα τα πατίνια μου και άρχισα τις βόλτες σε όλο το σπίτι, χωρίς το χαρτί με το Νο 6. Πίσω μου έτρεχε η μάνα μου για να προλάβει τις ζημιές και τα πρόστιμα, παραπίσω ο παππούς φωνάζοντας συνθήματα και τελευταία η γιαγιά, που μας παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον σαν να έβλεπε αγώνες μοτοσυκλέτας στην τηλεόραση.

Ευτυχώς που έχω αυτούς τους δύο και αποκτά η ζωή μου ενδιαφέρον. Συμφωνώ με τον πατέρα μου όταν λέει ότι ο παππούς και η γιαγιά είναι προστατευόμενο είδος και δεν με νοιάζει που βρίζει τον ρατσισμό σας, κύριε Κο Βιτ. Σας αξίζει όλο το μίσος του κόσμου, αφού έχετε πετάξει στα αζήτητα τους ηλικιωμένους και τους κοροϊδεύετε ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να τσιτώνουν τα μούτρα τους και να βάφουν τα μαλλιά τους για να φαίνονται νεότεροι. Σας αντιπαθώ που τους αναγκάζετε να σαπίζουν μπροστά στην τηλεόραση μαθαίνοντας απέξω όλα τα σήριαλ αντί να χαίρονται τη ζωή που τους απομένει. Κι επειδή σήμερα δεν έχω καμία όρεξη να παριστάνω τον καλό, συμφωνώ και με τον παππού μου ότι σας χρειάζεται εκείνο το ιστορικό μπερντάκι για να δούμε μετά αν θα επιμένετε να μας κυνηγάτε.

Κύριε Κο Βιτ, δεν φοβάμαι μήπως μ’ εκδικηθείτε. Καλύτερα να με μισείτε παρά να με λυπάστε και να μου το δείχνετε.

 

Συνεχίζεται…

    


Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

 




Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 13

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

 

Τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν αλλά διαφορετικά. Δεν ξέρω πως γίνεται να σας μισώ και ταυτόχρονα να συμφωνώ μαζί σας. Περίπου δηλαδή. Εντάξει, παιδί είμαι δεν έχω και καμιά μεζούρα εκτίμησης, όπως λέει και η αδελφή μου κάθε φορά που η μάνα μου της τα χώνει ότι μου δίνει το κακό παράδειγμα. Τώρα, εγώ μιλάω με τον τρόπο της αδελφής μου όχι για εκνευρίσω τη μάνα μας αλλά επειδή συνήθισα τόσον καιρό· άσε που τελευταία έχει αρχίσει να μου λείπει.

Και οι γιορτές μου λείπουν. Κάποτε τέτοιες μέρες κανονίζαμε με τους γονείς μας τα ταξίδια που θα κάναμε. Είναι η δεύτερη χρονιά που ο κόσμος δεν κάνει σχέδια για διακοπές, σαν να μην είναι σίγουροι ότι υπάρχουν ελπίδες να πραγματοποιηθούν. Πέρυσι δεν γιορτάσαμε το Πάσχα, μα ούτε και τα Χριστούγεννα όπου μας είχαν υποσχεθεί οι αρμόδιοι δικοί σας. Τώρα, έρχονται απόκριες που πάλι θα «αποσταλούν απόρρητον»[1] –πάντα με μπερδεύουν αυτά που λένε οι στην τηλεόραση και δεν τα καταλαβαίνω– μαζί με την άνοιξη, που δεν θα έρθει για να γιορτάσουμε το δεύτερο φυλακισμένο μας Πάσχα. Και επειδή αυτά τα δύο πάνε μαζί αναρωτιέμαι σε ποιο από τα δύο θα ρίξουν το φταίξιμο οι αρμόδιοι, στην άνοιξη ή στο Πάσχα, όπως λέει και ο πατέρας μου, και κλείνει το μάτι στη μάνα μου.



[1] «Ανασταλούν επ’ αόριστον»

Γι’ αυτό, ενώ σας μισώ ταυτόχρονα σας παραδέχομαι. Σας μισώ γιατί δεν μπορούμε να προγραμματίσουμε και φέτος τις διακοπές μας αλλά σας παραδέχομαι κιόλας γιατί καταφέρατε να μας ενώσετε εναντίον σας. Δε φτάνει δηλαδή που περάσαμε έναν χρόνο χωρίς γιορτές έρχεται και δεύτερος μπροστά μας και άντε να περιμένουμε και τον τρίτο και τον τέταρτο και πάει λέγοντας.  Δηλαδή, όταν θα βγω εγώ από το σπίτι θα πάω κατευθείαν για φαντάρος, όπως λέει και ο πατέρας μου που βλέπει τις Ειδήσεις. Τώρα πως βλέπει στις Ειδήσεις εμένα φαντάρο και είναι τόσο σίγουρος που βάζει και στοίχημα με τη μάνα μου, αυτό δεν το ξέρω. Και μπορεί η μάνα μου, επειδή δεν σας χωνεύει, να μην τον αφήνει να τις παρακολουθεί για να μη στεναχωριέται και κάνει κανένα «απομονωμένο βήμα» –μπορεί και βλήμα δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς θέλει να πει– και να του φωνάζει να μη βλέπει αυτές τις σάχλες, όμως ο πατέρας μου κλειδώνεται στο μπάνιο για να τις βλέπει με την ησυχία του από το κινητό.

 Η μάνα μου, που τον παραμονεύει έξω από την πόρτα, του φωνάζει να σταματήσει τα χράτσα χρούτσα με το κινητό, αλλά αυτός πέρα βρέχει. Δεν τους καταλαβαίνω, ούτε τι λένε ούτε τι εννοούν. Τώρα τελευταία μάλιστα άρχισαν να κουνάνε και τα φρύδια όταν γουρλώνουν τα μάτια –αναρωτιέμαι πως καταφέρνουν και συνεννοούνται. Νομίζω πως επίτηδες τα λένε μπερδεμένα. Όταν τους ρωτάω μου απαντούν να μη βιάζομαι και ότι θα καταλάβω όταν μεγαλώσω. Εγώ όμως δεν μπορώ να περιμένω μέχρι να μεγαλώσω για να καταλάβω όσα δεν μου εξηγούν. Όπως σας έγραψα και σε προηγούμενο γράμμα μου, θέλω να ξέρω αν θα γίνω αστυνομικός ή μάγειρας. Δεν μπορώ να περιμένω πρώτα να μεγαλώσω και ύστερα ν’ αποφασίσω τι θα γίνω.

Μέχρι, τότε θα πρέπει  να προετοιμαστώ, να κάνω τα μαθήματα του σχολείου μέσα από την οθόνη, που είναι και χάλια δηλαδή γιατί είναι σαν να μιλάς σε ένα κουτί και να σου απαντάει το κουτί το ίδιο. Θα μου πείτε όμως γιατί γκρινιάζω αφού η δασκάλα μου είναι μέσα στο κουτί και την έχω μπροστά μου; Αμ δεν είναι. Η εικόνα της είναι, όχι η ίδια. Ξέρει ένα κόλπο να την παγώνει ενώ εκείνη μαγειρεύει και κάνει τις δουλειές του σπιτιού της. Προχθές που τηγάνιζε, δεν ξέρω τι και κάηκε από το λάδι, ξέχασε να κλείσει το μικρόφωνο, και πρόλαβα ν’ ακούσω τον άντρα της να τη βρίζει γιατί εκτός που κόντευαν να σκάσουν από τη λαδίλα παραλίγο να πάρουνε και φωτιά. Το ίδιο κάνουν και οι συμμαθητές μου. Παγώνουν τις εικόνες τους και παίζουν παιχνίδια στον υπολογιστή. Μόνο εγώ κάθομαι και περιμένω πότε θα συνδεθούν ξανά επειδή δεν ξέρω ακόμα πως να παγώνω την εικόνα. Πού θα πάει, θα έρθει κάποια στιγμή η αδελφή μου και θα μου κατεβάσει το προγραμματάκι. Το υποσχέθηκε. Αν δεν έρθει κι αυτό το Σαββατοκύριακο θα αδειάσω στο νεροχύτη όλα τα μπουκαλάκια από τα βερνίκια των νυχιών, που άφησε φεύγοντας στο σπίτι μας. Αυτή τη φορά, της είπα ότι δεν αστειεύομαι, θα το κάνω.   

Γι’ αυτό βαριέμαι τα μαθήματα μέσα από την οθόνη. Ενώ αν πηγαίναμε στο κανονικό σχολείο θα έβλεπα και κανέναν παλιό φίλο μου ή θα γνώριζα κάνα καινούργιο για να τον έχω μια ζωή όπως έχει η μάνα μου τις φιλενάδες της. Για τον πατέρα μου δεν ξέρω να πω. Είχε κάποιους φίλους από το στρατό αλλά επειδή άργησε να τους βρει δεν έδεσαν τα σιρόπια τους και ξεκόλλησαν γρήγορα, όπως λέει ο παππούς συνθηματικά. Η γιαγιά κάνει πως δεν καταλαβαίνει για να μαθαίνει τα μυστικά μας αλλά δεν τα μαρτυράει Όσο γι’ αυτούς τους δύο, οι φίλοι τους έχουν ήδη πεθάνει αφού ήταν όλοι τους μεγάλοι. Η αδελφή μου δεν πιάνεται στο μέτρημα γιατί είναι αλαφροΐσκιωτη όπως τη λέει και η μάνα μου –αναποδιασμένη θα την έλεγα εγώ– και δεν της φτουράνε. Πως την αντέχει αυτός ο αλυσοδεμένος δεν το καταλαβαίνω. Ελπίζω όταν μεγαλώσω να μη γίνω σαν τη γιαγιά μου, που τρέχει σαν παλαβή στον κατήφορο μπροστά στο σπίτι μας φωνάζοντας: «Θέλω τη ζωή μου πίσω, θέλω τη ζωή μου πίσω» και ο πατέρας μου την κυνηγάει για να την προλάβει πριν βγει στον κεντρικό δρόμο.

Συνεχίζεται …

 




Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021


 



Η αδειανή κορνίζα

 

Πόσο υποκριτική είναι η στάση μας στην κοινωνία; Ποιες και πόσες είναι οι κοινωνικές συνθήκες που δίνουν άφεση αμαρτιών στο εθιμικό δίκαιο; Πόση απελπισία μπορεί να αντέξει μία γυναίκα που υπήρξε κορίτσι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα; Δεν μιλάμε για σήμερα που είναι δικαίωμα στην κάθε μία από μας να αντιδράσει στην απόρριψη, στην προσβολή, στη συνήθεια. Πόσες γυναίκες πέρασαν τα προηγούμενα χρόνια από την ιερά εξέταση για να συναινέσουν σε κάποιο γάμο μόνο και μόνο για να απαλλαγούν από την πατριαρχία. Και πόσες από αυτές κατάλαβαν, μετά από χρόνια, ότι στις σκιές της ζωής τους κρυβόταν μετανοιωμένη μία γυναίκα, υποκινητής, ηθικός αυτουργός ή αδύναμη ν’ αντιδράσει.

 

Η ιστορία που ακολουθεί είναι μισή αληθινή μισή δική μου. Ήμουν πολύ μικρή όταν γράφτηκε και είχα πολλές απορίες. Τα μισόλογα των μεγάλων δεν με άφηναν εξηγήσεις, που θα έλυναν τις απορίες μου. Τη λέγανε Τίνα και ήταν μία γυναίκα δυνατή και ελεύθερη· το κατάλαβα πολύ αργότερα. Για αρκετά χρόνια απαγορευόταν στα μέλη της οικογένειας να έρχονται σε επαφή μαζί της. Είχα υποστεί τέτοια πλύση εγκεφάλου ώστε από ένα σημείο και μετά η Τίνα ήταν σαν να μην υπήρχε. Την είχα δει «κατά λάθος» κάνα δυο φορές και πάντα η απάντηση στο ερώτημα ποια είναι ήταν ξερή: «μία».  

Όταν ενηλικιώθηκα άρχισα να ρωτάω κάποιους συγγενείς που την ήξεραν. Οι απαντήσεις ήταν συνωμοτικές. «Τί τη θες τώρα; Είναι χαμένη υπόθεση». Μετά από αρκετά χρόνια στην Αθήνα η μάνα μου με πήρε παράμερα, λες και θα μας άκουγε το πνεύμα του πατέρα μου που μας είχε αφήσει χρόνους καιρό, και μου είπε πολύ σοβαρά: «Η Τίνα θα κάνει εγχείρηση στομάχου. Δεν έχει κανέναν να προσέχει τον ορό της τη νύχτα. Θέλω να μείνω μαζί της. Να έχει έναν άνθρωπο βρε αδερφέ, να της δώσει ένα ποτήρι νερό, ένα φάρμακο…». Η μάνα μου τότε περπάταγε την έβδομη δεκαετία της ζωής της, αλλά είχε αρκετά προβλήματα υγείας. Δεν δέχτηκε τις αντιρρήσεις μου.

Έμεινε κάμποσες μέρες στο νοσοκομείο με την άρρωστη. Εγώ, μέρα παρά μέρα, πήγαινα και πότιζα τις «τριακόσιες γλάστρες, μέσα κι έξω», όπως τόνιζε με περηφάνια, που με έκαναν να βλαστημάω κάθε φορά. Ήθελα να τελειώνω νωρίς γιατί φοβόμουν τη νύχτα στα δυτικά προάστια. Κάποιες στιγμές παρατηρούσα τα στολίδια της, τις φωτογραφίες και τα κεντητά κάδρα στους τοίχους, ψάχνοντας άθελά μου για κάποια παράξενη πληροφορία, λες κι αυτού του είδους οι παραξενιές φωνάζουν από μακριά την ύπαρξή τους. Ντουλάπι δεν άνοιξα ούτε για ποτήρι· νερό έπινα με τη χούφτα μου από το λάστιχο. Ήταν το άβατό της και ήθελα να το σεβαστώ. Αν τολμούσα να σκεφτώ το αντίθετο οι παλμοί της καρδιάς μου ξεχείλιζαν την κούπα τους. Αν το έκανα θα με καταλάβαινε γιατί δεν θα μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια.

Από εκεί έπαιρνα ταξί και πήγαινα στο νοσοκομείο για να πάρω τη μάνα μου και να πληρώσω την αποκλειστική. Ήταν πάντα ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τον ορό, χλωμή και λευκή σαν φρεσκοπλυμένο σεντόνι. Το πρόσωπό της είχε μια ηρεμία μεταδοτική και τα μάτια της τα φώτιζε μια δυνατή εμπιστοσύνη. Σιγά σιγά τη συμπάθησα. Συνέχιζα να πηγαίνω στο σπίτι της και να της προσφέρω κάποιες υπηρεσίες σύντομα όμως κατάλαβα πως εκείνο που είχε ανάγκη ήταν η παρέα μου. Όταν έπαιρνα και τη μάνα μου μαζί η Τίνα έκανε μεγάλες χαρές που την έβλεπε. Έτσι πολύ σύντομα ήρθαμε κοντά και σταμάτησα ν’ αναρωτιέμαι γιατί το σπίτι της δεν ήταν διαφορετικό από τα άλλα σπίτια.

Όταν συνήλθε βρισκόμασταν συχνότερα, ερχόταν κι εκείνη στο σπίτι μας πάντα με τα χέρια της γεμάτα. Τη μάλωνα συχνά γι’ αυτή τη συνήθεια αλλά ήταν περήφανη και δεν ήθελε να αισθάνεται αχάριστη –μου το είπε κάποια φορά σαν να εννοούσε ότι ήταν υπερήφανη που την είχα δεχθεί στη ζωή μου. «Σε πειράζει να λέω ότι έρχομαι στο σπίτι σου;» με ρώτησε μια μέρα. Το ότι είχαμε καμιά εικοσαριά χρόνια διαφορά δεν με εμπόδισε να της απαγορεύσω να κάνει βλακώδεις ερωτήσεις. Τώρα εγώ ένοιωθα άσχημα. Δεν είχα κάτι παραπάνω από εκείνη. Ούτε ήμουν καλύτερος άνθρωπος ούτε πιο σοφή, παρότι αυτή με έβλεπε σαν παράδειγμα προς μίμηση. Όταν έκανα μια δουλειά στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου, για να δει πως την κάνω. Κάποιες φορές ακουμπούσε πάνω μου· ένοιωθα την ανάσα της στο σβέρκο μου και για να την πειράζω γύριζα από την άλλη μεριά σαν το μαθητούδι που κρύβει τα γραπτά του από τον διπλανό. «Κάνε παραπέρα» φώναζα τάχα εκνευρισμένη. «Όχι δεν πάω πουθενά. Θέλω να δω πως το κάνεις» απαντούσε χωρίς να κουνηθεί, άσχετα αν εκείνη τη στιγμή έτριβα κρεμμύδια στον τρίφτη –πόσοι τρόποι υπάρχουν για να τρίψεις κρεμμύδια στον τρίφτη;

Είχε περάσει τα εξήντα και εξακολουθούσε να είναι ωραιοπαθής μέχρι πατούσας. Μια μέρα τσακωθήκαμε γι’ αυτόν τον εγωισμό. Της φώναξα πως με εκνεύριζε κι όταν ζάρωσε αισθάνθηκα μικρή σαν τη σόλα του παπουτσιού της. Η μάνα μου με κοίταξε με επιτιμητική ειρωνεία. Το ήξερα εκείνο το βλέμμα, που εννοούσε ότι πρέπει να υποχωρήσω και να ζητήσω συγνώμη. Αυτό έκανα και από τότε δεν ξαναμαλώσαμε. 

Όταν η μάνα μου αρρώστησε η Τίνα ήθελε να την περιποιηθεί μόνη της αλλά δεν την άφησα, είχε δικά της καινούργια προβλήματα με τον πνεύμονα. Ένα καλοκαιρινό βράδυ, στο μπαλκόνι, μου διηγήθηκε την ιστορία της. Ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών όταν την πήρε η μάνα της μεροκάματο στ’ αλώνια. Μέχρι τότε απέφευγαν να την κουράζουν. Είχε περάσει πνευμονία πολύ μικρή και κόντεψε να πεθάνει –αυτό το ήξερα. Θεός σχωρέστον το γιατρό, που το κατάλαβε και της έγραψε το φάρμακο, έλεγε. Θεός σχωρέστον και τον πατέρα μου, που το πλήρωσε και έζησε, συμπλήρωνε πάντα στο τέλος. Στα δεκατέσσερα ο πατέρας της, για να μην την νοστιμεύονται τα σερνικά και της βγει το όνομα, την αρραβώνιασε με έναν σαραντάρη μεγαλοκτηματία από ένα διπλανό χωριό. «Δεν είχα ξαναδεί άντρα τσίτσιδο στη ζωή μου και τον φοβήθηκα» έλεγε και ξανάλεγε. Εκείνος, μετά από πολλά παράπονα, έβαλε βέτο στα πεθερικά του πως αν δεν τη δοκίμαζε στεφάνι δεν θα της έβαζε και το κρίμα στο λαιμό τους για τη ρετσινιά. Έκατσε η μάνα της και την κράταγε μέχρι να την καταφέρει ο γαμπρός κι όταν την πήρε με παπά και με κουμπάρο κάνανε το σταυρό τους που ξεμπερδέψανε μαζί της. Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια της δεν πήρανε θέση. Ήθελαν να τελειώσουν μαζί της για να πάρουνε σειρά.

Στο μήνα πάνω γύρισε με τα πόδια στο πατρικό της. Ολόκληρο βουνό πέρασε σε μια νύχτα για να φτάσει τα χαράματα μέσα στα αίματα· από το ξύλο και την ταλαιπωρία της στα κατσάβραχα. Ο πατέρας της, όμως, ειδοποίησε το γαμπρό να έρθει να τη μαζέψει. Τότε έμαθαν πως είχε πάρει χρήματα για να του τη δώσει. Η Τίνα τον πατέρα της τον μίσησε και τον άντρα της δεν τον συγχώρησε ποτέ ούτε τον αγάπησε. Περίμενε αρκετά χρόνια κι όταν τον βρήκε μπόσικο κατάφερε να του ξεφύγει. Αυτή τη φορά, δεν γύρισε στο χωριό της. Μπήκε στο φορτηγό ενός πραματευτή και έφτασε στην Αθήνα. Εκεί χάθηκαν τα ίχνη της. Ό,τι και να έκαναν δεν μπόρεσαν να την εντοπίσουν. Μέχρι και ο γαμπρός βαρέθηκε και πήρε το διαζύγιο μόνος του, για να γλυτώσει τη ρετσινιά του παρατημένου. Μετά την ξέχασαν. Ύστερα από κάποια χρόνια πήρε τη μάνα της τηλέφωνο από τη Γερμανία. Δούλευε σε ένα εργοστάσιο ηλεκτρικών ειδών, της είπε, και ήτανε καλά. Άρχισε να τους στέλνει χρήματα· πήρε κοντά της και τον μεσαίο αδελφό για να δουλέψει· έτσι τη συγχώρησαν. Ο πρώτος ομορφονιός που της έταξε γάμο την έφερε στην Ελλάδα και της έφαγε όλες τις οικονομίες. Αρκετά χρόνια νεότερος, τη στεφανώθηκε τελικά αλλά τι σημασία είχε; Κουβάλαγε στο σπίτι όλες τις παστρικές και την έβαζε να τις περιποιείται. Όταν κατάφερε να τον ξεφορτωθεί δεν είχε δεκάρα. Έτσι άρχισε τις κονσομασιόν στα κλαρίνα κι άμα την έπνιγε η πίκρα έλεγε κι από κανένα τραγουδάκι για να ξεδίνει και να βγάζει και κανένα παραπάνω χαρτζιλίκι. Και πάλι ερωτεύτηκε αλλά και πάλι δεν θεωρήθηκε άξια για το σόι του γαμπρού. Μια σχέση, που τόλμησε πολύ αργότερα, κράτησε χρόνια αλλά όταν εκείνος πέθανε αυτή είχε μπει ήδη στην τρίτη ηλικία. Έτσι, αφού η τύχη της δεν ήθελε να φτιάξει οικογένεια, έμεινε μόνη της από επιλογή. Τότε τη γνώρισα κι εγώ. Αυτή, που το σόι της την έλεγε πουτάνα τέσσερις άντρες είχε γνωρίσει στη ζωή της.

Μετά από κάποια χρόνια ξεπλήρωσε όσα χρώσταγε σ’ εκείνη την πνευμονία. Έφυγε μετά από πολλές εγχειρήσεις, ακτινοβολίες και χημειοθεραπείες. Θαύμασα τη δύναμη της ψυχής της και τη μεγαλοσύνη της. Θαύμασα την τιμιότητά της και την ντομπροσύνη της κι έκλαψα για το χαμό της σαν να ήταν η μάνα μου. Πήγαινα συχνά στο μνήμα της και κουβεντιάζαμε όπως όταν ζούσε. Θυμόμουν τις συζητήσεις μας στο πεζούλι του κοιμητηρίου, μετά το άναμμα των καντηλιών στους αγαπημένους μας, τότε που χαζεύαμε το χωριό μέχρι που νύχτωνε και ύστερα παίρναμε το δρόμο του γυρισμού. Μια μέρα, μετά από αρκετό καιρό, που πήγα στο μνήμα της το βρήκα ερειπωμένο γεμάτο ξερά αγκάθια, με το καντήλι και την κορνίζα της φωτογραφίας της σπασμένα. Ξερίζωσα τ’ αγκάθια με γυμνά χέρια κι αφού την έκλαψα πήρα τη φωτογραφία και το καντήλι της να τα αντικαταστήσω.

Το βράδυ ήρθε στον ύπνο μου. «Μην ξαναπάς. Δεν μένω πια εκεί. Κράτα τη φωτογραφία και το καντήλι να με θυμάσαι. Τα έχω πληρωμένα. Δεν έχω κάτι άλλο να σου αφήσω» είπε. Τα κράτησα και δεν ξαναπήγα. Το μνήμα της έμεινε με μια κορνίζα αδειανή και χωρίς το καντήλι του. Απόψε που γράφω την έχω μπροστά μου σε ξύλινη κορνίζα, σκαλιστή όπως της άρεσε. Μου χαμογελάει γιατί ξέρει πως ξημερώνει η γιορτή της γυναίκας και πως θα γράψω πρώτη φορά για ’κείνη. Θα γράψω την αλήθεια για τη μνήμη της.  

 


Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

 




Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 12


Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

Ο παππούς μόλις ξύπνησε φόρεσε ένα ελαφρύ παλτό και βγήκε. Από τότε που έκανε το εμβόλιο, κύριε Κο Βιτ, μπήκατε μέσα του και χαλάσατε τα ηχεία από τα αυτιά του. Ο πατέρας μου λέει πως «έτσι ξεπλήρωσε τη δόση του» αλλά δεν καταλαβαίνω τι εννοεί. Δεν μπορώ να φανταστώ πως η ακοή είναι κέρμα και το δίνεις για να πληρώσεις το εμβόλιο.

Τέλος πάντων, δεν ξέρω πως έγινε αλλά μετά από λίγο ο παππούς μου χάθηκε. Πήρε και το «Αμαρτωλών σωτηρία» μαζί του, που δεν το αποχωρίζεται ποτέ, για να το βγάλει φωτοτυπία στο βιβλιοπωλείο της γωνίας, μιας και είναι πολύ βαρύ βιβλίο για να το κουβαλάει συνέχεια κάτω από τη μασχάλη του. Τώρα πως θα χώραγε τόσο χοντρό βιβλίο σε μία φωτοτυπία αυτό δεν το ξέρω και ούτε θα το μάθω ποτέ. Αν μπορούσατε να δείτε το βιβλίο θα καταλαβαίνατε κι εσείς, κύριε Κο Βιτ, τι εννοώ.

Θανάση τον έλεγαν εκείνη τη μέρα τον παππού μου. Δεν θυμάμαι αν μας συστήθηκε μόνος του ή τον φώναξε πρώτη η γιαγιά. «Θανάση, μάσκα να πάρεις» του φώναξε πριν περάσει το κατώφλι. Και φυσικά εκείνος δεν την άκουσε· έτσι κι αλλιώς σε κανένα όνομα δεν ακούει. «Την ξέχασες τη μάσκα, Θανάσηηη» αντήχησε η φωνή της στο κλιμακοστάσιο αλλά ο παππούς είχε φύγει με το ασανσέρ.

«Κοίτα να δεις που η αγωνία δίνει ένταση στη φωνή» σκέφτηκα, γιατί τελευταία η γιαγιά μου ίσα που ακουγόταν. Η μάνα μου την έμπασε μέσα και τηλεφώνησε αμέσως στον πατέρα μου, που εκείνη την ώρα ήταν στην ουρά του φούρνου για να πάρει ψωμί. Τώρα, πως η ουρά του φούρνου βγάζει και δίνει ψωμιά, αυτό είναι ένα άλλο μυστήριο, που δεν έχω ξεδιαλύνει ακόμα.

Τελικά, εκείνη τη μέρα ήταν τέτοια η σύγχυση που ο πατέρας μου ούτε τον παππού πρόλαβε ούτε ψωμί έφερε· αλλά δεν χρειάστηκε γιατί δεν φάγαμε, μας είχε κοπεί η όρεξη. Τον παππού μάς τον έφερε την άλλη μέρα ένας αστυφύλακας. Φαινόταν ταλαιπωρημένος –ο παππούς, όχι ο αστυφύλακας. Πρόσεξα πως μπήκε στο σπίτι χωρίς το παλτό και το βιβλίο του και πως αντί για μάσκα φορούσε μια κούπα πορτοκαλιού με δύο κορδόνια. Δηλαδή, όλοι το προσέξαμε αλλά δεν μιλήσαμε. Ειδικά για τη μάσκα και για το παλτό δεν μας ένοιαξε αλλά το βιβλίο ήταν πολύ παλιό και σπάνιο. Φαίνεται πως η Αστυνομία δεν μπορεί να σώζει ταυτόχρονα δυο αμαρτωλούς. Ευτυχώς τουλάχιστον που ξέρουν τον παππού και μας τον φέρνουν όταν χάνεται. Έχει συμβεί κάνα δυο φορές.

Ο αστυνομικός είπε πως δεν είναι σίγουρο αν θα τον βρούνε και την επόμενη φορά. Σκέφτηκα πως η Αστυνομία θα πρέπει να είναι πολύ έξυπνη για να ξέρει ότι ο παππούς  θα ξαναχαθεί. Και την ίδια στιγμή αποφάσισα, όταν μεγαλώσω να γίνω αστυνομικός. Όχι μπάτσος, όπως τους λέει η αδελφή μου, αστυνομικός για να πηγαίνω τους παππούδες στα σπίτια τους όταν χάνονται. Βέβαια η δουλειά μου θα είναι δύσκολη με τόσους κουφούς παππούδες, που φεύγουν χωρίς να ξέρουν που πάνε αλλά, όσο να ’ναι, δίνει μεγάλη ασφάλεια και χαρά στον κόσμο. Μερόνυχτα σκεφτόμουν αυτή την απόφαση και κατέληξα πως οι αστυνομικοί είναι έξυπνοι αλλά μάλλον δεν είναι σίγουροι για την εξυπνάδα τους. Αλλιώς θα μπορούσαν να βρίσκουν τον παππού μου κάθε φορά που θα χανόταν κι ας μη θυμόταν το όνομά του. Πάντως, εγώ χάρηκα επειδή αυτός που μας φέρανε ήταν ο παππούς μου και ας τον λέγανε αυτοί όπως ήθελαν.

Και ο πατέρας χάρηκε. Αντί να τον βρίσει, που μας κοψοχόλιασε, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και παράγγειλε στη μάνα μου ντολμαδάκια με λάχανο που αρέσουν και στους δύο. Εκεί μπερδεύτηκα κάπως γιατί πριν αποφασίσω να γίνω αστυνομικός ήθελα να γίνω μάγειρας για να του μαγειρεύω τα αγαπημένα του φαγητά –του παππού, εννοείται. Βέβαια, για να γίνω μάγειρας θα χρειαζόμουν πολύ χρόνο ενώ για αστυνομικός εκτός από την εξυπνάδα μου έφτανε μόνο μία στολή.     

Συνεχίζεται…


Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021




 

Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 11

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα

«Κάποτε είχαμε τρόπους να σκοτώνουμε την πλήξη μας και να μην την αφήνουμε να γίνεται κατάθλιψη» έλεγε η μάνα μου σε κάποια από τις φιλενάδες της, από το τηλέφωνο, αφού τώρα δεν μπορεί να τις βλέπει συχνά γιατί εσείς παραμονεύετε. Αυτά μόνο θυμάμαι από ένα τηλεφώνημα, που με κοίμισε δύο ώρες, στον καναπέ μαζί με τον παππού. Ξύπνησα εκεί που έλεγε πως είχαμε λόγους να βγάζουμε φωτογραφίες και να γεμίζουμε άλμπουμ από τα ταξίδια μας. Και συμφωνώ γιατί κάποια εποχή οι γονείς μας ταξίδευαν κάθε τρεις και λίγο κι εμείς, αν δεν τους ακολουθούσαμε, βρίσκαμε την ησυχία μας εκείνο το διάστημα. Ούτε «διάβασε, γράψε» ούτε «κλείσε αυτό το ρημάδι που σου καίει τον εγκέφαλο». Τώρα, τους έχουμε συνέχεια πάνω από το κεφάλι μας και μπορεί κανείς να μη μας κάνει παρατηρήσεις για το «ρημάδι» το κομπιούτερ, αφού όλα πλέον γίνονται μέσα από αυτό, εμείς όμως το βαρεθήκαμε πια. Άσε που, αφού δεν έχουμε γυρισμούς, δεν περιμένουμε και κάτι, που να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον μας έστω για κάποιες μέρες –ανάλογα το πόσο εξωτικό και πόσο ενδιαφέρον είναι.

Μετά από κάθε ταξίδι, τα απογεύματα στο σπίτι μας γινόταν λαϊκό πανηγύρι. Το σαλόνι μας για κάνα μήνα μετατρεπόταν σε Μοναστηράκι. Γύρω γύρω οι πραμάτειες της Ανατολής και της Δύσης περίμεναν αγοραστές, απλωμένες σε θέση «περικοπής» σαν τις εκθέσεις μιας κυρίας στην τηλεόραση, όπως λέει και ο παππούς που δεν θυμάται το όνομά της, αλλά εγώ τη φαντάζομαι μικρή γιατί στο τέλος έχει ένα «άκι»

Σημαιοστολισμένες οι φίλες της μάνας μου παζάρευαν από κοσμήματα και μαντήλια, εκείνα με το γυναικείο όνομα –ήθελα να ξέρω γιατί τα λένε μαντήλια αφού είναι μεγάλα σαν σεντόνια– μέχρι μπακίρια, ναργιλέδες, χαλιά και σπαθιά ακόμα. Αυτά τα σπαθιά τα ήθελα για να βγάλω τα άντερα της αδελφής μου βόλτα, που έριχνε πάνω της τα υφάσματα και στριφογύριζε σαν μπαλαρίνα με τα χέρια ανοιχτά, αλλά δεν με άφηναν ούτε να τα πλησιάσω και για κάποιο παράξενο λόγο εξαφανίζονταν γρήγορα. 

Αυτό γινόταν τόσο συχνά ώστε είχα αποφασίσει όταν μεγαλώσω να ανοίξω μαγαζί στο Μοναστηράκι, όπου πηγαίναμε κάθε Κυριακή, και να πουλάω τις πραμάτειες που ξέμεναν στο πατάρι μας. Κι ό,τι μου άρεσε θα το κράταγα κόντρα στη μάνα μου, που είχε καταντήσει το σπίτι μας αποθήκη με τις συλλογές της, όπως τις έλεγε, και δεν με άφηνε ούτε να τις αγγίξω.

Έτσι έβγαζαν οι γονείς μου όλα ή κάποια από τα έξοδα του κάθε ταξιδιού αλλά και τα πρόστιμα των αεροδρομίων για τις υπέρβαρες αποσκευές τής επιστροφής. Εντάξει, δε λέω κάποιες από τις φιλενάδες της μάνας μου έρχονταν μόνο για να θαυμάσουν τις μυθικές πραμάτειες της και να ακούσουν τις ιστορίες, που έσερναν πίσω τους μαζί και τις μάχες για την απόκτησή τους.

Εγώ στεκόμουν παράμερα και χάζευα και σας διαβεβαιώνω ότι μπορούσα να διακρίνω και τον θαυμασμό αλλά και τον φθόνο στο βλέμμα τους –πιστέψτε με– γιατί κάπως έτσι ένοιωθα κι εγώ. Και αν αυτή η πανηγυριώτικη ευτυχία δεν κράταγε τόσο λίγο, όπως και οι διηγήσεις για τις εμπειρίες κάθε ταξιδιού, θα με φόβιζε ακόμα η μυρουδιά τους, που γέμισε το σπίτι μας και δε λέει να φύγει. Η βρώμα τους, όπως γκρινιάζει ο παππούς μου, καθώς και το μυστήριο να τα κρύβουμε όλα, κάθε φορά που έφευγε ο κόσμος από το σαλόνι μας.

Συνεχίζεται…