Πέμπτη
20 Απριλίου 2023
Χρήστος
Οικονόμου, Πες της
Με ρυθμική αφήγηση κινηματογραφικής αισθητικής, με γρήγορες εναλλαγές σκηνών, με αμοντάριστα μεσαία, κοντινά και γκρο πλάνα, με την αφηγήτρια ως το υποκειμενικό κάμερας που κινείται, καταγράφει και αναδεικνύει πρόσωπα και κοινωνική πραγματικότητα και με μια φράση "Πες της σ'αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω" σαν αίνιγμα και σαν επωδός, ο ξεχωριστός και πολυβραβευμένος Χρήστος Οικονόμου έχτισε με λεπτομέρεια και ωριμότητα την παρούσα νουβέλα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, πριν από λίγες ημέρες. Κείμενο χείμαρρος που διαβάζεται απνευστί, συγκλονίζει και αποδεικνύει το πόσο σπουδαίος τεχνίτης της γραφής είναι ο Οικονόμου ο οποίος και εδώ -όπως και στα προηγούμενα έργα του- μας αφήνει άναυδους με την ευρηματικότητά του, την θεματολογία του, τη στακάτη γραφή του, τον επιτυχημένο συνδυασμό σκληρού ρεαλισμού και ποιητικότητας, τη δημιουργία χαρακτήρων αυθεντικών -γνήσιων κομματιών καθρέφτη του "εγώ", "εσύ", "εμείς"," αυτοί", του εαυτού μας, των διπλανών μας και δικών μας που πασχίζουν να αποκαταστήσουν ισορροπίες μέσα στην ανισορροπία της καθημερινότητας.
Από την πρώτη του εμφάνιση στην πεζογραφία το 2003, με το "Η γυναίκα στα κάγκελα" από τα Ελληνικά Γράμματα, ο Χρήστος Οικονόμου προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση, για να ακολουθήσει μια επταετία αργότερα η εμβληματική συλλογή διηγημάτων "Κάτι θα γίνει, θα δείς",(εκδόσεις Πόλις, 2010) με την οποία εντυπωσίασε, καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο σημαντικούς διηγηματογράφους της γενιάς του, κατέκτησε μια υψηλή θέση στον χώρο της εγχώριας πεζογραφίας και όχι μόνο της εγχώριας καθώς η συλλογή μεταφράστηκε και σε χώρες του εξωτερικού και του χάρισε το 2011 το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος - Νουβέλας και το 2017 το Prix littéraire des Jeunes Européens. Στην πορεία, εκδόθηκαν οι συλλογές διηγημάτων "Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα", το 2014, και "Οι Κόρες του Ηφαιστείου", το 2017, παράλληλα με τις συμμετοχές του σε συλλογικά έργα, τις αξιέπαινες μεταφράστικές δουλειές του και την δημοσιογραφική του ιδιότητα, για να έρθει το 2022 και η πολύ σημαντική διάκριση με το βραβείο Chowdhury Prize in Literature που του απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας.
Με τη νουβέλα "Πες της", ο Χρήστος Οικονόμου -αυτός ο άξιος "απόγονος" κλασικών και πιο σύγχρονων Αμερικανών συγγραφέων που φιλοτέχνησαν με τη λάμα και τη φλόγα της γραφής τους τοπία, συνθήκες και πορτραίτα του αμερικανικού Νότου- επιστρέφει και, ξανά, εντυπωσιάζει με τα άρτια δουλεμένα και υποδειγματικά του εκφραστικά μέσα και τον ίδιο να βρίσκεται σε μια εξαιρετική του στιγμή, ίσως την ωριμότερη και πιο μεστή της συγγραφικής του πορείας εως σήμερα, με μια ιστορία που στοιχειώνει τον αναγνώστη δημιουργώντας του ένα πλήθος συναισθημάτων και σκέψεων για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, κινούμαστε και αναπνέουμε.
Πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα δίχως όνομα και στοιχεία ταυτότητας που εργάζεται ως κούριερ, που κινείται διαρκώς και παίζει κυνηγητό με τα πράγματα, το χρόνο και το χώρο που πότε την πιάνουν και πότε τους ξεφεύγει. Επιστήθια φίλη της είναι η Λένα, κομμώτρια με μαγικά δάχτυλα, η οποία στα ρεπό της την συνοδεύει στα δρομολόγια και στις μεταφορές δεμάτων και φακέλων και την πειράζει λέγοντάς της ότι έχει τρελομαγνήτη που έλκει όλους τους σαλεμένους Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων. (Η ιστορία της νουβέλας ξεκινάει με τις δυο τους σε ένα δρομολόγιο προς το χιονισμένο Πήλιο: η αφηγήτρια οδηγεί το βαν ταχυμεταφορών και η Λένα, συνοδηγός, κρατάει στα χέρια της μια τεφροδόχο με τις στάχτες μιας νεκρής 27χρονης - δέμα σε μεταφορά προς τη μητέρα της. Και είναι εκεί τελικά, στο Πήλιο, όπου θα λυθεί ο γρίφος της επανάληψης της φράσης "Πες της").
Η αφηγήτρια δεν μιλά ποτέ για τον εαυτό της παρά μονάχα για τους ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών, διαφορετικής κοινωνικής τάξης και διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου που συναντά σε σπίτια και καταστήματα στα πλαίσια της δουλειάς της, οπότε μοιραία γίνεται αυτόπτης μάρτυρας, παρατηρήτρια και παραλήπτρια παραπόνων, αλλόκοτων συμπεριφορών, ετερόκλητων εξιστορήσεων μικρής και μεγαλύτερης διάρκειας, εξομολογήσεων, κωμικών και δραματικών περιστατικών.
Οι παραλήπτες των δεμάτων είναι άνθρωποι καλοί και κακοί, τερατόμορφοι και αγγελόμορφοι, σοφοί, σκεπτόμενοι, ποιητές, σαλοί, τρυφεροί και σκληροί, εμμονικοί, άνθρωποι με μάτια ηλιαχτίδες και μάτια μπόρες, άνθρωποι που γιορτάζουν ή κηδεύουν τα όνειρά τους, που καίνε πενηντάευρα, καίνε παρελθόν/παρόν/μέλλον, καίνε τις εποχές, τις νύχτες, τις ζωές τους και τις επιθυμίες τους αλλά μέσα τους ακόμα και πάντα υπάρχει και διατηρείται ζωντανή η δίψα για μοίρασμα και ανθρώπινη επαφή.
Η φωνή της αφηγήτριας είναι ο συνδετικός κρίκος που ενώνει τα θραύσματα και τις εικόνες τους, γίνεται φωνή και όχημα όλων εκείνων που συναντά για λίγα λεπτά -όσο διαρκεί μια εξομολόγηση μοναξιάς και απόγνωσης- και είναι σαν να μπαίνει σαν αερικό σε καδραρισμένα πλάνα ή σε φωτογραφικά στιγμιότυπα για να αποτυπώσει ύστερα στην αφήγησή της σπαρακτικές αφηγήσεις νου και καρδιάς των άλλων. Το ενεργοποιημένο βλέμμα της αντικρίζει κατάματα τους ανθρώπους. Κατάματα και το παζλ της ζωής τους που κι αν κάποτε ενώνεται, πάλι κομμάτια είναι. Άλλοτε αποστασιοποιημένη, άλλοτε με συμπόνια και άλλοτε με συγκρατημένο συναίσθημα, ακούει τις σύντομες ιστορίες των παραληπτών και αρκετές από αυτές τις κουβαλάει μέσα της σαν μικρά βαρίδια και σαν ιλαρές σκέψεις, ενώ μερικές τις μοιράζεται με τη Λένα. Υπάρχουν στιγμές που νιώθει ότι έχει δυο μνήμες και άλλες στιγμές έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται στο αύριο προτού καν ολοκληρωθεί το χθες.
Η
ανώνυμη αφηγήτρια αποκτά για όνομα όλους τους δρόμους που πέρασε και περνάει,
όλους τους ήλιους κι όλες τις βροχές που είδε και βλέπει. Το όνομά της είναι οι
άνθρωποι -ευγενείς, αγενείς, νέοι, ηλικιωμένοι, φωτεινοί, σκοτεινοί, ζωντανοί,
νεκροί και νεκροζώντανοι- των σπιτιών και των διαμερισμάτων - τάφων και
ουρανών. Το όνομά της είναι όλες οι θάλασσες κι όλα τα βουνά, τα πουλιά και τα
δέντρα, όλα τα φώτα κι όλες οι σκιές, τα χαστούκια και τα χάδια,οι χαρακιές και
τ' ανθρώπινα χαμόγελα, όλοι οι ψίθυροι
και οι κραυγές, όλες οι διαδηλώσεις, όλες οι βουβές και εκκωφαντικές
επαναστάσεις, όλα τα παράθυρα και οι πόρτες, τα σεντόνια που χορεύουν στα
μπαλκόνια στο ρυθμό του ανέμου, όλα τα καινούργια δωμάτια των σπιτιών που χτίστηκαν
για να χωρέσει ο πόνος, όλοι οι μήνες, όλες οι εποχές, όλες οι οδοί και οι
συνοικίες, όλα τα υπαρκτά κι ανύπαρκτα, όλες οι μνήμες μέλι και δηλητήριο, όλο
το δίκαιο και τ' άδικο του κόσμου, όλα τα χιόνια και οι λιακάδες και τα
καλοκαίρια με φόντο το μέλλον που αποκτά μια μωβ ροζ ιδέα σάρκας και οστών.
Νουβέλα καταιγιστικού ρυθμού και υψηλού λογοτεχνικού ύφους, με μαύρο σαρκασμό, χιούμορ και έντονη συγκίνηση, για την πικρή καθημερινότητα / διαβίωση στην Ελλάδα του σήμερα, για την εθνική μας παράνοια, το εθνικό μας φως και την εθνική μας μοναξιά όπως ξεδιπλώνονται μέσω των ενσωματωμένων μικροαφηγήσεων που ακολουθούν η μια την άλλη σαν ανάσες ανθρώπινες, ιστορία την ιστορία, πλάνο το πλάνο.
Πρώτη
δημοσίευση Γιάννης Δρούγος στο blog into my books
20
Απριλίου 2023, Εκδόσεις Πόλις Αθήνα 2022