Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

 




Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 13

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα.

 

Τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν αλλά διαφορετικά. Δεν ξέρω πως γίνεται να σας μισώ και ταυτόχρονα να συμφωνώ μαζί σας. Περίπου δηλαδή. Εντάξει, παιδί είμαι δεν έχω και καμιά μεζούρα εκτίμησης, όπως λέει και η αδελφή μου κάθε φορά που η μάνα μου της τα χώνει ότι μου δίνει το κακό παράδειγμα. Τώρα, εγώ μιλάω με τον τρόπο της αδελφής μου όχι για εκνευρίσω τη μάνα μας αλλά επειδή συνήθισα τόσον καιρό· άσε που τελευταία έχει αρχίσει να μου λείπει.

Και οι γιορτές μου λείπουν. Κάποτε τέτοιες μέρες κανονίζαμε με τους γονείς μας τα ταξίδια που θα κάναμε. Είναι η δεύτερη χρονιά που ο κόσμος δεν κάνει σχέδια για διακοπές, σαν να μην είναι σίγουροι ότι υπάρχουν ελπίδες να πραγματοποιηθούν. Πέρυσι δεν γιορτάσαμε το Πάσχα, μα ούτε και τα Χριστούγεννα όπου μας είχαν υποσχεθεί οι αρμόδιοι δικοί σας. Τώρα, έρχονται απόκριες που πάλι θα «αποσταλούν απόρρητον»[1] –πάντα με μπερδεύουν αυτά που λένε οι στην τηλεόραση και δεν τα καταλαβαίνω– μαζί με την άνοιξη, που δεν θα έρθει για να γιορτάσουμε το δεύτερο φυλακισμένο μας Πάσχα. Και επειδή αυτά τα δύο πάνε μαζί αναρωτιέμαι σε ποιο από τα δύο θα ρίξουν το φταίξιμο οι αρμόδιοι, στην άνοιξη ή στο Πάσχα, όπως λέει και ο πατέρας μου, και κλείνει το μάτι στη μάνα μου.



[1] «Ανασταλούν επ’ αόριστον»

Γι’ αυτό, ενώ σας μισώ ταυτόχρονα σας παραδέχομαι. Σας μισώ γιατί δεν μπορούμε να προγραμματίσουμε και φέτος τις διακοπές μας αλλά σας παραδέχομαι κιόλας γιατί καταφέρατε να μας ενώσετε εναντίον σας. Δε φτάνει δηλαδή που περάσαμε έναν χρόνο χωρίς γιορτές έρχεται και δεύτερος μπροστά μας και άντε να περιμένουμε και τον τρίτο και τον τέταρτο και πάει λέγοντας.  Δηλαδή, όταν θα βγω εγώ από το σπίτι θα πάω κατευθείαν για φαντάρος, όπως λέει και ο πατέρας μου που βλέπει τις Ειδήσεις. Τώρα πως βλέπει στις Ειδήσεις εμένα φαντάρο και είναι τόσο σίγουρος που βάζει και στοίχημα με τη μάνα μου, αυτό δεν το ξέρω. Και μπορεί η μάνα μου, επειδή δεν σας χωνεύει, να μην τον αφήνει να τις παρακολουθεί για να μη στεναχωριέται και κάνει κανένα «απομονωμένο βήμα» –μπορεί και βλήμα δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς θέλει να πει– και να του φωνάζει να μη βλέπει αυτές τις σάχλες, όμως ο πατέρας μου κλειδώνεται στο μπάνιο για να τις βλέπει με την ησυχία του από το κινητό.

 Η μάνα μου, που τον παραμονεύει έξω από την πόρτα, του φωνάζει να σταματήσει τα χράτσα χρούτσα με το κινητό, αλλά αυτός πέρα βρέχει. Δεν τους καταλαβαίνω, ούτε τι λένε ούτε τι εννοούν. Τώρα τελευταία μάλιστα άρχισαν να κουνάνε και τα φρύδια όταν γουρλώνουν τα μάτια –αναρωτιέμαι πως καταφέρνουν και συνεννοούνται. Νομίζω πως επίτηδες τα λένε μπερδεμένα. Όταν τους ρωτάω μου απαντούν να μη βιάζομαι και ότι θα καταλάβω όταν μεγαλώσω. Εγώ όμως δεν μπορώ να περιμένω μέχρι να μεγαλώσω για να καταλάβω όσα δεν μου εξηγούν. Όπως σας έγραψα και σε προηγούμενο γράμμα μου, θέλω να ξέρω αν θα γίνω αστυνομικός ή μάγειρας. Δεν μπορώ να περιμένω πρώτα να μεγαλώσω και ύστερα ν’ αποφασίσω τι θα γίνω.

Μέχρι, τότε θα πρέπει  να προετοιμαστώ, να κάνω τα μαθήματα του σχολείου μέσα από την οθόνη, που είναι και χάλια δηλαδή γιατί είναι σαν να μιλάς σε ένα κουτί και να σου απαντάει το κουτί το ίδιο. Θα μου πείτε όμως γιατί γκρινιάζω αφού η δασκάλα μου είναι μέσα στο κουτί και την έχω μπροστά μου; Αμ δεν είναι. Η εικόνα της είναι, όχι η ίδια. Ξέρει ένα κόλπο να την παγώνει ενώ εκείνη μαγειρεύει και κάνει τις δουλειές του σπιτιού της. Προχθές που τηγάνιζε, δεν ξέρω τι και κάηκε από το λάδι, ξέχασε να κλείσει το μικρόφωνο, και πρόλαβα ν’ ακούσω τον άντρα της να τη βρίζει γιατί εκτός που κόντευαν να σκάσουν από τη λαδίλα παραλίγο να πάρουνε και φωτιά. Το ίδιο κάνουν και οι συμμαθητές μου. Παγώνουν τις εικόνες τους και παίζουν παιχνίδια στον υπολογιστή. Μόνο εγώ κάθομαι και περιμένω πότε θα συνδεθούν ξανά επειδή δεν ξέρω ακόμα πως να παγώνω την εικόνα. Πού θα πάει, θα έρθει κάποια στιγμή η αδελφή μου και θα μου κατεβάσει το προγραμματάκι. Το υποσχέθηκε. Αν δεν έρθει κι αυτό το Σαββατοκύριακο θα αδειάσω στο νεροχύτη όλα τα μπουκαλάκια από τα βερνίκια των νυχιών, που άφησε φεύγοντας στο σπίτι μας. Αυτή τη φορά, της είπα ότι δεν αστειεύομαι, θα το κάνω.   

Γι’ αυτό βαριέμαι τα μαθήματα μέσα από την οθόνη. Ενώ αν πηγαίναμε στο κανονικό σχολείο θα έβλεπα και κανέναν παλιό φίλο μου ή θα γνώριζα κάνα καινούργιο για να τον έχω μια ζωή όπως έχει η μάνα μου τις φιλενάδες της. Για τον πατέρα μου δεν ξέρω να πω. Είχε κάποιους φίλους από το στρατό αλλά επειδή άργησε να τους βρει δεν έδεσαν τα σιρόπια τους και ξεκόλλησαν γρήγορα, όπως λέει ο παππούς συνθηματικά. Η γιαγιά κάνει πως δεν καταλαβαίνει για να μαθαίνει τα μυστικά μας αλλά δεν τα μαρτυράει Όσο γι’ αυτούς τους δύο, οι φίλοι τους έχουν ήδη πεθάνει αφού ήταν όλοι τους μεγάλοι. Η αδελφή μου δεν πιάνεται στο μέτρημα γιατί είναι αλαφροΐσκιωτη όπως τη λέει και η μάνα μου –αναποδιασμένη θα την έλεγα εγώ– και δεν της φτουράνε. Πως την αντέχει αυτός ο αλυσοδεμένος δεν το καταλαβαίνω. Ελπίζω όταν μεγαλώσω να μη γίνω σαν τη γιαγιά μου, που τρέχει σαν παλαβή στον κατήφορο μπροστά στο σπίτι μας φωνάζοντας: «Θέλω τη ζωή μου πίσω, θέλω τη ζωή μου πίσω» και ο πατέρας μου την κυνηγάει για να την προλάβει πριν βγει στον κεντρικό δρόμο.

Συνεχίζεται …

 




Δεν υπάρχουν σχόλια: