Η αδειανή κορνίζα
Πόσο υποκριτική είναι η στάση μας
στην κοινωνία; Ποιες και πόσες είναι οι κοινωνικές συνθήκες που δίνουν άφεση
αμαρτιών στο εθιμικό δίκαιο; Πόση απελπισία μπορεί να αντέξει μία γυναίκα που
υπήρξε κορίτσι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα; Δεν μιλάμε για σήμερα που είναι
δικαίωμα στην κάθε μία από μας να αντιδράσει στην απόρριψη, στην προσβολή, στη
συνήθεια. Πόσες γυναίκες πέρασαν τα προηγούμενα χρόνια από την ιερά εξέταση για
να συναινέσουν σε κάποιο γάμο μόνο και μόνο για να απαλλαγούν από την
πατριαρχία. Και πόσες από αυτές κατάλαβαν, μετά από χρόνια, ότι στις σκιές της
ζωής τους κρυβόταν μετανοιωμένη μία γυναίκα, υποκινητής, ηθικός αυτουργός ή
αδύναμη ν’ αντιδράσει.
Η ιστορία που ακολουθεί
είναι μισή αληθινή μισή δική μου. Ήμουν πολύ μικρή όταν γράφτηκε και είχα
πολλές απορίες. Τα μισόλογα των μεγάλων δεν με άφηναν εξηγήσεις, που θα έλυναν
τις απορίες μου. Τη λέγανε Τίνα και ήταν μία γυναίκα δυνατή και ελεύθερη· το
κατάλαβα πολύ αργότερα. Για αρκετά χρόνια απαγορευόταν στα μέλη της οικογένειας
να έρχονται σε επαφή μαζί της. Είχα υποστεί τέτοια πλύση εγκεφάλου ώστε από ένα
σημείο και μετά η Τίνα ήταν σαν να μην υπήρχε. Την είχα δει «κατά λάθος» κάνα δυο
φορές και πάντα η απάντηση στο ερώτημα ποια είναι ήταν ξερή: «μία».
Όταν ενηλικιώθηκα άρχισα
να ρωτάω κάποιους συγγενείς που την ήξεραν. Οι απαντήσεις ήταν συνωμοτικές. «Τί
τη θες τώρα; Είναι χαμένη υπόθεση». Μετά από αρκετά χρόνια στην Αθήνα η μάνα
μου με πήρε παράμερα, λες και θα μας άκουγε το πνεύμα του πατέρα μου που μας
είχε αφήσει χρόνους καιρό, και μου είπε πολύ σοβαρά: «Η Τίνα θα κάνει εγχείρηση
στομάχου. Δεν έχει κανέναν να προσέχει τον ορό της τη νύχτα. Θέλω να μείνω μαζί
της. Να έχει έναν άνθρωπο βρε αδερφέ, να της δώσει ένα ποτήρι νερό, ένα φάρμακο…».
Η μάνα μου τότε περπάταγε την έβδομη δεκαετία της ζωής της, αλλά είχε αρκετά
προβλήματα υγείας. Δεν δέχτηκε τις αντιρρήσεις μου.
Έμεινε κάμποσες μέρες στο
νοσοκομείο με την άρρωστη. Εγώ, μέρα παρά μέρα, πήγαινα και πότιζα τις «τριακόσιες
γλάστρες, μέσα κι έξω», όπως τόνιζε με περηφάνια, που με έκαναν να βλαστημάω
κάθε φορά. Ήθελα να τελειώνω νωρίς γιατί φοβόμουν τη νύχτα στα δυτικά προάστια.
Κάποιες στιγμές παρατηρούσα τα στολίδια της, τις φωτογραφίες και τα κεντητά
κάδρα στους τοίχους, ψάχνοντας άθελά μου για κάποια παράξενη πληροφορία, λες κι αυτού του είδους οι
παραξενιές φωνάζουν από μακριά την ύπαρξή τους. Ντουλάπι δεν άνοιξα ούτε για
ποτήρι· νερό έπινα με τη χούφτα μου από το λάστιχο. Ήταν το άβατό της και ήθελα
να το σεβαστώ. Αν τολμούσα να σκεφτώ το αντίθετο οι παλμοί της καρδιάς μου
ξεχείλιζαν την κούπα τους. Αν το έκανα θα με καταλάβαινε γιατί δεν θα μπορούσα
να την κοιτάξω στα μάτια.
Από εκεί έπαιρνα ταξί και
πήγαινα στο νοσοκομείο για να πάρω τη μάνα μου και να πληρώσω την αποκλειστική.
Ήταν πάντα ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τον ορό, χλωμή και λευκή σαν φρεσκοπλυμένο
σεντόνι. Το πρόσωπό της είχε μια ηρεμία μεταδοτική και τα μάτια της τα φώτιζε μια δυνατή
εμπιστοσύνη. Σιγά σιγά τη συμπάθησα. Συνέχιζα να πηγαίνω στο σπίτι της και να
της προσφέρω κάποιες υπηρεσίες σύντομα όμως κατάλαβα πως εκείνο που είχε ανάγκη
ήταν η παρέα μου. Όταν έπαιρνα και τη μάνα μου μαζί η Τίνα έκανε μεγάλες χαρές που
την έβλεπε. Έτσι πολύ σύντομα ήρθαμε κοντά και σταμάτησα ν’ αναρωτιέμαι γιατί
το σπίτι της δεν ήταν διαφορετικό από τα άλλα σπίτια.
Όταν συνήλθε βρισκόμασταν
συχνότερα, ερχόταν κι εκείνη στο σπίτι μας πάντα με τα χέρια της γεμάτα. Τη
μάλωνα συχνά γι’ αυτή τη συνήθεια αλλά ήταν περήφανη και δεν ήθελε να
αισθάνεται αχάριστη –μου το είπε κάποια φορά σαν να εννοούσε ότι ήταν υπερήφανη
που την είχα δεχθεί στη ζωή μου. «Σε πειράζει να λέω ότι έρχομαι στο σπίτι
σου;» με ρώτησε μια μέρα. Το ότι είχαμε καμιά εικοσαριά χρόνια διαφορά δεν με
εμπόδισε να της απαγορεύσω να κάνει βλακώδεις ερωτήσεις. Τώρα εγώ ένοιωθα
άσχημα. Δεν είχα κάτι παραπάνω από εκείνη. Ούτε ήμουν καλύτερος άνθρωπος ούτε
πιο σοφή, παρότι αυτή με έβλεπε σαν παράδειγμα προς μίμηση. Όταν έκανα μια
δουλειά στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου, για να δει πως την κάνω. Κάποιες φορές
ακουμπούσε πάνω μου· ένοιωθα την ανάσα της στο σβέρκο μου και για να την πειράζω
γύριζα από την άλλη μεριά σαν το μαθητούδι που κρύβει τα γραπτά του από τον
διπλανό. «Κάνε παραπέρα» φώναζα τάχα εκνευρισμένη. «Όχι δεν πάω πουθενά. Θέλω
να δω πως το κάνεις» απαντούσε χωρίς να κουνηθεί, άσχετα αν εκείνη τη στιγμή
έτριβα κρεμμύδια στον τρίφτη –πόσοι τρόποι υπάρχουν για να τρίψεις κρεμμύδια στον
τρίφτη;
Είχε περάσει τα εξήντα
και εξακολουθούσε να είναι ωραιοπαθής μέχρι πατούσας. Μια μέρα τσακωθήκαμε γι’
αυτόν τον εγωισμό. Της φώναξα πως με εκνεύριζε κι όταν ζάρωσε αισθάνθηκα μικρή
σαν τη σόλα του παπουτσιού της. Η μάνα μου με κοίταξε με επιτιμητική ειρωνεία.
Το ήξερα εκείνο το βλέμμα, που εννοούσε ότι πρέπει να υποχωρήσω και να ζητήσω
συγνώμη. Αυτό έκανα και από τότε δεν ξαναμαλώσαμε.
Όταν η μάνα μου αρρώστησε
η Τίνα ήθελε να την περιποιηθεί μόνη της αλλά δεν την άφησα, είχε δικά της
καινούργια προβλήματα με τον πνεύμονα. Ένα καλοκαιρινό βράδυ, στο μπαλκόνι, μου
διηγήθηκε την ιστορία της. Ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών όταν την πήρε η μάνα της
μεροκάματο στ’ αλώνια. Μέχρι τότε απέφευγαν να την κουράζουν. Είχε περάσει
πνευμονία πολύ μικρή και κόντεψε να πεθάνει –αυτό το ήξερα. Θεός σχωρέστον το
γιατρό, που το κατάλαβε και της έγραψε το φάρμακο, έλεγε. Θεός σχωρέστον και
τον πατέρα μου, που το πλήρωσε και έζησε, συμπλήρωνε πάντα στο τέλος. Στα
δεκατέσσερα ο πατέρας της, για να μην την νοστιμεύονται τα σερνικά και της βγει
το όνομα, την αρραβώνιασε με έναν σαραντάρη μεγαλοκτηματία από ένα διπλανό
χωριό. «Δεν είχα ξαναδεί άντρα τσίτσιδο στη ζωή μου και τον φοβήθηκα» έλεγε και
ξανάλεγε. Εκείνος, μετά από πολλά παράπονα, έβαλε βέτο στα πεθερικά του πως αν
δεν τη δοκίμαζε στεφάνι δεν θα της έβαζε και το κρίμα στο λαιμό τους για τη
ρετσινιά. Έκατσε η μάνα της και την κράταγε μέχρι να την καταφέρει ο γαμπρός κι
όταν την πήρε με παπά και με κουμπάρο κάνανε το σταυρό τους που ξεμπερδέψανε
μαζί της. Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια της δεν πήρανε θέση. Ήθελαν να τελειώσουν
μαζί της για να πάρουνε σειρά.
Στο μήνα πάνω γύρισε με
τα πόδια στο πατρικό της. Ολόκληρο βουνό πέρασε σε μια νύχτα για να φτάσει τα
χαράματα μέσα στα αίματα· από το ξύλο και την ταλαιπωρία της στα κατσάβραχα. Ο
πατέρας της, όμως, ειδοποίησε το γαμπρό να έρθει να τη μαζέψει. Τότε έμαθαν πως είχε πάρει χρήματα για να του τη δώσει. Η Τίνα τον πατέρα της τον
μίσησε και τον άντρα της δεν τον συγχώρησε ποτέ ούτε τον αγάπησε. Περίμενε
αρκετά χρόνια κι όταν τον βρήκε μπόσικο κατάφερε να του ξεφύγει. Αυτή τη φορά, δεν
γύρισε στο χωριό της. Μπήκε στο φορτηγό ενός πραματευτή και έφτασε στην Αθήνα.
Εκεί χάθηκαν τα ίχνη της. Ό,τι και να έκαναν δεν μπόρεσαν να την εντοπίσουν.
Μέχρι και ο γαμπρός βαρέθηκε και πήρε το διαζύγιο μόνος του, για να γλυτώσει τη
ρετσινιά του παρατημένου. Μετά την ξέχασαν. Ύστερα από κάποια χρόνια πήρε τη
μάνα της τηλέφωνο από τη Γερμανία. Δούλευε σε ένα εργοστάσιο ηλεκτρικών ειδών,
της είπε, και ήτανε καλά. Άρχισε να τους στέλνει χρήματα· πήρε κοντά της και τον
μεσαίο αδελφό για να δουλέψει· έτσι τη συγχώρησαν. Ο πρώτος ομορφονιός που της
έταξε γάμο την έφερε στην Ελλάδα και της έφαγε όλες τις οικονομίες. Αρκετά
χρόνια νεότερος, τη στεφανώθηκε τελικά αλλά τι σημασία είχε; Κουβάλαγε στο
σπίτι όλες τις παστρικές και την έβαζε να τις περιποιείται. Όταν κατάφερε να
τον ξεφορτωθεί δεν είχε δεκάρα. Έτσι άρχισε τις κονσομασιόν στα κλαρίνα κι άμα
την έπνιγε η πίκρα έλεγε κι από κανένα τραγουδάκι για να ξεδίνει και να βγάζει
και κανένα παραπάνω χαρτζιλίκι. Και πάλι ερωτεύτηκε αλλά και πάλι δεν θεωρήθηκε
άξια για το σόι του γαμπρού. Μια σχέση, που τόλμησε πολύ αργότερα, κράτησε
χρόνια αλλά όταν εκείνος πέθανε αυτή είχε μπει ήδη στην τρίτη ηλικία. Έτσι,
αφού η τύχη της δεν ήθελε να φτιάξει οικογένεια, έμεινε μόνη της από επιλογή. Τότε
τη γνώρισα κι εγώ. Αυτή, που το σόι της την έλεγε πουτάνα τέσσερις άντρες είχε
γνωρίσει στη ζωή της.
Μετά από κάποια χρόνια ξεπλήρωσε
όσα χρώσταγε σ’ εκείνη την πνευμονία. Έφυγε μετά από πολλές εγχειρήσεις,
ακτινοβολίες και χημειοθεραπείες. Θαύμασα τη δύναμη της ψυχής της και τη
μεγαλοσύνη της. Θαύμασα την τιμιότητά της και την ντομπροσύνη της κι έκλαψα για
το χαμό της σαν να ήταν η μάνα μου. Πήγαινα συχνά στο μνήμα της και
κουβεντιάζαμε όπως όταν ζούσε. Θυμόμουν τις συζητήσεις μας στο πεζούλι του
κοιμητηρίου, μετά το άναμμα των καντηλιών στους αγαπημένους μας, τότε που
χαζεύαμε το χωριό μέχρι που νύχτωνε και ύστερα παίρναμε το δρόμο του γυρισμού.
Μια μέρα, μετά από αρκετό καιρό, που πήγα στο μνήμα της το βρήκα ερειπωμένο
γεμάτο ξερά αγκάθια, με το καντήλι και την κορνίζα της φωτογραφίας της
σπασμένα. Ξερίζωσα τ’ αγκάθια με γυμνά χέρια κι αφού την έκλαψα πήρα τη
φωτογραφία και το καντήλι της να τα αντικαταστήσω.
Το βράδυ ήρθε στον ύπνο
μου. «Μην ξαναπάς. Δεν μένω πια εκεί. Κράτα τη φωτογραφία και το καντήλι να με
θυμάσαι. Τα έχω πληρωμένα. Δεν έχω κάτι άλλο να σου αφήσω» είπε. Τα κράτησα και
δεν ξαναπήγα. Το μνήμα της έμεινε με μια κορνίζα αδειανή και χωρίς το καντήλι του.
Απόψε που γράφω την έχω μπροστά μου σε ξύλινη κορνίζα, σκαλιστή όπως της άρεσε.
Μου χαμογελάει γιατί ξέρει πως ξημερώνει η γιορτή της γυναίκας και πως θα γράψω
πρώτη φορά για ’κείνη. Θα γράψω την αλήθεια για τη μνήμη της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου