Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021




 

Δεύτερη σειρά ανεπίδοτα γράμματα

Κο-Βιτ-ομολογίες 11

 

Κύριε Κο Βιτ κακή σας ημέρα

«Κάποτε είχαμε τρόπους να σκοτώνουμε την πλήξη μας και να μην την αφήνουμε να γίνεται κατάθλιψη» έλεγε η μάνα μου σε κάποια από τις φιλενάδες της, από το τηλέφωνο, αφού τώρα δεν μπορεί να τις βλέπει συχνά γιατί εσείς παραμονεύετε. Αυτά μόνο θυμάμαι από ένα τηλεφώνημα, που με κοίμισε δύο ώρες, στον καναπέ μαζί με τον παππού. Ξύπνησα εκεί που έλεγε πως είχαμε λόγους να βγάζουμε φωτογραφίες και να γεμίζουμε άλμπουμ από τα ταξίδια μας. Και συμφωνώ γιατί κάποια εποχή οι γονείς μας ταξίδευαν κάθε τρεις και λίγο κι εμείς, αν δεν τους ακολουθούσαμε, βρίσκαμε την ησυχία μας εκείνο το διάστημα. Ούτε «διάβασε, γράψε» ούτε «κλείσε αυτό το ρημάδι που σου καίει τον εγκέφαλο». Τώρα, τους έχουμε συνέχεια πάνω από το κεφάλι μας και μπορεί κανείς να μη μας κάνει παρατηρήσεις για το «ρημάδι» το κομπιούτερ, αφού όλα πλέον γίνονται μέσα από αυτό, εμείς όμως το βαρεθήκαμε πια. Άσε που, αφού δεν έχουμε γυρισμούς, δεν περιμένουμε και κάτι, που να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον μας έστω για κάποιες μέρες –ανάλογα το πόσο εξωτικό και πόσο ενδιαφέρον είναι.

Μετά από κάθε ταξίδι, τα απογεύματα στο σπίτι μας γινόταν λαϊκό πανηγύρι. Το σαλόνι μας για κάνα μήνα μετατρεπόταν σε Μοναστηράκι. Γύρω γύρω οι πραμάτειες της Ανατολής και της Δύσης περίμεναν αγοραστές, απλωμένες σε θέση «περικοπής» σαν τις εκθέσεις μιας κυρίας στην τηλεόραση, όπως λέει και ο παππούς που δεν θυμάται το όνομά της, αλλά εγώ τη φαντάζομαι μικρή γιατί στο τέλος έχει ένα «άκι»

Σημαιοστολισμένες οι φίλες της μάνας μου παζάρευαν από κοσμήματα και μαντήλια, εκείνα με το γυναικείο όνομα –ήθελα να ξέρω γιατί τα λένε μαντήλια αφού είναι μεγάλα σαν σεντόνια– μέχρι μπακίρια, ναργιλέδες, χαλιά και σπαθιά ακόμα. Αυτά τα σπαθιά τα ήθελα για να βγάλω τα άντερα της αδελφής μου βόλτα, που έριχνε πάνω της τα υφάσματα και στριφογύριζε σαν μπαλαρίνα με τα χέρια ανοιχτά, αλλά δεν με άφηναν ούτε να τα πλησιάσω και για κάποιο παράξενο λόγο εξαφανίζονταν γρήγορα. 

Αυτό γινόταν τόσο συχνά ώστε είχα αποφασίσει όταν μεγαλώσω να ανοίξω μαγαζί στο Μοναστηράκι, όπου πηγαίναμε κάθε Κυριακή, και να πουλάω τις πραμάτειες που ξέμεναν στο πατάρι μας. Κι ό,τι μου άρεσε θα το κράταγα κόντρα στη μάνα μου, που είχε καταντήσει το σπίτι μας αποθήκη με τις συλλογές της, όπως τις έλεγε, και δεν με άφηνε ούτε να τις αγγίξω.

Έτσι έβγαζαν οι γονείς μου όλα ή κάποια από τα έξοδα του κάθε ταξιδιού αλλά και τα πρόστιμα των αεροδρομίων για τις υπέρβαρες αποσκευές τής επιστροφής. Εντάξει, δε λέω κάποιες από τις φιλενάδες της μάνας μου έρχονταν μόνο για να θαυμάσουν τις μυθικές πραμάτειες της και να ακούσουν τις ιστορίες, που έσερναν πίσω τους μαζί και τις μάχες για την απόκτησή τους.

Εγώ στεκόμουν παράμερα και χάζευα και σας διαβεβαιώνω ότι μπορούσα να διακρίνω και τον θαυμασμό αλλά και τον φθόνο στο βλέμμα τους –πιστέψτε με– γιατί κάπως έτσι ένοιωθα κι εγώ. Και αν αυτή η πανηγυριώτικη ευτυχία δεν κράταγε τόσο λίγο, όπως και οι διηγήσεις για τις εμπειρίες κάθε ταξιδιού, θα με φόβιζε ακόμα η μυρουδιά τους, που γέμισε το σπίτι μας και δε λέει να φύγει. Η βρώμα τους, όπως γκρινιάζει ο παππούς μου, καθώς και το μυστήριο να τα κρύβουμε όλα, κάθε φορά που έφευγε ο κόσμος από το σαλόνι μας.

Συνεχίζεται…

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: