Τρίτη 16 Ιουνίου 2015




Mr Gold
του John Djinn Demiris 

Ξύπνησε μέσα σ’ ένα δωμάτιο που έμοιαζε με κουτί και είχε το χρώμα της σέπιας. Μία βαλίτσα διακοσμούσε τη μια πλευρά του. Στο κιτρινισμένο από το πέρασμα του χρόνου πάτωμα ήταν σκορπισμένα διάφορα άχρηστα αντικείμενα. Εκείνος ήταν μικρό παιδάκι, έξι-εφτά χρόνων. Κοίταξε γύρω του για να βρει ένα σημάδι λογικής, κάτι, που να εξηγεί γιατί βρέθηκε μέσα σε αυτό το δωμάτιο που έζεχνε κλεισούρα. Έξω από το μοναδικό παράθυρο γυναίκες πίεζαν τα στήθη τους και του έγνεφαν. Ακόμα κι αν προσπαθούσε δεν θα κατάφερνε να τις ακολουθήσει. Όσο περισσότερο σκεφτόταν την ικανοποίηση της σάρκας του, τόσο λιγότερο ήθελε να βγει έξω.
Αυτό το μέρος τον κρατούσε μακριά από τους άλλους ανθρώπους και του παρείχε ασφάλεια από τα στοιχεία της φύσης. Λαχταρούσε να νιώσει το τσίμπημα της βροχής στους γυμνούς ώμους του, ν’ ακούσει τις φωνές της γειτονιάς του και το φτερούγισμα των περιστεριών στον κήπο. Γι’ άλλη μια φορά δεν έκανε καμία κίνηση. Δεν τόλμησε. Έμεινε μόνος, εκεί στη γωνιά του. Αγκάλιασε τα γόνατά του και σήκωσε το κεφάλι να πιει τις μικρές σταγόνες που έσταζαν από την οροφή. Η γεύση τους ήταν πικρή. Σιγά-σιγά το δωμάτιο γέμισε με λάμψεις, σαν να το φώτιζε ένας ήλιος από κάπου. Εκείνος ακίνητος. Μόνο η σκιά του στον τοίχο μεγάλωνε και μίκρυνε στο πέρασμα κάθε καινούργιας αχτίδας, που τρύπωνε στο δωμάτιο. Πότε εξαφανιζόταν μέσα στις χαραμάδες και πότε ορθωνόταν σαν γίγαντας.   
«Μάο,» ακούστηκε μια φωνή. Απέναντι του, μέσα από τα σπλάχνα της αραχνιασμένης γωνίας, ένα μικρό γατί τον πλησίασε κι έριξε μια απαλή κουτουλιά στην ανοιχτή παλάμη του. Προσπάθησε να δει βρει το φύλο του, όμως αυτό του γυρνούσε την πλάτη και δεν τον άφηνε. Έγλυφε μόνο την χρυσαφένια γούνα του και συλλάβιζε «μάο». Με την τραχιά του γλώσσα του γαργαλούσε τα γόνατα. Το πήρε στην αγκαλιά του και το ‘σφιξε πάνω του. “Mr Gold”, του ψιθύρισε κι εκείνο λες κι  άκουσε τ’ όνομά του τρίφτηκε πάνω του. Mr Gold, σαν τον χρυσό, σαν το καλό που είχε φωλιάσει μέσα του. Με κάθε χάδι τους το φως γέμιζε όλο και περισσότερο το δωμάτιο. Στο τέλος, στάθηκε όλο μπροστά στα μάτια του και τον ανάγκασε να τ’ ανοίξει.
Αν μπορούσε να δει τον εαυτό του θα έβλεπε έναν ογδοντάχρονο γέρο ζητιάνο ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο. Στην αγκαλιά του χωμένος βαθιά ο Mr Gold του γαργαλούσε τη γενειάδα. Η τεράστια χάρτινη κούτα, που μέχρι τώρα ήταν το σπίτι του, στέγνωνε στο κράσπεδο μισολιωμένη από την έντονη βροχή. Έκλεισε τα μάτια του για τελευταία φορά κι άφησε την ψυχή του να ταξιδέψει μακριά, σ’ ένα μέρος, όπου οι γάτες δοξάζονται ως θεοί, και οι ζητιάνοι μπορούν να ονειρεύονται σαν βασιλιάδες.





Δεν υπάρχουν σχόλια: