Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016



Για τα παιδιά μιλάω

Για τα παιδιά μιλάω που ξάπλωσαν στα κύματα με κλειστά μάτια
και ταξιδεύουν ασυνόδευτα σε κόκκινα πέλαγα

Και για τ’ άλλα τα παιδιά που ανάρτησαν στον τοίχο τους πορτραίτα τεράτων
όχι γιατί σταμάτησαν να φοβούνται αλλά γιατί συνήθισαν τον φόβο

Για παιδιά μιλάω που φόρεσαν μαύρα γυαλιά κι αφέθηκαν να ονειρευτούν
έναν κόσμο που προχωράει σταθερά προς την εκμηδένισή του

Για ’κείνα τα παιδιά μιλάω που δεν κατάλαβαν τον παγκόσμιο παραλογισμό
γύρω από αξίες που δεν υπάρχουν  

Για όλα τα παιδιά μιλάω που άθελά τους συνηθίσανε τη φρίκη
και τα τρομάζει η ομορφιά


Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016





Στην Αλεξάνδρα 

Να πετάξεις τ' αχρείαστα
απ' το παράθυρο.
Κι αν ο Τζέρι κρεμαστεί
απ' τον ώμο σου
να συνεχίσεις 
να περπατάς
χωρίς εισιτήριο
και να γυρίσεις τον κόσμο
και να πίνεις τεκίλα
και να κάνεις στριφτά τσιγάρα
και να θυμάσαι 
πως ανταμωθήκαμε 
εκείνο το βράδυ 
που νόμισα 
πως έγινα χρήσιμη.
Μόνο τα μαλλιά σου
μην κόψεις
Αβεσσαλώμ.  


Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016






Βά­νια Σύρ­μου






Στρῶ­μα δι­πλό

03-PiΟΥΘΕΝΑ ὅ­μως δὲ βο­λευ­ό­ταν γιὰ νὰ βγά­λει τὴ νύ­χτα. Μο­να­δι­κό του φορ­τί­ο μιὰ σα­κού­λα φαρ­διὰ πλα­στι­κή. Μιὰ ἀλ­λα­ξιὰ καὶ μιὰ κου­βέρ­τα ὅ­λη του ἡ πε­ρι­ου­σί­α. Τὸ βῆ­μα του ἀρ­γό, νω­χε­λι­κό, πα­ρά­φω­νο στὴν βου­ε­ρὴ κί­νη­ση τοῦ Σαβ­βα­τό­βρα­δου στὸ κέν­τρο τῆς πό­λης.
       Τὸ βρά­δυ τὸν βρῆ­κε στὴν πλα­τεί­α Κο­λο­κο­τρώ­νη, στὴν πα­λιὰ Βου­λή. Συ­χνὰ τοῦ πρό­σφε­ρε δι­α­μο­νὴ στὸ γρα­σί­δι τοὺς μῆ­νες τοῦ Κα­λο­και­ριοῦ. Τώ­ρα ὅ­μως ἀ­κό­μα κι αὐ­τὴ τὴν ἔ­βρι­σκε ἀ­φι­λό­ξε­νη. Συ­νε­χί­ζον­τας τὴν ἀ­να­ζή­τη­ση κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὴ Στα­δί­ου. Πε­ρι­μέ­νον­τας τὸ φα­νά­ρι, ἡ μα­τιά του στά­θη­κε στὴν ἐ­σο­χὴ τοῦ ἀ­πέ­ναν­τι πε­ζο­δρο­μί­ου. Κομ­μά­τια ἀ­πὸ με­γά­λες χάρ­τι­νες κοῦ­τες, ὄρ­θια στη­μέ­να, ἔ­κλει­ναν σχε­δὸν ὅ­λη τὴ γω­νί­α τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου. Πέ­ρα­σε ἀ­πέ­ναν­τι θέ­λον­τας νὰ τὸ δεῖ ἀ­πὸ κον­τά. Ἕ­να ἄ­νοιγ­μα στὴ ἄ­κρη τοῦ πρό­χει­ρου χάρ­τι­νου «τεί­χους» ἄ­φη­νε νὰ φα­νεῖ τὸ κου­φά­ρι ἑ­νὸς κα­τα­στή­μα­τος ὑ­πο­δη­μά­των. Τὸ κλει­στὸ κα­τά­στη­μα σχη­μά­τι­ζε ἕ­να γάμ­μα μὲ τὴν ἐ­πι­τοί­χια πλα­ϊ­νή του βι­τρί­να, ἐ­ξα­σφα­λί­ζον­τας ἔ­τσι ἕ­να ἀ­πά­νε­μο κα­τα­φύ­γιο. Πλη­σι­ά­ζον­τας στὸ ἄ­νοιγ­μα καὶ κρυ­φο­κοι­τών­τας στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό του, δι­έ­κρι­νε κά­τι ποὺ ἀρ­χι­κὰ τὸν ξάφ­νια­σε. Στὸ δά­πε­δο τοῦ αὐ­το­σχέ­διου «δω­μα­τί­ου» ἦ­ταν το­πο­θε­τη­μέ­νο πά­νω σὲ στρω­μέ­να χαρ­τό­νια ἕ­να δι­πλὸ στρῶ­μα κα­λυμ­μέ­νο μὲ δι­πλὴ κου­βέρ­τα. Τό­σο και­ρὸ στὸ δρό­μο, ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ἀν­τί­κρι­ζε τέ­τοι­α «κομ­φὸρ» καὶ μά­λι­στα στὴ μέ­ση τῆς Στα­δί­ου. Στὴν ἄ­κρη τοῦ χάρ­τι­νου δω­μα­τί­ου ἀ­φη­μέ­νες δυ­ὸ γε­μά­τες πλα­στι­κὲς σα­κοῦ­λες. Σκέ­φτη­κε πρὸς στιγ­μὴ νὰ πε­ρι­μέ­νει γιὰ νὰ δεῖ τὸν κά­το­χο τοῦ ὑ­παί­θριου κα­τα­λύ­μα­τος. Ὕ­στε­ρα τὸ με­τά­νοι­ω­σε. Δὲ βα­ρι­έ­σαι! Συ­νέ­χι­σε τὸ δρό­μο του ἀ­να­ζη­τών­τας τὸ δι­κό του λη­μέ­ρι.
       Βρῆ­κε προ­στα­σί­α ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο τῆς νύ­χτας στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ μιᾶς ἐμ­πο­ρι­κῆς στο­ᾶς. Τὰ μα­γα­ζιὰ ὅ­λα κλει­στά. Ποῦ καὶ ποῦ περ­νοῦ­σε κα­νεὶς βι­α­στι­κὰ ἀ­πὸ μπρο­στά του, ρί­χνον­τάς του μιὰ κλε­φτὴ μα­τιὰ ἀ­να­μι­κτου φό­βου καὶ οἴ­κτου. Τυ­λί­χτη­κε μὲ τὴν κου­βέρ­τα καὶ ξά­πλω­σε κου­λου­ρι­α­σμέ­νος στὸ φαρ­δὺ πε­ζού­λι ἑ­νὸς κα­τα­στή­μα­τος. Ἔ­κλει­σε τὰ μά­τια σφι­χτὰ σὲ μιὰ προ­σπά­θεια νὰ ἀ­πο­κο­πεῖ ἀ­π’ ὅ­σα τὸν πε­ρι­έ­βαλ­λαν. Ὁ ὕ­πνος ὅ­μως δὲν ἐρ­χό­ταν. Πε­ρα­σμέ­να με­σά­νυ­χτα πιά, ση­κώ­θη­κε κι ἄ­φη­σε τὰ πράγ­μα­τά του ἐ­κεῖ, κα­το­χυ­ρώ­νον­τας τὸ χῶ­ρο.
       Περ­πά­τη­σε ξα­νὰ πρὸς τὸ μέ­ρος ποὺ ἡ ἀ­νάγ­κη του τὸν τρα­βοῦ­σε. Σὲ λί­γα λε­πτὰ ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Πλη­σί­α­σε. Τὸ χάρ­τι­νο τεῖ­χος ἦ­ταν τώ­ρα πε­ρί­κλει­στο. Τὸ ἄ­νοιγ­μα ποὺ πρὶν ἐ­πέ­τρε­πε στοὺς ἔ­ξω νὰ δοῦν τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό του, εἶ­χε κλεί­σει μ’ ἕ­να ἀ­κό­μα χαρ­τό­νι. Κον­το­στά­θη­κε γιὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα. Ἔ­πει­τα ἔ­σπρω­ξε προ­σε­κτι­κὰ τὸ χαρ­τό­νι καὶ ἔ­ρι­ξε μιὰ λα­θραί­α μα­τιά. Ἡ θέ­α τοῦ ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νου ζευ­γα­ριοῦ ποὺ βρι­σκό­ταν ξα­πλω­μέ­νο στὸ δι­πλὸ στρῶ­μα τὸν ἔ­κα­νε νὰ πι­σω­πα­τή­σει. Θέ­λη­σε νὰ ξα­να­κοι­τά­ξει. Δὲν πρό­λα­βε ὅ­μως νὰ δεῖ πολ­λά. Μιὰ ἀ­δέ­ξια κί­νη­ση ἦ­ταν ἀρ­κε­τὴ γιὰ νὰ κά­νει τὸν ξα­πλω­μέ­νο ἄν­τρα νὰ ση­κω­θεῖ ὄρ­θιος στὸ λε­πτὸ καὶ νὰ τὸν ἀ­πει­λή­σει μ’ ἕ­να σου­γιά: «Φύ­γε ἀ­πὸ δῶ ρὲ ἀ­νώ­μα­λε, για­τὶ σοῦ τὴν ἄ­να­ψα!». Τα­ραγ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ θέ­α­μα καὶ τὴν ἀ­πει­λὴ τό ‘βά­λε στὰ πό­δια.
       Ἔ­φτα­σε ξέ­πνο­ος στὸ κα­τά­λυ­μα τῆς στο­ᾶς καὶ κά­θι­σε στὸ πε­ζού­λι. Ἄ­κου­γε τὴν καρ­διά του νὰ χτυ­πᾶ δυ­να­τὰ κι ἕ­να πό­νο στὸ στο­μά­χι σὰν ἀ­πὸ γρο­θιά. Σκυμ­μέ­νος μὲ τὸ κε­φά­λι στὰ γό­να­τα συ­νει­δη­το­ποί­η­σε πὼς ὁ πό­νος δι­α­χέ­ον­ταν σ’ ὅ­λο του σῶ­μα. Τὸν δι­α­περ­νοῦ­σαν ρί­γη.
       Ἡ ὥ­ρα περ­νοῦ­σε καὶ ὁ πό­νος ἔ­δι­νε σι­γὰ σι­γὰ τὴ θέ­ση του στὸ θυ­μὸ καὶ τὴ ζή­λεια ποὺ θέ­ρι­ευ­αν μέ­σα του.
       Ξη­με­ρώ­μα­τα Κυ­ρια­κῆς. Οἱ δρό­μοι ἄ­δει­οι. Ἡ ἀ­γρύ­πνια τῆς νύ­χτας τὸν ἔ­χει κα­τα­βά­λει. Ἀ­νά­βει τσι­γά­ρο καὶ βγαί­νει στὸ δρό­μο νὰ περ­πα­τή­σει. Τὰ βή­μα­τά του τὸν ὁ­δη­γοῦν πά­λι ἐ­κεῖ. Ἀ­πὸ μα­κριὰ βλέ­πει τὰ χαρ­τό­νια ριγ­μέ­να πά­νω στὸ στρῶ­μα. Πλη­σιά­ζει. Ἡ ἐ­ρη­μιὰ τῆς πό­λης εἶ­ναι σύμ­μα­χός του. Κοι­τά­ζει γύ­ρω του δῆ­θεν ἀ­δι­ά­φο­ρα καὶ ἐν­τε­λῶς φυ­σι­κὰ ἀ­φή­νει τὸ ἀ­ναμ­μέ­νο τσι­γά­ρο νὰ πέ­σει πά­νω στὰ χαρ­τό­νια. Συ­νε­χί­ζει τὸ δρό­μο του μὲ βῆ­μα γορ­γό.




Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Βά­νια Σύρ­μου (Ρί­ο Ντὲ Τζα­νέ­ι­ρο, 1967). Σπού­δα­σε Κλασ­σι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὶς με­τα­πτυ­χια­κές της σπου­δὲς στὸ πρό­γραμ­μα «Φύ­λο καὶ νέ­α Ἐκ­παι­δευ­τι­κὰ καὶ Ἐρ­γα­σια­κὰ Πε­ρι­βάλ­λον­τα στὴν Κοι­νω­νί­α τῆς Πλη­ρο­φο­ρί­ας» τοῦ τμή­μα­τος Ἐ­πι­στη­μῶν τῆς Προ­σχο­λι­κῆς Ἀ­γω­γῆς καὶ τοῦ Ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ Σχε­δια­σμοῦ τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Αἰ­γαί­ου. Ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ με­τα­φρά­σεις της ἀ­πὸ τὴν ἀγ­γλό­φω­νη λο­γο­τε­χνί­α.

planodion | 28 Δεκεμβρίου 2015, 5:00 π.μ.




Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016


 Ευχή Πρωτοχρονιάς είναι
όσα καταλαβαίνεις κι ας μη φαίνεται
είναι οι σκέψεις που μένουν κρυφές
για να μη διαβαστούν
είναι οι στιγμές που ευχήθηκες
να μην είχαν έρθει
κι ας δείχνεις πως δεν σε άγγιξαν
είναι οι άνθρωποι που κρύβονται 
πίσω από διαφανή χαμόγελα
είναι τα λόγια που ήθελες πεις
αλλά δεν ξεστόμισες
μη τυχόν και φανεί πόσο πονούσες  
είναι ότι αρκέστηκες σ’ ένα «καλή χρονιά»
κ έσβησες το φως


κα.πα.

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015




Χριστούγεννα

Μια φορά κι έναν καιρό, εδώ και πολλά χρόνια, τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να έρχονται. Η αρχή έγινε από τα ψηλά βουνά. Στα μικρά χωριά οι άνθρωποι δεν νοιάστηκαν· ούτε που κατάλαβαν την έλλειψη. Είχαν ν’ ασχοληθούν με σοβαρότερα θέματα: ν’ ανοίξουν δρόμους και να ενώσουν τις πόρτες τους, να εμποδίσουν το χιόνι να παγώνει το νερό τους, να φέρουν από τις πλαγιές ξύλα για το τζάκι, να μεταφέρουν τους αρρώστους τους στο νοσοκομείο της πόλης. Δεν είχαν χρόνο για γιορτές μες στο χειμώνα. Ούτε και δουλειές είχαν.  
Όταν ξάνοιξε ο καιρός ξανοίχτηκαν κι αυτοί. Στην πόλη βρήκαν όσες δουλειές περίσσευαν και βολεύτηκαν. Άδειασαν τα βουνά, διπλοκλειδώθηκαν τα σπίτια, ρήμαξαν τα νεκροταφεία. Έτσι, τα Χριστούγεννα δεν έβρισκαν τόπο να σταθούν κι έπαψαν να σκαρφαλώνουν. Κύλαγαν στις πόλεις. Εκεί οι άνθρωποι στόλιζαν τα σπίτια τους με παράξενα κεντίδια και φώτα πολύχρωμα. Στην αρχή φώτιζαν καραβάκια στα παράθυρα· τα σπίτια μοσχοβόλαγαν γλυκές μυρουδιές. Ύστερα ήρθαν νέες μόδες τα καραβάκια παροπλίστηκαν και στη θέση τους μπήκαν τα ψεύτικα δέντρα. Οι χωριάτες έγιναν αστοί και ανήμερα τα Χριστούγεννα δεν πήγαιναν στην εκκλησία, κοιμούνταν. Γιόρταζαν, όμως, την παραμονή των Χριστουγέννων· έβαζαν τα καλά τους και πήγαιναν σε χορούς, γλέντια και φαγοπότια. Κι όταν μαζεύονταν πολλοί και δεν χώραγαν στα σπίτια πήγαιναν στα μαγαζιά.
Όσο περνούσε ο καιρός και οι γιορτές πλήθαιναν μεγάλωναν και τα μαγαζιά για να χωράνε τον κόσμο. Οι άνθρωποι έτρωγαν, χόρευαν και τραγουδούσαν δεν είχαν προβλήματα. Δούλευαν, αμείβονταν και μπορούσαν ν’ αγοράσουν ότι ήθελαν. Σε κάθε γιορτή αντάλλασσαν μεταξύ τους δώρα . Κι όσο αγόραζαν τόσο ξεφύτρωναν καινούργια μαγαζιά με δώρα. Γέμισε ο τόπος με κάθε λογής πραμάτεια. Τα δώρα της παραμονής των Χριστουγέννων ήταν ακριβά, διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά, με φανταχτερούς φιόγκους. Ο ανταγωνισμός έγινε μεγάλος και τα μαγαζιά για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους έβαλαν κάτι μικρά σημαδάκια πάνω στα χαρτιά περιτυλίγματος, που φανέρωναν την προέλευση του δώρου. Όσο πιο γνωστό ήταν ένα μαγαζί τόσο και πιο ακριβά πουλούσε τα δώρα του και γινόταν διάσημο. Κι όσοι ψώνιζαν απ’ αυτό γίνονταν σεβαστοί. Οι άνθρωποι ξόδευαν πολλά χρήματα σε δώρα.  Δεν είχαν σημασία οι γιορτές ούτε το είδος του δώρου αλλά το σημαδάκι του μαγαζιού που το πουλούσε. Και ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη τους να ξεχωρίσουν, που ξέχασαν ακόμα και τα Χριστούγεννα. 
Τα μαγαζιά έβαλαν σημαδάκια παντού, ακόμα και στα ρούχα, και όσοι είχαν τα ίδια σημαδάκια γίνονταν μια παρέα, πήγαιναν στα ίδια μέρη, έτρωγαν τα ίδια φαγητά, έκαναν τα ίδια πράγματα και γελούσαν με τα ίδια αστεία. Με τον καιρό έγιναν τόσο ίδιοι που δεν ξεχώριζαν μεταξύ τους. Αυτό δεν τους απασχολούσε μέχρι που όλα έγιναν προβλέψιμα και οι γιορτές ανιαρές. Πρώτα άρχισαν να βαριούνται, αργότερα να λυπούνται και στο τέλος σταμάτησαν να γιορτάζουν και απομονώθηκαν.       

Μαζί με τις γιορτές σταμάτησαν και τα δώρα. Τα μαγαζιά έκλειναν το ένα μετά το άλλο. Οι άνθρωποι έχαναν τις δουλειές τους, γίνονταν φτωχοί. Δεν μπορούσαν ν’ αγοράσουν ούτε φαγητό για τα παιδιά τους. Άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους, να κλέβει ο ένας τον άλλον, να σκοτώνονται. Τότε θυμήθηκαν τα χωριά τους και άρχισαν να επιστρέφουν. Τα σπίτια γέμισαν, καθαρίστηκαν οι χορταριασμένες αυλές, άνοιξαν οι πόρτες και ξεχύθηκαν οι μυρουδιές της ζωής. Τα πρώτα Χριστούγεννα ήρθαν χιονισμένα, αλλά οι άνθρωποι δεν νοιάστηκαν· είχαν τόσα πολλά να κάνουν και πρώτα απ’ όλα να θάψουν τ’ άσχημα όνειρα και ν’ αναστήσουν τη ζωή τους. 


 κα.πα. 


Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015




Αν

Αν δεν είχαμε
να θρηνήσουμε
τόσους θανάτους
αν δεν είχαμε 
να ενταφιάσουμε
τους νεκρούς
όλης της γης
αν δεν σέρναμε 
πάνω μας 
μονάχοι εμείς
τη μοίρα 
των αδικημένων
αν δεν ξοδεύαμε
την ύπαρξή μας
στ' ακροθαλάσσι 
κάθε που χαιρετάμε
αυτούς που φεύγουν
η ζωή μας θα 'τανε
προσωπική υπόθεση
σ' εκείνη την περίπτωση
θα 'χαμε όλο το δικαίωμα
να συντροφέψουμε 
την ομορφιά
που μας στέλνει 
η αγάπη 
από το Πήλιο   




Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015







Φύγε
Τα βερεσέδια τελείωσαν
Κι ας μου χρωστάς
τα χρόνια που ξόδεψα
πιστεύοντας πως
δεν θα μετάνιωνες

Φύγε
κι όταν περάσω δίπλα σου
μη με γνωρίσεις
κι ας είμαι ο ίδιος
δεν έχει σημασία
αφού εσύ θα ‘χεις αλλάξει


Νοέμβρης 1915


Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015



                                                                                                                                  Giovanni Auriemma


Παραλήρημα 


Φέτος είναι σίγουρο πως θα κάνει βαρύ χειμώνα αφού οι Ινδιάνοι έχουν αρχίσει εδώ και πολύ καιρό να μαζεύουν ξύλα απ' τ' αποκαΐδια της φύσης που αμελήσαμε να φροντίσουμε γεμίζοντας σωρούς από κορμούς και κούτσουρα δαυλιά καμένα μετά από τις τόσες καλοκαιρινές φωτιές που δεν κατάφεραν να φωτίσουν τα σκοτάδια μας και ακόμα επιλέγουμε στενάδια και συντηρούμε τ' αδιέξοδα μυαλά που κατάφεραν και πάγωσαν αισθήσεις συναισθήματα και λογική κι έτσι έκλεισαν οι καρδιές τα φύλλα τους γύρισε πίσω ο στρατιώτης της συμπόρευσης γίναμε ένα εχθροί κι εχθροί μετά που στέρεψαν οι φίλοι μαζί με την ανάκαμψη και την ευημερία που χρόνια προσπαθούσαμε να οικειοποιηθούμε για να ορθοποδήσουμε και στο τέλος έφυγαν οι σόλες από τα τσαρούχια μας και βγήκαν τα δάχτυλα με τα περιποιημένα νύχια βαμμένα κόκκινα όπως της εξέγερσης το λάβαρο τότε που είπες πάμε να φύγουμε γιατί θα πιάσει η βροχή αυτή που πέφτει κάθε φορά μετά τα καπνογόνα  κι εγώ δεν έφυγα ή εσύ προχώρησες κι ακόμα δεν μπορώ να θυμηθώ που χωρίστηκαν οι δρόμοι μας ποια χρονιά ήταν που μπήκε η ΑΤΑ στη ζωή μας και γιατί έπρεπε εγώ να μάθω το income και να εθιστώ στα brands και τώρα να τα παίρνω στο brain γιατί τότε δεν μπορούσα να καταλάβω πως μέσα απ' την αντίσταση αναζητούσες την ευκαιρία σαν εκδοχή αμοιβής να βρεις στον πηγαιμό για την ετεροτοπία του βολέματος ουπσ δεν ήθελα να το ξεστομίσω αυτό αλλά κρυώνω και δεν έχω την ευχέρεια δεύτερης δεξαμενής για το πετρέλαιο που θα εκκινεί το boiler δηλαδή δεν έχω καν χρήματα ούτε για μια φραντζόλα ψωμί από το υβρίδιο του γενετικά τροποποιημένου καλαμποκιού ούτε την πολυτέλεια να προμηθευτώ γενόσημα φάρμακα μια και δεν βλέπω προφύλαξη από πουθενά φέτος ούτε υπάρχουν ρούχα για να με ζεστάνουν και κορμιά που θα με ακουμπήσουν για να κουρνιάσω μέσα στον χειμώνα που έρχεται και θα είναι βαρύς είναι σίγουρο αυτό αφού οι ινδιάνοι άρχισαν να μαζεύουν ξύλα από το κατακαλόκαιρο που εμείς αντιδρούσαμε γιατί κανένα από τα κόμικς που ξεκοκαλίσαμε δεν μας προειδοποίησε για την καταστροφή που προετοιμαζόταν ενώ εμείς ζούσαμε μέσα στην απόλυτη ουτοπία της αδιαφορίας μας και τώρα δεν βλέπω τον λόγο να μην τους πιστέψω εκτός κι αν εσύ μπορείς να μου προτείνεις μια νέα εκδοχή που θα με βγάλει από την πλάνη μου και θα με κάνει να σ' εμπιστευτώ χλωμό πρόσωπο με την μεγάλη κοιλιά ουνκ. 



Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

 
                                                                                               Νίκος Βεντούρας

ταπεινός χαιρετισμός
στον Ι.Δ.

άδεια η βάρκα
επέστρεψε 
τρίτη φορά 
φέτος

φράκταλ η διαδρομή
φως
για το
κενό
άχανο
σκοτάδι
φράκταλ ο κόσμος
φως
και ο
κενό
σχεδιασμός του
σκοτάδι
εδώ

αόρατη η 
οριακή υπέρβαση
δεν έχει χρόνο
για το μέλλον ο
θάνατος





                                        Νίκος Βεντούρας


Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015



Νανούρισμα

Άμμος ψιλή σας σκέπασε ρούχα μου ρημαγμένα
η αρμύρα σε κανάκεψε βλέμμα μου σφαλιστό
παραταγμένα άναρχα κι απ' τ' όνειρο κλεμμένα
τα φύκια σε παγώσανε κορμάκι μου ζεστό. 

Να "τα φυλάξεις'', γιόκα μου, να μην κρυφοκυτάξεις
τον νου σου να τον ακουμπάς στο μέρος της καρδιάς
κι όταν σωθεί το μέτρημα να βγεις να ξαναψάξεις
καλοσυνάτα πρόσωπα χαμόγελα ανθρωπιάς

είπα, μα 'συ ξεμάκραινες κι ούτε που με κοιτούσες
νόμισα πως αντρείεψες που πάτησες στεριά
κι ας μην την καταλάβαινα τη γλώσσα που μιλούσες
μου φάνηκε πως άκουσα το ''φτου ξελευτεριά''.  




Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015




         

             Γολγοθάς



            Κι εκεί που έφτανα
            στην κορυφή του λόφου
            με τις πληγές
            να αιμορραγούν
            κάτω απ’ το σταυρό
            με πόδια σκισμένα
            από βράχους κι αγκάθια

            κάποιος φώναξε.

            Από την αρχή.
            Η σκηνή του Γολγοθά
            θα ξαναγυριστεί.


              Σούλα Κατσαντώνη
              «Ενώπιος ενωπίω»

              Εκδ. Γαβριηλίδης 


Κυριακή 9 Αυγούστου 2015




αίμα

νόμισα πως θα έφταναν
σαράντα μέρες μόνο
να ξεκολλήσει  το  βαρύ
το μαύρο από τη σάρκα
να μη βαρύνει πιότερο
εκείνη που η ψυχή της
από τη γη χωρίστηκε
άδικα το ευχήθηκα
αυτή η σκιά που λείπει
δικό μου αίμα φόραγε
κι ότι απόμεινε απ’ αυτό
δεν θα τη φέρει πίσω


κα.πα.



Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015





Διάψαλμα ζωής

Του Πυθαγόρα τα ζωντανά
ψυχή ενφορούν απαλλαγμένη
απ’ την επιθανάτια φροντίδα,
το ελεήμον ταξίδι στον ουρανό,
την γενναιοδωρία της Θείας Χειρός,
την ελεημοσύνη της γνώσης.
Κουράγιο, ελπίδες κι όνειρα,
λέξεις κενές. Το ένστικτο κυβερνάει
και η φροντίδα απλώνει
τη σπουδαιότητα της αποστολή της.
Ανέκφραστοι ουρανοί, γαλαζωπά
λιμνάζουν πάνω απ’ τα κεφάλια τους,
εξοστρακίζουν κάθε μελετημένη
προσπάθεια για ματαιοδοξία.
Με το αμήν, στέκεται η ζωή
ακίνητη, γίνεται η σιωπή
απόκοσμη σοβαρότητα,
βυζαντινή παύση
ανάμεσα σε δυο ψαλμούς.
Διάψαλμα η ακινησία,
μηρυκασμός νοημάτων.
Με τον δείκτη στον αέρα
διαγράφεται η ανάπαυλα.





Σάββατο 20 Ιουνίου 2015





ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟΥΣ

του John Djinn Demiris 

Την είδε μπαίνοντας στο δωμάτιο. Καθόταν στην πολυθρόνα και κοίταζε το πάτωμα. Τ’ άσπρο πουκάμισό της, ξεκούμπωτο, άφηνε να φαίνεται μεγάλο μέρος του μπούστου της. Τα πόδια της, ανοιχτά, σχημάτιζαν τρίγωνο κι έκρυβαν μέσα του ένα Smith and Wesson τριάντα δύο χιλιοστών. Στ’ αριστερό χέρι κρατούσε ένα μπουκάλι ουίσκι και στο δεξί έναν σουγιά μ’ ανοξείδωτη λάμα. Μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του άφησε τον σουγιά να πέσει στο πάτωμα, άρπαξε τ’ όπλο και το έφερε γρήγορα στο στήθος της.
«Τί ’ναι αυτό; Ανάγκη για προσοχή;», της είπε.
Εκείνη δεν απάντησε. Ακούμπησε το μπουκάλι στο πάτωμα κι έσυρε μπροστά της το διπλανό τραπεζάκι. Πάνω του λαμποκοπούσε ένας σκεπαστός δίσκος σερβιρίσματος. Σήκωσε το καπάκι κι αποκάλυψε έναν μικρό εγκέφαλο από μπλε και κόκκινα καλώδια μπερδεμένα μεταξύ τους. Ανάμεσά τους μικρές ασημί λυχνίες  χωμένες σε γκρι νευρώνες, συνέθεταν μία πολυπλοκότητα, που αψηφούσε τη λογική. Μόνο το τικ τακ του μικρού ρολογιού, που ήταν τυλιγμένο πάνω στο κόκκινο πλαίσιο της κατασκευής με χαρτοταινία σ’ έκανε να υποπτεύεσαι.  
«Βόμβα; Έφτιαξες μια γαμημένη βόμβα;», είπε εκείνος.
Τα  δεκαέξι χρόνια της δεν τον άφηναν, μέχρι τώρα, να την υποπτευθεί. Μα όσο συνδύαζε τους μαύρους κύκλους στα μάτια της, τις περίεργες αναζητήσεις στο διαδίκτυο, την καρό μαντήλα στον πάτο της τσάντας της και χίλιες δυο άλλες λεπτομέρειες απ’ τις συναντήσεις τους όταν το ‘σκαγε απ’ το σχολείο, τόσο το μυαλό του έβαζε τα πράγματα σε μια σειρά. Έπειτα ήταν κι ο πατέρας της, δημόσιος υπάλληλος ισχνός κι ανέκφραστος. Κάθε πρωί άγγιζε με τα δυο του δάχτυλα το γείσο του καπέλου του σ’ ένδειξη χαιρετισμού κι έφευγε για τη δουλειά. Το ίδιο έκανε και το βράδυ, όταν επέστρεφε. Δεν την άγγιξε ποτέ, σαν να την απέφευγε. Η επικοινωνία τους άρχιζε και τελείωνε σ’ αυτόν τον χαιρετισμό. Το χαρτζιλίκι της το ‘παιρνε απ’ τη σύνταξη της μάνας της, χωρίς αντιρρήσεις, μόνο «πάρε αυτά» και τα χρήματα την περίμεναν στο τραπέζι. Σαν συναλλαγή για τα χρόνια που τους χώριζαν, ένα είδος επένδυσης δίχως απαιτήσεις.
Ακούμπησε τον δίσκο στο τραπεζάκι κι άφησε το πιστόλι στα πόδια της. Έβγαλε απ’ το σλιπάκι της ένα μικρό χειριστήριο με κόκκινο κουμπί και το χάιδεψε.
«Άσε το κουμπί», προσπάθησε να την αποτρέψει εκείνος.
Της θύμισε τις φίλες της στο σχολείο και τα πράγματα που αγαπούσε. τις μέρες που περάσανε μαζί, τον ζεστό καφέ και τη σοκολάτα. Κι όσο έψαχνε λόγους για να την πείσει πως τη χρειαζόταν τόσο στέρευαν οι δικαιολογίες για τη δικιά του ζωή. Σκέφτηκε το περίπτερο, που ’χαν πουλήσει οι γονείς του για να ζήσουν σαν ερημίτες, την ωριμότητα που δεν είχε, παρά τα τριάντα πέντε χρόνια του, και μέτρησε τις φορές που την απάτησε. Εκείνη, λες και διάβαζε τη σκέψη του, τον κοίταζε με ειρωνεία χωρίς να μιλάει. Το σώμα της προκλητικό κι απόρθητο τον κορόιδευε. Κι εκείνος μίκραινε, κι όλο μίκραινε.
Τότε κατάλαβε πως το κόκκινο κουμπί τον αφορούσε. Ο ιδρώτας έτρεξε στο μέτωπό του και του θόλωσε τα μάτια. Ένοιωσε την ανάσα του να κόβεται και τα γόνατά του να λυγίζουν.
«Πάτα το κουμπί», της είπε κλείνοντας τα βλέφαρα και χάθηκε στη μυρωδιά του λεπτού λαιμού της.