Δεν
ήθελα να ξαναγυρίσω στο θέμα αλλά ξεφύτρωσε μπροστά μου η γνωστή ιστορία· αυτή,
ντε, με το τραπέζι.
Εγώ, στο βουνό ανέβηκα, μιας και η μέρα ήταν
όμορφη. Είδα τον ήλιο, το πρωί, που υποσχόταν μεγαλύτερη διάρκεια, επιθύμησα το
πράσινο και τον καθαρό αέρα, πήρα μπουφάν, γυαλιά, το καφεδάκι μου κι ανηφόρησα.
Με τον Ορφέα, φυσικά. Εκεί, βρήκαμε κι άλλα σκυλάκια χαρούμενα, με τα αφεντικά
τους. Συναντήσαμε πρόσωπα χαμογελαστά νέων ανθρώπων, που με τα παιδάκια τους συνέλλεγαν
τα σκουπίδια τους για να τα πετάξουν στον κάδο. Είδαμε όλες τις ηλικίες, ακόμα
και προσκόπους να καθαρίζουν τον τόπο από τα κλαδιά, που έσπασε ο αέρας την
προηγούμενη εβδομάδα. Είναι αλήθεια ότι το απόλαυσα. Περπάτησα, χάρηκα τη φύση,
τρέχοντας κάμποσες φορές πίσω από τον Ορφέα, και μάζεψα αρκετή βιταμίνη D, που από το πολύ το μέσα είχε φτάσει
στον πάτο. Κι όταν ήρθε η ώρα της επιστροφής δεν ήθελα ν’ αφήσω πίσω μου τις χαρούμενες
ψιλές φωνούλες των λυκόπουλων, που με τα πράσινα καπελάκια τους συμμετείχαν
υπερήφανα στην κυριακάτικη εξόρμηση. Μέχρι κι ο Ορφέας είχε σταθεί και τους χάζευε·
είδα κι έπαθα να του βάλω το λουρί και να πάρουμε το δρόμο του γυρισμού. Λίγο πριν
φτάσουμε στην κατηφόρα άκουσα ένα διπλό «Ωχ!» και στη συνέχεια έναν διάλογο, που
κάτι μου θύμιζε:
«Πρόσεχε ρε, θα σκοτωθείς.»
«Δεν φταίω εγώ, αυτό το χαζόδεντρο
βρέθηκε μπροστά μου!»
Δεν
γύρισα το κεφάλι μου πίσω. Μήπως φταίω εγώ;
Ο Εκβαθέων Αναρωτηθείς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου