.-.
Η μόρα
Μ’ άσπρο
άλογο καλπάζεις
μυστήριο
εξαπτέρυγο αιωρείσαι
και πας όπου
σε στέλνει το ταξίδι.
Άδικα πάνω
στην ελπίδα ακουμπάς
ν’ απαλλαγείς από τη μόρα,
που σ’
αρπάζει όταν τα μάτια κλείνεις.
Ταλαίπωρος
τον κόσμο κι αν γυρίζεις
κανένας δεν
μπορεί να σε λυτρώσει.
Τυχαία
συναντάς ράφτη που νυχτερεύει.
Στα πόδια
του κουρνιάζεις,
να σε φυλάει
του ζητάς,
να κλέψεις
λίγο ύπνο από τη νύχτα.
Μα όταν τα
μάτια σου έκλεισαν
την κάπα που
σε σκέπαζε
κάτασπρη
τρίχα κύκλωσε, σαν φίδι
γύρω σου
αναδιπλώνεται.
Σε είδε ο
ράφτης που έτρεμες
ίδιος κερί
αναμμένο
και την
κλωστή που τύλιγε
τους φόβους
στο κορμί σου
με το ψαλίδι
έκοψε στα δυο.
Κι έπαψε να
σαλεύει αυτή
και ησύχασες
και συ παραδομένος.
Όταν η μέρα
χάραξε
κι από τον
ύπνο χορτασμένος
πήγες ταξίδι
να ετοιμάσεις
βρίσκεις στα
δυο το ζωντανό κομμένο.
Ούτε που το
φαντάστηκες πως μόρα
ήταν το
άλογο που ‘χες συνοδοιπόρο
κι όσο κι αν
έδειχνε λευκό
από μέσα ήταν μαύρο.
-.-
Αναρτήθηκε από την Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου