Αλέξανδρος
Γυναίκα
αφέντρα εξουσιάζει την αυλή
του
βασιλιά που από μακριά προστάζει.
Κερί
είναι η ζωή, μικρό κρατάει λίγο.
Μήτε
οι κάβοι κι οι τριχιές το χέρι σταματούνε.
Δεν
τη φοβάται τη βροχή ο άνεμος
τη
στέλνει να μυρωθούνε πάθη,
να
ποτιστούνε στείρες αγκαλιές.
Από
τα σκέλια ο καιρός τη μέρα την τραβάει
χαίτη
ο πόθος πάλλεται σε νεαρό πουλάρι.
Κι
όσο ζυγιάσουν οι θεοί ποιος είναι ο πιο γενναίος
σπαθί
και χάρη και άλογο όλα μαζί παλεύουν.
Αγρίμια
οι λέξεις γίνονται, καλπάζουν
πάνω
σ’ αόρατη γραμμή που ωθεί το χέρι.
Για
πίσω η για μπρος μοίρα ορίζει,
κι
ο Δίας που γνωρίζει πως δουλεύει
ο
φόβος στα παράλια της ζωής.
Λυγάει
η μέρα μπρος το πάθος.
Τα
σώματα αριθμούς αγγίζουν .
Ατίθασο
το άλογο που σε βαρβάρους
πνίγει
τον τρόμο των γενναίων.
Στο
ανοιχτό γιοφύρι ο πόνος
δείχνει
αυτούς που μένουν.
Ο
χρόνος αθεράπευτα μικρός.
Να
φτάσει ως τα ανείπωτα υποσχέθηκε
και
να ζητήσει απ τη ζωή τα ίσα.
κα.πα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου