Γιάννης Αλεξάκης (φωτογραφία Γιώργος Αλεξάκης)
Η άνοιξη αναστέλλεται επ' αόριστον
Καραντίνα μήνας πρώτος
Συνέχεια από το μέτωπο
Άκουσα τη φωνή της από το δρόμο. Βγήκα στο
μπαλκόνι και την είδα να διαπληκτίζεται με το γιο της, που μόλις είχε βγει από ένα αυτοκίνητό, πρόχειρα σταματημένο μπροστά στην κεντρική είσοδο τής ακριβώς
απέναντι από τη δική μου πολυκατοικίας. Την ώρα που της έδινε μία σακούλα με φαγητά, μαγειρεμένα από τη γυναίκα του, τα φαντάστηκα να μοσχομυρίζουν ζεστά ακόμα και
τα σταγονίδια της οσμής τους να αιωρούνται μέχρι το μπαλκόνι μου. Η γηραιά κυρία εκεί,
ακίνητη με τα γάντια από λάτεξ και τη μάσκα κρεμασμένη από το ένα αυτί, το δεξί
όπως τη έβλεπα, το αριστερό για τη δική της πραγματικότητα.
Οι πραγματικότητες όπως και οι αλήθειες έχουν δύο εκδοχές, σκέφτηκα, τη δικιά μας και της γριάς απέναντι. Εξαρτάται σε ποια πλευρά βρίσκεσαι όταν τις κοιτάς. Το ίδιο και οι ανάγκες. Δύο άκρες έχουν και οι εκτιμήσεις μας. Κλείνεις τα
μάτια και διαλέγεις εκείνη που σε βολεύει καλύτερα, αυτή που χωράς άνετα μέσα της.
Ενεργείς αυτόματα· εκείνη την ώρα δεν σε παίρνει να σκεφτείς, δεν έχεις χρόνο. Τουλάχιστον,
δεν είχες μέχρι τώρα. Αν καθυστερήσεις θα βρεθείς απέναντι πριν το καταλάβεις.
Στο
δεύτερο μπαλκόνι πάνω από το κεφάλι τής γηραιάς κυρίας –πώς να τη λέγανε άραγε– ένας
φοιτητής μάζευε λίγο ήλιο, ψάχνοντας κάτι στο κινητό του. Μπορεί ν’ απαντούσε σε
κάποιο μήνυμα, γιατί αργούσε να σηκώσει το κεφάλι του. Έτσι κι αλλιώς είχε
χρόνο μέχρι τη δύση και αφού το κράτος δεν του επέτρεπε να βγει έξω έπρεπε να τον σκοτώσει. Γιατί, το κράτος
φρόντιζε να διαφυλάττει την υγεία των γέρων του, να εξασφαλίζει τους παραλήπτες των
συντάξεων, εκείνων που μέχρι τώρα έψαχνε να βρει κονδύλια για να τις πληρώσει.
Έσκυψα έξω από τα
κάγκελα του μπαλκονιού μου. Η σημαία τής από κάτω, ξεχασμένη από την περσινή
εθνική γιορτή, είχε αποκτήσει κρόσσια ενός χρόνου. Ένα σπουργίτι κουρνιασμένο
στα κάγκελα τη χάζευε εξοικειωμένο με τον κυματισμό της. Κοίταξα στο δρόμο. Κάποιος
γύριζε τον διακόπτη για να φορτίσει την μπαταρία τού αυτοκινήτου του· κατά
προσέγγιση μπορούσα να υπολογίσω ποιο ήταν. Μια νέα γυναίκα είχε σταματήσει στο
πεζοδρόμιο και κουβέντιαζε με μία άλλη από το χαμηλότερο απέναντι μπαλκόνι. Δεν
μπορούσα να προσδιορίσω την ηλικία τους, έβλεπα μόνο την πλάτη της επισκέπτριας·
ξεχώριζαν τα ξανθά μαλλιά της απλωμένα πάνω στην κόκκινη βελουτέ ζακέτα της. Η
κουβέντα τους τριγύριζε στην έλλειψη ελπίδας για το μέλλον. Ό,τι ζούσαν ήταν όσα είχαν απομείνει από τις αναδρομές τους στο
παρελθόν· ό,τι μπορούσαν να θυμηθούν το είχαν ανακαλέσει.
Μια γυναίκα με χοντρό
μπουφάν και φιδέ κολάν ρήμαζε την μπουκαμβίλια τού διαγωνίως απέναντι νεοκλασικού.
Η γάτα νιαούριζε τον οίστρο της και δύο φουσκωτοί, που μόλις είχαν παρκάρει,
κατέβαιναν κορδωμένοι μέχρι την επόμενη πολυκατοικία. Ο σκύλος μου
λιαζόταν δίπλα στα κάγκελα κάνοντας τα δικά του όνειρα. Ένοιωσα τη φαγούρα της άνοιξης
στα ρουθούνια μου. Κάθε προσπάθεια ν’ αποφύγω την εποχική έξαρση είχε αποδειχθεί
μάταια. Έκανα δύο εισπνοές κι έριξα ένα γερό φτέρνισμα. Η γηραιά κυρία σήκωσε το κεφάλι
της και με αγριοκοίταζε, η γυναίκα από το μπαλκόνι αποχαιρετούσε την ξανθιά με το κόκκινο βελουτέ, ευχαριστώντας την για το τσουρέκι που της είχε προσφέρει. Ο γιος της γηραιάς κυρίας μπήκε στο αυτοκίνητό του και έβαλε μπρος τη μηχανή, λέγοντας στη μάνα του με
αυστηρό τόνο ν’ ανεβεί στο διαμέρισμά της. Η κλέφτρα λουλουδιών με το φιδέ κολάν πήδηξε δύο
σκαλοπάτια και χάθηκε στον κάθετο δρόμο. Ο οδηγός τού αυτοκινήτου έσβησε τη
μηχανή, το κλείδωσε και μπήκε στην πολυκατοικία του. Εντωμεταξύ, η γηραιά κυρία πρέπει
να είχε ανέβει στο διαμέρισμά της γιατί την άκουσα να κλείνει την μπαλκονόπορτα
με θόρυβο. Όλα είχαν μπει στη δική τους κανονικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου