Δεκαπενταύγουστος
Σ’ ένα πιάτο δυο σαρδέλες
καλαμάρι τρεις ροδέλες,
δυο ντομάτες, λίγο αγγούρι
κα τζατζίκι για το γούρι.
Μαγαζί της παραλίας
και αρίστης πελατείας
ήρθε η καταστηματάρχης
και τους το ’παιξε νομάρχης.
Είστε ευχαριστημένοι;
Κοντοστάθηκε η καημένη
περιμένοντας ν’ ακούσει
ευγενείας ουρά και μούσι.
Την κοιτάξαν μ’ απορία.
Ας μην κάνω φασαρία,
σκέφτηκε ο καθείς μονάχος
κι αποφάσισε σαν βράχος
να σταθεί της ευπρεπείας,
της καλής οικογενείας
γόνος, με κληρονομιά του
τη μεγάλη ευγένειά του.
Όταν ήρθε η τρομάρα
μια γεμάτη πενηντάρα
να ανοίξει τα φτερά της
για να πάει στον κουμπαρά της,
της κυράς ντε, που δυο ψάρια
κι άλλα τρία καλαμάρια
τα χρεώνει -δυο κομμάτια-
σαν της Παναγιάς τα μάτια,
τηνε πιάνουν απ’ το γένι:
Θα σου βγει ξινό το
μέλι
και τα λόγια τα μεγάλα
αν δεν φέρεις και τα άλλα.
Τι να κάνει η καημένη;
Έτριψε λίγο το γένι
και διόρθωσε το πάθος.
Είπε: έγινε από λάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου