Πρώτο
πρόσωπο
Σε κοίταξα. Τα μάτια σου τα έδεναν οι κλωστές
της ακούσιας φυγής κι ανάμεσά τους βάθαινε η ρυτίδα του τέλους.
Το στόμα σου σφιχτό, συνήθεια
χρόνων η προσπάθεια ν’ αντέξεις. Η όρθια κεφαλή σου, αντίβαρο ζωής ακόμα, δεν
είχε γείρει ακυβέρνητη μπροστά στο θάνατο. Σε λίγο η εικόνα σου θ’ άρχιζε να
θολώνει αργά, θα μείνει άδεια η πολυθρόνα.
«Η ζωή θέλει διάρκεια για να
σταθεί στα πόδια της» είχες πει από την ίδια θέση όταν με είδες για πρώτη φορά.
Όπως και τώρα, δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό σου. Το φως που έμπαινε από
το παράθυρο σκοτείνιαζε τη φιγούρα σου. Ζυγιάζω το βάρος σου με τα λάθη μου,
πριν σκουρύνει η μνήμη που σκεπάζει τ’ όνομά σου.
«Στην ανωνυμία της λήθης δεν
οφείλεις τίποτα πια» σκέφτομαι.
Αντάλλαξες με μνήμη όση ζωή μου
χάρισες. Τι άλλο μένει από την άδεια τη βάρκα του γυρισμού; Η μοίρα καταστάλαξε,
έχει διαλέξει ανάμεσά μας. Θολώνει αργά η εικόνα σου. Πριν σε δω να εξατμίζεσαι
θα μαζέψω απ’ το σύρμα τ’ απλωμένα ρούχα σου.
Ξέχασα να σου πω: τρεις μέρες
τώρα ρίχνει τοξική βροχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου