Κυριακή 11 Μαΐου 2014



Ποία του βίου μου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος;

Λάτρεψα το χαμόγελο, που ανάβλυζε η ψυχή σου,
της σκέψης την αγνότητα και τ άδολο το βλέμμα,
που φώτιζαν και στέριωναν δειλά την ύπαρξή σου
απέναντι σ' ανάξιους, που έχουν θεό το ψέμα .

Θαύμασα, που την έλλειψη μ' αυτάρκεια την ντύνεις.
Τη θεία σου ολιγάρκεια μπροστά στην προσφορά,
την άδολη αγάπη σου, που αντίδωρο τη δίνεις
στον οίκτο που σ' απόθεσαν με αντίδοτο χαρά.

Ζήλεψα την πληρότητα που θεία σ' ομορφαίνει.
Την ψυχραιμία, που έτρεφε η άγνοια τρυφερά
και την πραότητα μαζί με την μεγαλοσύνη,
που απόπνεε η εικόνα σου μακριά απ' τη φθορά.

Ρούφηξα και το βλέμμα σου στον ουρανό στραμμένο,
το επτά φορές πιο γαλανό, σαν θάλασσα βαθύ
και την καθάρια σου μορφή, λευκό κερί αναμμένο,
που αμαχητί αφόπλιζε κάθε διεκδικητή.

Ένιωσα τις ανάσες σου, που υστερνές ξοδεύαν
την προσοχή σου ολάκερη στης νύχτας τη θωριά.
Τις λιγοστές σου τις στιγμές, που ανάλαφρα οδεύαν,
ωσάν το κύμα να έσπρωχνε ο ζέφυρος αργά.

Άγγιξα και το στρώμα σου, κρυστάλλινο σαν δύνη,
άκαμπτο, που απλωνότανε σε πλήρη υποταγή
κι αδιάφορα προσέγγιζε του τέλους την οδύνη
μακριά από κάθε προσμονή, ελπίδα και ευχή.

Τη νύχτα τη φοβήθηκα, που γνώση σου στερούσε
κι από τη μοίρα ζήτησα άρση της καταδίκης.
Ικέτευσα και τη ζωή, που χρόνια σ' αγνοούσε,
να σου δοθεί απλόχερα σα να 'σουν το παιδί της.

Μίσησα και τη Μήδεια που λόγιαζες θεά σου
και βύζαγμα σ' αρνήθηκε ζητώντας πληρωμή
ν' απαλλαγεί απ' το μίασμα της μη αρτιότητάς σου
κι έκθετο σε παράτησε στ' ανέμου την ορμή.

Πόνεσα απ' την υποταγή, που είχε η καρδιά σου
σε άθλιο γεννήτορα και ανάξιο υποκριτή.
Στον θάνατο σ' οδήγησε, αμνέ μου, άθελα σου,
σαν άλλος Αγαμέμνονας με αναίσχυντη ισχύ.

Τη μέρα καταράστηκα, στου πρωινού την άχνα,
κι άψυχη σε προστάτεψα απ' τ' άκλαυτό σου χώμα.
Σε κούρνιασα ν' αναπαυθείς μες στα δικά μου σπλάχνα.
Μικρό πουλί μου διάφανο και ματωμένο ακόμα.

Σαν Προμηθέας πότισα το όρνιο που διψούσε.
Με νύχια και δαγκωματιές κράτησα τη ζωή σου
κι απόδιωξα τη Χάρυβδη, που στο χαμό αλυχτούσε
το θάνατο, που θ' άγγιζε το παιδικό το κορμί σου.

Κι αφού η ζωή μ' απόδιωξε εκάλεσα την τύχη.
Στα χέρια της σε απόθεσα σώος να πορευτείς
κι ευχήθηκα να τον ευρείς, πριν το κακό σου τύχει,
τον θείο δρόμο της Εδέμ κι άδοξα μην ταφείς.

Μ' όση ψυχή μου απόμεινε θα σου φιλώ το στόμα.
Σπλάχνο μου εσύ αγέννητο και άταφο ακόμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: