Ποία του βίου μου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος;
της σκέψης την αγνότητα και τ άδολο το βλέμμα,
που φώτιζαν και στέριωναν δειλά την ύπαρξή σου
απέναντι σ' ανάξιους, που έχουν θεό το ψέμα .
Τη θεία σου ολιγάρκεια μπροστά στην προσφορά,
την άδολη αγάπη σου, που αντίδωρο τη δίνεις
στον οίκτο που σ' απόθεσαν με αντίδοτο χαρά.
Την ψυχραιμία, που έτρεφε η άγνοια τρυφερά
και την πραότητα μαζί με την μεγαλοσύνη,
που απόπνεε η εικόνα σου μακριά απ' τη φθορά.
το επτά φορές πιο γαλανό, σαν θάλασσα βαθύ
και την καθάρια σου μορφή, λευκό κερί αναμμένο,
που αμαχητί αφόπλιζε κάθε διεκδικητή.
την προσοχή σου ολάκερη στης νύχτας τη θωριά.
Τις λιγοστές σου τις στιγμές, που ανάλαφρα οδεύαν,
ωσάν το κύμα να έσπρωχνε ο ζέφυρος αργά.
άκαμπτο, που απλωνότανε σε πλήρη υποταγή
κι αδιάφορα προσέγγιζε του τέλους την οδύνη
μακριά από κάθε προσμονή, ελπίδα και ευχή.
κι από τη μοίρα ζήτησα άρση της καταδίκης.
Ικέτευσα και τη ζωή, που χρόνια σ' αγνοούσε,
να σου δοθεί απλόχερα σα να 'σουν το παιδί της.
και βύζαγμα σ' αρνήθηκε ζητώντας πληρωμή
ν' απαλλαγεί απ' το μίασμα της μη αρτιότητάς σου
κι έκθετο σε παράτησε στ' ανέμου την ορμή.
σε άθλιο γεννήτορα και ανάξιο υποκριτή.
Στον θάνατο σ' οδήγησε, αμνέ μου, άθελα σου,
σαν άλλος Αγαμέμνονας με αναίσχυντη ισχύ.
κι άψυχη σε προστάτεψα απ' τ' άκλαυτό σου χώμα.
Σε κούρνιασα ν' αναπαυθείς μες στα δικά μου σπλάχνα.
Μικρό πουλί μου διάφανο και ματωμένο ακόμα.
Με νύχια και δαγκωματιές κράτησα τη ζωή σου
κι απόδιωξα τη Χάρυβδη, που στο χαμό αλυχτούσε
το θάνατο, που θ' άγγιζε το παιδικό το κορμί σου.
Στα χέρια της σε απόθεσα σώος να πορευτείς
κι ευχήθηκα να τον ευρείς, πριν το κακό σου τύχει,
τον θείο δρόμο της Εδέμ κι άδοξα μην ταφείς.
Σπλάχνο μου εσύ αγέννητο και άταφο ακόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου